Ο Πάνσοφος Δημιουργός, όταν έπλασε τον άνθρωπο, τον ιδανικό και χωρίς αμαρτίες Πρωτόπλαστο, του ανέθεσε ένα έργο. Να εργάζεται και να φυλάσσει τον Παράδεισο.
Μολονότι χωρίς κόπο απολάμβανε τα αγαθά της Εδέμ, είχε και μια αποστολή. Μετά την πτώση η εργασία ήταν εκείνη που θα συντηρούσε τον άνθρωπο και θα βοηθούσε να ξαναβρεί το Θεό. Μπορεί για εκείνον που μένει μακριά από το Θεό η εργασία να είναι αγγαρεία και δουλεία – δουλειά. Μα γι’ αυτόν που θέλει να έχει καλές σχέσεις με το Θεό είναι χαρά και ευλογία.
Ο Κύριος μέσα στην καινή κτίση, στον καινούριο κόσμο που θεμελίωσε με την παρουσία Του στη γη, κατέστησε σαφή και αυτή την αλήθεια. Όχι μόνο θεωρητικά. Καθώς συνήθιζε, στην πράξη. Με τη ζωή Του. Ο ίδιος εργάστηκε χειρωνακτικά ως την ώρα της βαπτίσεώς Του. Και κατόπιν. Ω, κατόπιν! Κατά την τριετή δημόσια ζωή Του εργάστηκε σκληρά. Με το λόγο Του και τη θαυματουργία Του ακαταπόνητα, «διήλθε ευεργετών και ιώμενος». Θεράπευσε σώματα και ψυχές. Συστηματικά αναλίσκεται στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο. Το διακήρυξε άλλωστε αποκαλύπτοντας ότι ο Θεός Πατήρ αδιάκοπα εργάζεται. «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι». Χωρίς καμία υποχρέωση. Χωρίς κανένας να Τον αναγκάζει. Η αγάπη Του η άπειρη το επέτασσε. Να μη σταματάει εργαζόμενος ως την ώρα της υπέρτατης θυσίας, οπότε “ετελείωσε” το έργο Του επί της γης.
Γι’ αυτό και τους πρώτους στενούς Του συνεργάτες από την εργασία τη σκληρή του ψαρά τους κάλεσε. Με σκοπό πάλι στην εργασία να τους αποστείλει. Και ο ύστερος Απόστολος που αναδείχτηκε ο Πρώτος μετά τον Ένα, ο Απόστολος Παύλος; Αυτός με την πέννα και με τη ζωή του μας έδωσε ένα πρότυπο. Τι μεγαλείο περιέχει αυτός του ο λόγος! «ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται»! (Πραξ. 20:34). Αυτά τα χέρια μου σκληράνθηκαν δουλεύοντας, για να εξασφαλίσω ό,τι είχα ανάγκη εγώ και οι συνεργάτες μου. Με πόση ικανοποίηση έδειχνε αυτά τα ροζιασμένα χέρια του! Ποιος; Εκείνος που αναδείχτηκε ο μεγαλύτερος εργάτης του Πνεύματος και του Πολιτισμού ανά τους αιώνες. Και ετόνιζε «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β’ Θεσ. 3:10).
Οποιαδήποτε εργασία κάνει κανένας του δίνει το αίσθημα της ικανοποιήσεως. Είναι θείο δώρο να μπορεί κανένας να εργάζεται. Για τον εαυτό του και για τους άλλους. Πολύ περισσότερο όταν παίρνει κανένας την εργασία και σαν αποστολή. Σαν θέλημα και εντολή Θεού. Όταν η εργασία – κι η πιο σκληρή ακόμη χειρωνακτική εργασία – συντελεί στο ψυχικό ανέβασμα εκείνου που την εργάζεται και του περιβάλλοντός του. Των συνανθρώπων του. Όταν νοιώθει πως με την εργασία του απεργάζεται την ευημερία της οικογένειάς του και της κοινωνίας καθόλου. Όταν η επαγγελματική του απασχόληση συνοδεύεται από μια προσπάθεια συστηματική για το κοινό καλό. Για την πνευματική καλλιέργεια και την ψυχική ανύψωση του ίδιου και των άλλων. Τότε ακριβώς η εργασία γίνεται ευλογία. Κάθε τίμια εργασία δεν είναι ντροπή. Καύχημα και χαρά είναι για το δουλευτή της.
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Β’ (από την ομιλία “Η ελπίδα της εργασίας”).