Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο «Γέρος του Μωριά», δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για την ανδρεία και τους στρατηγικούς του σχεδιασμούς στην Επανάσταση του Εικοσιένα, αλλά και για την αποφασιστικότητά του στην κρισιμότερη καμπή της Εθνεγερσίας. Όπως είναι γνωστό, μόλις εξερράγη η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, ο Σουλτάνος δεν αρκέστηκε μόνο στην στρατιωτική αντιμετώπιση των ξεσηκωμένων ραγιάδων. Χρησιμοποίησε την εξουσία του και με άλλον τρόπο, για να εμποδίσει την εξάπλωση της «φωτιάς». Με απειλές και με υποσχέσεις προς το τμήμα του πληθυσμού, που αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την εξέγερση και εξέφραζε επιφυλάξεις για την επιτυχή έκβασή της. Κουβαλούσαν άλλωστε τις οδυνηρές μνήμες των προηγούμενων αποτυχόντων επαναστατικών κινημάτων, αλλά και τον φόβο να υποβληθούν πάλι όλοι ανεξαιρέτως, στασιαστές και αμέτοχοι, στο ίδιο «λουτρό» αίματος.
Θέλοντας, λοιπόν, ο Σουλτάνος να αποτρέψει την προσχώρηση στους επαναστάτες και άλλων ραγιάδων, αλλά και να δώσει την ευκαιρία να ξανασκεφτούν την απόφασή τους όσοι από αυτούς είχαν ήδη σηκώσει τα άρματα εναντίον του, έδωσε εντολή στους κατά τόπους πασάδες να ανακοινώσουν στους κατοίκους της περιφερείας τους το φιρμάνι του.
Στο εν λόγω φιρμάνι ο Σουλτάνος, αφού πρώτα υπογράμμιζε τη βεβαιότητά του ότι και αυτή η Επανάσταση θα αποτύχει, όπως απέτυχαν και όλες οι προηγούμενες, οι δε επαναστάτες θα υποστούν την ίδια σκληρή τιμωρία με τους κατά καιρούς στασιαστές εναντίον του, γνωστοποιούσε την απόφασή του να μην είναι αυτή τη φορά εκδικητικός προς όλους ανεξαιρέτως, όπως έγινε στους προηγούμενους ξεσηκωμούς που έκαψε χωριά ολόκληρα και έσφαξε όλους τους κατοίκους τους, ακόμη και εκείνους που δεν είχαν επαναστατήσει. Προϋπόθεση όμως της μεγαλοψυχίας του προς τους αμέτοχους της Επανάστασης και προς εκείνους που παρασύρθηκαν και πήραν τα όπλα εναντίον του ήταν η υπογραφή εκ μέρους αυτών δήλωσης υποταγής στην εξουσία του Σουλτάνου. Η σχετική δήλωση δεν θα έσωζε μόνο τη ζωή και το βιός όσων την υπέγραφαν, άλλα και θα τους απέφερε τα υλικά οφέλη που θα τούς έδινε ο «πολυχρονεμένος» αφέντης ως ανταμοιβή για την πράξη τους χορηγώντας, μάλιστα, σε αυτούς προς επιβεβαίωση της αποδοχής της δήλωσής τους το σχετικό «συγχωροχάρτι», το λεγόμενο «ραϊ-μπουγιουρντί».
Έτσι προέκυψαν οι «προσκυνημένοι». Πολλοί από αυτούς δεν αρκέστηκαν μόνο στην υπογραφή της δήλωσης υποταγής. Αλλαξοπίστησαν κιόλας, για να κάνουν πιο πειστική τη δήλωσή τους προς τον Σουλτάνο. Όλοι οι «προσκυνημένοι» ήσαν οι «Εφιάλτες» της Εθνεγερσίας. Ανθρωπάκια που δεν τους έγνοιαζε η σωτηρία της πατρίδος, αλλά η διαφύλαξη του σαρκίου τους και της φαμελιάς τους, για να μπορούν να απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά που είχαν και όσα άλλα ακόμη θα τους έδινε ο Σουλτάνος. Άλλοι θυσίαζαν τη ζωή τους για την πίστη και την πατρίδα και αυτοί έκαναν υποκλίσεις στον Σουλτάνο, για να μη την χάσουν.
Όταν λοιπόν μαθεύτηκε ότι πολλοί από τους κατοίκους των επαναστατημένων περιοχών άρχισαν να υπογράφουν τις σχετικές δηλώσεις που τούς ζητούσε ο Σουλτάνος, άστραψε και βρόντηξε ο «Γέρος του Μωριά» από τον θυμό του, που πήρε τη μορφή της γνωστής οργισμένης απειλής του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»! Και δεν έμεινε στα λόγια η απειλή αυτή. Έγινε πράξη, αφού ο Κολοκοτρώνης έκαψε τα σπίτια πολλών «προσκυνημένων» και σκότωσε αρκετούς από αυτούς, για να περάσει τα μηνύματά του σε όλους τους επίδοξους «Εφιάλτες» ότι, πριν προλάβουν να σκύψουν και να προσκυνήσουν τον Σουλτάνο, θα έπρεπε να γλιτώσουν πρώτα από τα χέρια του. Η αποφασιστικότητα και η σκληρότητα που έδειξε ο Κολοκοτρώνης στο φαινόμενο των «προσκυνημένων» έσωσε πργματικά την Επανάσταση.
