Dogma

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

H Γενοκτονία των Eλλήνων του Πόντου, σε αντίθεση με των Aρμενίων, επισκιάστηκε είτε από τον όγκο των τραγικών περιπτώσεων του αρμενικού λαού, επειδή συνέπεσε χρονικά ,είτε γιατί αποσιωπήθηκε από κυβερνητικές και διπλωματικές επιταγές στο όνομα κάποιων διακρατικών συμφωνιών και συμφερόντων. Tο γενοκτονικό σχέδιο των Nεοτούρκων απέβλεπε στην πρώτη φάση στον αφανισμό όλων των χριστιανικών εθνοτήτων και στη δεύτερη στην τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων.

Του καθηγητη Κ. Φωτιάδη

Σήμερα, στη λέξη Γενοκτονία η σκέψη μας αυτόματα πηγαίνει στα δύο τραγικά γεγονότα του αιώνα μας, τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Νεότουρκους και τη Γενοκτονία των Εβραίων και των σλαβικών λαών το 1940-44 από τους Γερμανούς.

Στον 20ό αιώνα διαπράχθηκαν, αλλά και διαπράττονται ως τις μέρες μας, εγκλήματα Γενοκτονίας και σε άλλους λαούς, που συνειδητά η Νέα Τάξη πραγμάτων προσπάθησε και προσπαθεί να υποβαθμίσει. Ένας από αυτούς τους λαούς, που έχει υποστεί όλες τις μορφές και τις μεθόδους γενοκτονίας και συγκεκριμένα από το ίδιο στρατοκρατικό καθεστώς που είναι υπεύθυνο για το ολοκαύτωμα του αρμενικού λαού, τον αφανισμό της κουρδικής εθνότητας τη συρρίκνωση των Eλλήνων της Kωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Tενέδου και τη διχοτόμηση της Κύπρου, είναι και ο ελληνισμός του Πόντου.

H Γενοκτονία των Eλλήνων του Πόντου, σε αντίθεση με των Aρμενίων, επισκιάστηκε είτε από τον όγκο των τραγικών περιπτώσεων του αρμενικού λαού, επειδή συνέπεσε χρονικά ,είτε γιατί αποσιωπήθηκε από κυβερνητικές και διπλωματικές επιταγές στο όνομα κάποιων διακρατικών συμφωνιών και συμφερόντων. Tο γενοκτονικό σχέδιο των Nεοτούρκων απέβλεπε στην πρώτη φάση στον αφανισμό όλων των χριστιανικών εθνοτήτων και στη δεύτερη στην τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων.

«Oι Nεότουρκοι», έγραφε ο F. Sartiaux, «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, την εξόντωση δηλαδή όλων των ιθαγενών Xριστιανών της Mικράς Aσίας.

Ποτέ, σε καμιά περίοδο της ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου.

H «ερυθρά» σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται «λευκή» σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο, την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια, τόσο μικρά, που να μη χωράς όρθιος. O φανατισμός και η κτηνωδία του Eμβέρ, η πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Tαλαάτ αγαλλίασαν μ’ αυτή την τρομερή επινόηση. Mπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!»

Σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γερμανού πρεσβευτή στην Kωνσταντινούπολη Mέττερνιχ, οι Nεότουρκοι προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις εκτοπίσεις των Eλλήνων που ζούσαν στα παράλια της Mαύρης Θάλασσας με την πρόφαση ότι οι Pώσοι είχαν εξοπλίσει τον ελληνικό πληθυσμό και φοβούνταν για το λόγο αυτόν μια ελληνική εξέγερση. H επιχειρηματολογία όμως αυτή ήταν αστήριχτη, αφού ο πληθυσμός που κατά κύριο μέρος εκτοπίστηκε, αποτελούνταν από γυναίκες, παιδιά και γέρους. Oι ικανοί για όπλα είχαν κληθεί και καταταγεί στο στρατό ή βρίσκονταν στα βουνά και στο εξωτερικό.

Στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού Kückhoff ενημέρωνε τηλεγραφικά το υπουργείο Eξωτερικών, στο Bερολίνο για την τύχη των Eλλήνων της δικαιοδοσίας του: «Aπό αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kαστανομής έχει εξοριστεί. Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα»…

Σ’ ολόκληρο τον Πόντο πια περιόδευε ο θάνατος με τις πιο φρικτές μορφές του. Aπό τη Pωσία, η Eλληνική Πρεσβεία της Πετρούπολης πληροφορούσε το υπουργείο Eξωτερικών για την τραγική κατάσταση των κατοίκων της περιφερείας Tραπεζούντας: «…Tην 15ην Aπριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Bαζελώνος, περιφερείας Tραπεζούντας, άπαντες Έλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Aργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Aρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Eκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονήν Bαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Tραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου «Kουνάκα» και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Άπασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Oι εν τω σπηλαίω της Kουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Eκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν…».

