Η έννοια της πνευματικής ζωής
Η ζωή του ανθρώπου γίνεται πνευματική, όταν κατευθύνεται από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όσο ο άνθρωπος περιορίζεται στην κτιστή φύση του, δεν μπορεί να ζήσει πνευματική ζωή.
Όσο στηρίζεται στις δυνάμεις του, στις γνώσεις, τις αρετές και τους οραματισμούς του, παραμένει σαρκικός. Η πνευματική ζωή δεν πηγάζει από τον άνθρωπο. Δεν αποτελεί καρπό των διανοητικών ή ηθικών αρετών ούτε καλλιεργείται με συναισθηματισμούς και υπολογισμούς. Η πνευματική ζωή έχει δυναμικό χαρακτήρα. Πηγάζει από το Θεό, προσφέρεται με τη χάρη του που φανερώθηκε εν Χριστώ και εκδηλώνεται ως καρπός του Αγίου Πνεύματος.
Η πνευματική ζωή του ανθρώπου στηρίζεται στις εξής βασικές προϋποθέσεις: α) Στην «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού δημιουργία του, β) στην εν Χριστώ ανακαίνιση και θέωση της φύσεώς του και γ) στη δυνατότητά του να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Χριστού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος προήλθε από τον Θεό και αυτόν εικονίζει η ύπαρξή του. Το «κατ’ εικόνα» αποτελεί κοινό γνώρισμα όλων των ανθρώπων. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για το «καθ’ ομοίωσιν», που προσφέρεται στον άνθρωπο μόνο ως δυνατότητα. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «πας μεν άνθρωπος κατ’ εικόνα εστί του Θεού, ίσως και ομοίωσιν». (1) Η ομοίωση προς το Θεό δεν επιβάλλεται στον άνθρωπο αναγκαστικά, αλλά αφήνεται στην ελεύθερη διάθεσή του. Η πτώση, ως απομάκρυνση από το Θεό, αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα» και έκανε αδύνατη την ομοίωση προς τον Θεό. Η ενανθρώπηση όμως του Λόγου του Θεού ανακαίνισε και θέωσε την ανθρώπινη φύση. Έτσι άνοιξε και πάλι στον άνθρωπο η οδός της ομοιώσεως προς τον Θεό ή της θεώσεως. Στην οδό αυτή βαδίζει ο πιστός με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιο Πνεύμα δεν ενεργεί ανεξάρτητο ανακαινιστικό έργο, αλλά κάνει τον καθένα μέτοχο στο ανακαινιστικό έργο που συντελέστηκε εφάπαξ εν Χριστώ. Η δωρεά του Χριστού προσφέρεται προσωπικά στον κάθε άνθρωπο. Η θέωση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται και θέωση των επιμέρους προσώπων, για να συγκροτηθεί η «κοινωνία της θεώσεως». Έτσι ο Υιός του Θεού είναι και παραμένει υποστατικά ενωμένος με την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Με τον καθένα όμως από τους πιστούς δεν ενώνεται «καθ’ υπόστασιν», αλλά «κατ’ ενέργειαν και χάριν».
Το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, και όχι από τον Πατέρα και από τον Υιό (Filioque), συγκροτεί τους πιστούς σε κοινωνία προσώπων κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού.
Η συγκρότηση των πιστών σε κοινωνία προσώπων κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού αρχίζει με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Το Βάπτισμα είναι η «άνωθεν» γέννηση, κατά την οποία φωτίζεται το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου και ανοίγει ο δρόμος για το «καθ’ ομοίωσιν». Με το Βάπτισμα προσφέρεται στον άνθρωπο προσωπικά η κοινωνία του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Για να ενεργοποιηθεί όμως η κοινωνία αυτή, απαιτείται η νέκρωση της σαρκικής ζωής και η ένταξη στην καινούρια ζωή, που μυσταγωγεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ενεργοποιείται και η εξουσία που έλαβε ο άνθρωπος να γίνει τέκνο του Θεού (βλ. Ιω. 1:12).
Με το μυστήριο του Βαπτίσματος συνδέεται και το μυστήριο του Χρίσματος. Ενώ το Βάπτισμα εισάγει στην εν Χριστώ ζωή, το Χρίσμα παρέχει την ενέργεια για την πραγματοποίηση της ζωής αυτής.