Όπως λέει ο ίδιος ο «Γέρος του Μωριά» στα απομνημονεύματά του, που τα έγραψε καθ’ υπαγόρευσή του ο Γεώργιος Τερτσέτης, ένας εκ των δικαστών του στη δίκη-παρωδία του Ναυπλίου το 1834, ποτέ δεν φοβήθηκε για την πατρίδα, παρά μόνο την ώρα του «προσκυνήματος» που είχε ενσκήψει σαν επιδημία και απειλούσε την Επανάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, την αποφασιστικότητα του Κολοκοτρώνη στο ζήτημα των «προσκυνημένων», την αντέγραψε ένα περίπου αιώνα αργότερα ο Γάλλος Πρωθυπουργός Κλεμανσώ, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν δίστασε να διατάξει τον επί τόπου τυφεκισμό ενός ολοκλήρου λόχου, όταν παρουσιάστηκε το φαινόμενο της λιποταξίας πολλών Γάλλων στρατιωτών, οι οποίοι πετούσαν τα όπλα τους και έφευγαν από την Πρώτη Γραμμή του πολέμου.
Όπως η στάση του Κολοκοτρώνη απέναντι στους «προσκυνημένους» έσωσε την Επανάσταση του Εικοσιένα, έτσι και η σκληρότητα του Κλεμανσώ απέναντι στους λιποτάκτες έσωσε το γαλλικό μέτωπο από την κατάρρευσή του και στο τέλος ανέδειξε τη Γαλλία νικήτρια του πολέμου.
Σήμερα δεν είμαστε στα όπλα με την Τουρκία. Ούτε με κανένα από τους άσπονδους «φίλους» μας, παρά τα αλλεπάλληλα «casus belli» που απευθύνει εναντίον μας ο «Σουλτάνος». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν βρισκόμαστε σε πόλεμο με κανένα από τους εχθρούς μας, επειδή δεν διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ μας. Όταν δεν βολεύει στη σημερινή συγκυρία η ένοπλη σύγκρουση, τον πόλεμο εναντίον εκείνου που θέλεις να βλάψεις τον κάνεις με την πολιτική που ακολουθείς εναντίον του. Άλλωστε αυτός είναι ο ορισμός της πολιτικής: η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Με αυτά τα δεδομένα, όπως τότε την εποχή του Κολοκοτρώνη υπήρχαν «προσκυνημένοι», έτσι και σήμερα συναντάει κάποιος πολλούς από αυτούς, σε αντίστροφη όμως λειτουργία από εκείνη που επιτελούσαν οι «προσκυνημένοι» κατά την Εθνεγερσία.
Τότε αυτοί οι οσφυοκάμπτες προ των Οθωμανών τυράννων προσπαθούσαν να μάς εμποδίσουν να ξεφύγουμε από τα δεσμά του Σουλτάνου. Σήμερα οι «προσκυνημένοι» στα σχέδια της Νέας Τάξης πραγμάτων, που απεργάζεται την αλλοτρίωση και δι’ αυτής την εξαφάνιση του Ελληνισμού, προσπαθούν να μας εμποδίσουν να απολαύσουμε την ελευθερία που μας κληροδότησαν οι προπάτορές μας του Εικοσιένα με όλα τα αξιακά φορτία της παρακαταθήκης τους που μας άφησαν. Αν κοιτάξουμε το θεωρητικό θεμέλιο των «προσκυνημένων» στις δύο εποχές, θα δούμε ότι είναι διαφορετικό. Τότε ήταν ο ραγιαδισμός τους. Σήμερα είναι ο εθνοκτόνος προοδευτισμός τους, όταν δεν κρύβεται πίσω από αυτόν κάποια άδηλη εκ πρώτης όψεως ιδιοτέλεια. Κοινό βέβαια στοιχείο που συνδέει τους «προσκυνημένους» διαχρονικά από τότε μέχρι σήμερα είναι η υποστήριξη των μουσουλμάνων. Τότε για να παραμείνουν ως δυνάστες μας εντός των τειχών και σήμερα, για να μπορέσουν να εισέλθουν και πάλι εντός αυτών, καμουφλαρισμένοι όμως τώρα οι επίδοξοι νέοι κατακτητές μας ως ικέτες φιλοξενίας.
Το σύνθημα του Κολοκοτρώνη «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο. Έχει όμως άλλο περιεχόμενο, άφου άλλαξε πια η μορφή του πολέμου, στο πλαίσιο του οποίου ακούσθηκε για πρώτη φορά. Η σχετική απειλή που περικλείει το σύνθημα αυτό δεν στρέφεται σήμερα κατά της ζωής και των αγαθών των «προσκυνημένων», όπως πιστεύουν κάποια ακραία στοιχεία. Δεν έχει άλλωστε ούτε νόημα ούτε βάση στην σημερινή δικαιοκρατούμενη πολιτεία μας. Είναι μια διαρκής, ανυποχώρητη και προπαντός ειρηνική αντίσταση σε όλους τους «προσκυνημένους». Όπου κι’ αν τους συναντήσει κανείς. Στην καθημερινότητα ή σε μέρες γιορτινές. Μπροστά στην κάλπη ή μακριά από αυτήν. «Προσάναμα» της «φωτιάς» του συνθήματος είναι η αταλάντευτη στάση και η σκληρή κριτική.
Αυτή μόνο μπορεί να «κάψει» τον λόγο, την πολιτική και τα σχέδια των «προσκυνημένων». Αντίστοιχα το «τσεκούρι» του Κολοκοτρώνη, που πρέπει να το έχουν στο «ζωνάρι» τους όσοι γνοιάζονται αληθινά για την Πατρίδα, είναι αυτό που αφοπλίζει σήμερα τους «προσκυνημένους» και «τεμαχίζει» τις φιλοδοξίες τους να σκοτώσουν για λογαρισμό των αφεντάδων τους την παραδοσιακή Ελλάδα. Την Ελλάδα της ιστορίας μας και της ψυχής των Αγωνιστών του Εικοσιένα. Την Ελλάδα της καρδιάς μας.