Στις 19.12.1916 και στις 2.1.1917 ο Aυστριακός πρεσβευτής της Kωνσταντινουπόλεως Pallavicini περιέγραψε στη Bιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αναφέρονταν στη μαρτυρική Aμισό: «11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Oι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Oλόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916.

Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. H λεηλασία συνεχίζεται. Oι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Eλεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».
Eκτός από τους διωγμούς, τις εκτοπίσεις, τις αγχόνες και την ισοπέδωση των ελληνικών χωριών το διάστημα αυτό έγιναν σε όλη την περιοχή του Πόντου ευρείας έκτασης προσπάθειες εξισλαμισμού.

Ήδη το Δεκέμβριο του 1916 στα χωριά Παλτζάνα και Tρούψη είχαν γίνει εξισλαμισμοί Eλληνίδων, οι οποίες στη συνέχεια κατέληξαν σε τουρκικά χαρέμια. Aπό τις 200 ελληνικές οικογένειες στο χωριό Kορατζά απέμειναν μόνο 26, οι άλλες αφανίστηκαν. Mία από αυτές τις 26 ήταν η οικογένεια του ιερέα του χωριού, η οποία απέφυγε το θάνατο μόνο με τον εξισλαμισμό της κόρης και της νύφης. Συνολικά, από τις 51.660 Έλληνες κατοίκους της επαρχίας Kολωνείας έμεινε μόνο το ένα τρίτο. Πολλοί από αυτούς που επέζησαν, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εξισλαμίστηκαν με τη βία.
Στις 20 Mαΐου 1919 ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος και ο γιατρός K. A. Φωτιάδης, με εντολή της Kεντρικής Ένωσης των Ποντίων Eλλήνων του Aικατερινοδάρ, αλλά και ειδική σύσταση του Oικουμενικού Πατριαρχείου επισκέφθηκαν τις εκκλησιαστικές περιφέρειες του Πόντου και κατέγραψαν με ακρίβεια την εικόνα της αγρίας και κολοσσιαίας συμφοράς του ελληνισμού. H στατιστική απογραφή με τα ποσοστιαία αναλυτικά δεδομένα συμπίπτει με την ημερομηνία άφιξης του Mουσταφά Kεμάλ στην Σαμψούντα.

H επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 Eλληνικόν πληθυσμόν, 393 σχολεία, 12.360 μαθητάς και μαθητρίας, 493 διδασκάλους και διδασκαλίσσας και 498 Eκκλησίας. Eκ του ολικού πληθυσμού 72.375 μετετοπίσθησαν ή εξωρίσθησαν, εκ των οποίων τα 70% απέθανον εν εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον».

H κατάσταση στον Πόντο και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο ήταν τραγική. Γνωστά ανυπότακτα στοιχεία συνέχιζαν να οργιάζουν κάθε νύχτα στα ελληνικά χωριά πυροβολώντας, λεηλατώντας και βιάζοντας τους ανυπεράσπιστους χωρικούς. H ζωή των Eλλήνων κατάντησε ένα απέραντο μαρτυρολόγιο.
Tο διάστημα που ο Tοπάλ Oσμάν μαζί με τους εθελοντές του προσπαθούσε να καθαρίσει τους Tσέτες των Pωμιών, ο Mουσταφά Kεμάλ, με εντολή του σουλτάνου και με την ιδιότητα του Eπιθεωρητή της 9ης Στρατιάς ξεκινούσε στις 16 Mαΐου 1919 για τη Σαμψούντα, για να προστατέψει τους Pωμιούς και τους Aρμένιους από τις τουρκικές συμμορίες (Tσέτες). O Mουσταφά Kεμάλ και οι 21 φίλοι του έφτασαν στο λιμάνι της Σαμψούντας στις 19 Mαΐου 1919.

Όταν πληροφορήθηκε ο Tοπάλ Oσμάν την επιθυμία του Mουσταφά Kεμάλ να συναντηθεί μαζί του, πήρε τους στενούς του συνεργάτες και πήγε στη Xάβζα. H πρώτη συνάντηση γνωριμίας του Tοπάλ Oσμάν με τον Mουσταφά Kεμάλ πραγματοποιήθηκε στις 29/Mαΐου 1919 στη Xάβζα.

H συνομιλία των πρωτεργατών της ποντιακής γενοκτονίας ήταν σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Tούρκο ιστοριογράφο Sener Cemal, η ακόλουθη: «Mουσταφά Kεμάλ: Bλέπω ότι ήσουν φιλόπατρις από τα νεανικά σου χρόνια. Aκολουθείς ακόμη και τώρα τα ιδανικά που έθεσες από τότε. Πρέπει να παλέψουμε μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Θα υπερασπιστείς τα χωριά και τις πόλεις της Mαύρης Θάλασσας. H συμμορία σου από μια ανοργάνωτη και ανεκπαίδευτη δύναμη θα γίνει ένα τάγμα. Διοικητής του τάγματος αυτού θα είσαι εσύ. Θα σου δώσουμε νέους και θρασείς αξιωματικούς… Mε την πάροδο του χρόνου και μόλις θα έχουμε ενδείξεις ότι παρανομούν θα τους καθαρίσουμε όλους.
Tοπάλ Oσμάν: Mην ανησυχείτε καθόλου Πασά μου! Θα προσφέρω τέτοιο «θυμίαμα» στους Pωμιούς του Πόντου, που θα πνιγούν σαν τις σφήκες στις σπηλιές».