Το τρίτο κεφαλαιώδες μυστήριο, με το οποίο και ολοκληρώνεται ο σκοπός των δύο προηγούμενων μυστηρίων, είναι η θεία Ευχαριστία.
Με την προσέλευση στη θεία Ευχαριστία ο πιστός γίνεται σύσσωμος και σύναιμος με τον Χριστό και μέτοχος της άφθαρτης και αιώνιας ζωής του. Η ένωσή του με τον Χριστό δεν είναι απλή ηθική ένωση, αλλά οντολογική ανάκραση και ανακαίνιση που καρποφορεί και γίνεται αισθητή ήδη από την παρούσα ζωή.
Για να καρποφορήσει όμως η χάρη των μυστηρίων, απαιτείται η ανθρώπινη συνεργία. Χωρίς τη συνεργία αυτή, η χάρη του Θεού παραμένει ανενέργητη και άκαρπη. Γι’ αυτό και ο πιστός καλείται να καταβάλει όλες τις δυνάμεις του και να συνεργαστεί με την χάρη του Θεού για την ανακαίνιση και τη θέωσή του.
Τα μυστήρια δεν μεταβάλλουν τον άνθρωπο μαγικά, αλλά τον μυούν, δηλαδή τον εισάγουν στην ζωή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όποιος δέχεται τη χάρη των μυστηρίων, καλείται να ζήσει και να φανερώσει στη ζωή του τη ζωή του Χριστού. Στο μέτρο που αφήνει ο άνθρωπος τον εαυτό του στη χάρη του Θεού, στο μέτρο που ζει και συμπεριφέρεται κατά τον τύπο του μυστηρίου, ζει και προκόβει πνευματικά.
Η αυτοπροσφορά του ανθρώπου στη χάρη του Θεού δεν αποτελεί άρνηση της ζωής, αλλά κατάφαση στην καθολική μεταμόρφωσή της που ενεργεί ο Θεός. Δεν σημαίνει περιφρόνηση της χαράς, αλλά αναζήτηση της αληθινής και αναφαίρετης χαράς. Δεν συνεπάγεται φυγή από την πραγματικότητα ή περιορισμό σε μια εφήμερη «πνευματικότητα», αλλά αναφορά στην αιώνια και ακατάλυτη πραγματικότητα, που υπάρχει πίσω από την απατηλή αμεσότητα. Γι’ αυτό και ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ο καρπός της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο, δεν είναι ο αυτοαποκλεισμός, η θλίψη, η ταραχή, η μικροψυχία και τα παρόμοια, αλλά η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η πραότητα, η εγκράτεια (βλ. Γαλ. 5:22).
Για να ζήσει όμως ο άνθρωπος την παρουσία του Θεού και να αισθανθεί την αγάπη του, πρέπει να υποστεί πολλούς πειρασμούς και να υπομείνει μεγάλες ταλαιπωρίες. «Όσοι ζουν εν σαρκική ανέσει ατροφούν πνευματικώς και παραμένουν κλειστοί εις την αγάπην του Χριστού, την θεοπρεπώς περιπτυσσομένην τον κόσμον. Οι τοιούτοι ζουν και αποθνήσκουν μη δυνάμενοι να ανυψώσουν το πνεύμα αυτών εις τον ουρανόν». (2)
Αυτά βέβαια φαίνονται παράδοξα στον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Και είναι φυσικό να φαίνονται παράδοξα, γιατί παράδοξος για τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο φαίνεται και ο ίδιος ο Θεός που δημιούργησε, συνέχει και συντηρεί τα πάντα: «Θεός τοις μεν σωματικώς ορώσιν ουδαμού εστι, πάρεστι γαρ· εν γαρ τω παντί και εκτός του παντός εστιν, εν τούτω και εγγύς εστι τοις φοβουμένοις αυτόν και μακράν από αμαρτωλών η σωτηρία αυτού». (3)
(1) Επιστολή προς Βαρλαάμ 2, 48, Συγγράμματα τ. 1, σ. 287.
(2) Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 31.
(3) Συμεών Ν. Θεολόγου, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά 1, SC 51bis, σ. 40.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή, εκδ. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σ. 22 (αποσπάσματα).