Φαινόμενο επίσης σχετικό με τις ενορίες αποτελεί και η εισαγωγή λατρευτικών και λειτουργικών μορφών που σχετίζονται με την μοναστική ζωή και το αντίστοιχο μοναστηριακό τυπικό. Όλο και περισσότερες ενορίες, τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο και στην ελληνική επαρχία, συνηθίζουν την διοργάνωση αγρυπνιών και ολονυκτιών, με ώρες, όρθρο, μεσονυκτικό και θεία λειτουργία, με διάφορες ευκαιρίες: την επέτειο των εγκαινίων του ναού, την παραμονή μιας μεγάλης δεσποτικής ή θεομητορικής εορτής, την επέτειο της πανηγύρεως του ναού κ.λπ. Συχνά μάλιστα, μετά την ολοκλήρωση της αγρυπνίας, που τελειώνει τις πρώτες πρωϊνές ώρες, η ενορία παραθέτει κέρασμα ή τράπεζα, με ελαφρύ φαγητό, κατά μίμηση αντιστοίχων μοναστηριακών προτύπων και τυπικών.
Οι νέες αυτές εκδηλώσεις σχηματοποιούν την αστική λαϊκή θρησκευτικότητα, και ουσιαστικά «εξάγονται» από το άστυ προς την ελληνική επαρχία, καθώς έχουν αρχίσει βαθμιαία να ενσωματώνονται στην λατρευτική ζωή και στην λαϊκή θρησκευτική παράδοση διαφόρων τόπων. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για άλλες λατρευτικές λεπτομέρειες ή ιδιαιτερότητες, όπως για την τέλεση της θείας λειτουργίας, το πρωΐ του Μεγάλου Σαββάτου στο κέντρο του ναού, πάνω στον επιτάφιο που στολίστηκε και περιφέρθηκε την προηγούμενη μέρα, κάτι που επίσης έχει παραληφθεί από τα μοναστηριακά τυπικά ορισμένων ορθοδόξων μοναστηριών.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο κυριότερος παράγοντας εισαγωγής και καθιέρωσης των νέων αυτών μορφών είναι η γνωστή αγάπη του λαϊκού ανθρώπου για τη τελετουργία, και ιδιαιτέρως για το εκκλησιαστικό λειτουργικό και λατρευτικό τελετουργικό. Αυτός βεβαίως είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι συνεχίζουν να δημιουργούν έθιμα, και συνηθίζουν να ανανεώνουν ή να ανασημασιοδοτούν τα παλαιότερα, ώστε η θρησκευτική τους ζωή να χαρακτηρίζεται από πολυμορφία και ποικιλία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Σάμου, στις εξοχικές πανηγύρεις της οποίας συνηθίζεται η παρασκευή ενός κοινού εορταστικού φαγητού, από κρέας και σιτάρι, της «γιορτής», που κατόπιν διανέμεται δωρεάν στους πανηγυριστές, ως προσφορά εκείνου που είχε τάξει στον άγιο το συγκεκριμένο δόσιμο. Στη δεκαετία του ’90, η «γιορτή» βαθμιαία επεκτάθηκε και σε πανηγύρια των ενοριών του νησιού, στα δύο αστικά κέντρα του, την πόλη της Σάμου και το Καρλόβασι, ως μια ευδιάκριτη προσπάθεια εμπλουτισμού της τοπικής λατρευτικής και εθιμικής πρακτικής.
Στα αστικά κέντρα της ελληνικής επαρχίας, ιδίως στις πρωτεύουσες των νομών, παρατηρείται το φαινόμενο του συχνού κυριακάτικου εκκλησιασμού όχι στις ενορίες, αλλά σε μονές της περιοχής. Η ύπαρξη ενεργών πνευματικά και δραστήριων αδελφοτήτων, αλλά και η ραγδαία ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος του – ούτως ή άλλως έντονα θρησκεύοντος – ελληνικού λαού, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οδηγούν συχνά τους πιστούς στα μοναστήρια, με τα οποία αναπτύσσουν πολλές και στενές εθιμικές, λειτουργικές και πνευματικές σχέσεις. Με την επίδραση μάλιστα των μοναχών εισάγονται, ή επανεισάγονται, θρησκευτικά ήθη και έθιμα, σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, όπως η συχνή εξομολόγηση και η συχνή μετάληψη, που αναγεννούν, σε κάθε τομέα, την λαϊκή θρησκευτικότητα και την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά του ελληνικού λαού.
Βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη και την διάρθρωση της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας είναι ο φολκλορισμός, που μαζί με τη συμφυή δράση των συλλόγων, για την οποία έγινε λόγος και παραπάνω, προσδιορίζουν τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Ο φολκλορισμός, που ξεκίνησε από τα αστικά κέντρα και έχει επεκταθεί στις παρυφές της ελληνικής επικράτειας, συνίσταται στην αναβίωση παλαιότερων θρησκευτικών και λατρευτικών μορφών, που είχαν πλέον καταστεί ανενεργές, λόγω της αλλαγής των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που τις στήριζαν και τις συντηρούσαν. Στα πλαίσια της φολκλοριστικής δράσης, οι κάθε είδους σύλλογοι αναβιώνουν θρησκευτικά έθιμα και συνήθειες, πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι κάποτε οι αναβιώσεις αυτές βρίσκουν ουσιαστικό λαϊκό έρισμα, ακριβώς λόγω του ότι συνδέονται με ζωντανές πίστεις και ενεργές τελετουργίες, και δεν έχουν τον χαρακτήρα παραστάσεων, αλλά γίνονται ενεργά κομμάτια της λαϊκής θρησκευτικότητας.