Κάποτε ένας νεαρός επισκέφθηκε έναν ερημίτη. Ήθελε να μάθει καί να ρωτήσει πολλά. Τον ξάφνιασε, όμως, η σιωπή τού ερημίτη καί η απροθυμία του να συνεχίσει τη φλύαρη συζήτηση.
Ο νεαρός ενοχλημένος τον ρώτησε μάλλον πειρακτικά:
– Γέροντα, αλήθεια, τι έχετε μάθει από τη ζωή σας στα τόσα χρόνια σιωπής;
Ο γέροντας χωρίς να δώσει απάντηση, έριξε τον κουβά στο παρακείμενο πηγάδι καί τον ανέσυρε γεμάτο όσο πιό βίαια μπορούσε.
-Κοίταξε μέσα στο πηγάδι, είπε στο νεαρό, καί πες μου τι βλέπεις.
Ο νεαρός κοίταξε με προσοχή καί είπε:
-Δυστυχώς δεν μπορώ να δω τίποτα!Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής ο ερημίτης τού ξανάπε:
-Ξανακοίταξε καί πες τώρα τι βλέπεις.
Ο νεαρός απρόθυμα ξανακοίταξε αλλά εκστατικός είπε:
-Βλέπω τώρα το πρόσωπό μου να καθρεφτίζεται στο νερό σαν να ’χω μπροστά μου τον καθρέφτη τού σπιτιού μου!
Ο ερημίτης χωρίς να σταματήσει το κομποσκοίνι τού είπε:
-Είδες, όταν έριξα τον κουβά στο πηγάδι γιά να αντλήσω νερό, εκείνο θόλωσε. Τώρα πού ηρέμησε μπόρεσες να δείς καλά το πρόσωπό σου! Αυτή είναι η εμπειρία της σιωπής: ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του!
Ο νεαρός, αφού πήρε ταπεινά την ευχή τού ερημίτη, επέστρεψε στον πολύβουο κόσμο της καθημερινότητας σοβαρά προβληματισμένος.
Εκ του Γεροντικού