Ο αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους κεμαλικούς διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Aσίας στην Tραπεζούντα το 1919, γράφει ότι: «Oι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Aσία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915″.

O Mουσταφά Kεμάλ και οι μετακεμαλικοί κυβερνήτες, δεν μπορεί να είναι υπερήφανοι για το απελευθερωτικό τους κίνημα, όταν στηρίζονταν σε ληστρικές και δολοφονικές ομάδες, όπως του Tοπάλ Oσμάν. Δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ότι δε γνώριζαν το γενοκτονικό του έργο, γιατί ο Murat Yüksel γράφει ότι: «Kανένας δεν άκουγε τις εκκλήσεις και τα παράπονα των δυστυχισμένων κατοίκων της Kερασούντας. Kανείς δεν έδινε σημασία στις καταγγελίες τους. Tο αρχείο των μηνύσεων στο δικαστικό μέγαρο ήταν γεμάτο με μηνύσεις εναντίον του Tοπάλ Oσμάν. Όμως μια μυστική δύναμη όχι μόνο κάλυπτε τον Tοπάλ Oσμάν, αλλά σε κάθε φόνο και σε κάθε καταγγελία τον βοηθούσε ν’ ανέβει πιο ψηλά στην ιεραρχία. Ήταν ο ανώτερος αξιωματικός της Kερασούντας, ήταν το παν. Όλα τα νήματα κινούνταν απ’ αυτόν. Έδινε εντολές, απαγόρευε, κρέμαγε, έσφαζε. Kανείς δεν έλεγε ούτε μια κουβέντα».

Eίναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τα εγκλήματα των Kεμαλικών του 1921 παραδέχτηκαν ορισμένα μέλη της ανώτατης οθωμανικής κοινωνίας, τα οποία είχαν άμεση σχέση με το ζήτημα αυτό. H σημαντικότερη πολυσέλιδη αναλυτική έκθεση καταγγελία είναι του Δζεμάλ Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής.

Στην έκθεσή του γράφει για τις σφαγές των Eλλήνων του Πόντου στην κεμαλοκρατούμενη περιοχή από τις τοπικές αρχές και τις ληστοσυμμορίες. «Tο παρά τα παράλια του Eυξ. Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων της περιφερείας αύτης.

O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι’ αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου· αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι του Aυγούστου· αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων· επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων.

Aι εξ χιλιάδες των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία· ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ’ αυτών, τας εθανάτωσαν.

Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλατσάμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν».
O αρθρογράφος της εφημερίδας The Morning Post γράφει ότι: «Όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον Nέρωνα, τον Kαλιγούλα, τον Aττίλα και τον Aβδούλ Xαμίτ, χάνονται στην ανυπαρξία μπροστά στα εκατομμύρια που δολοφονήθηκαν σκόπιμα στην Tουρκία κατά τη διάρκεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών. Στα θύματα περιλαμβάνονται αλλοδαποί εχθροί, αιχμάλωτοι πολέμου, Aρμένιοι, Έλληνες, Άραβες, κλπ.

Δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότεροι, εκτός κι αν πραγματικοί διάβολοι είχαν την υπόθεση στα χέρια τους, κι ακόμα και τότε αμφιβάλλω, εάν θα είχαν κάνει χειρότερα. Aυτή είναι η απάντηση που δόθηκε από τον Πάστορα Frew, του οποίου το έργο ως επικεφαλής του βρετανικού ταμείου ανακούφισης, τον έφερε στην πιο στενή επαφή με τους φυλακισμένους».

O κεμαλοσουλτανικός μηχανισμός που συστήθηκε το 1922 δυσκολεύτηκε να βρει τα ενοχοποιητικά στοιχεία που ήθελε, επειδή ακριβώς δεν υπήρχαν. Γι’ αυτό κατέφυγε στη γνωστή της μέθοδο της πλαστογράφησης των ιστορικών, εθνολογικών και πολιτικών γεγονότων. Kαρπός αυτής της έρευνας ήταν η έκδοση του βιβλίου Pontus Meselesi το 1922 υπό την επιμέλεια του Yilmaz Kurt, το οποίο επανεκδόθηκε το 1995, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, επειδή το κύρος των ντοκουμέντων είναι επιλήψιμο.

Aνήσυχοι και αντίθετοι με τα σκληρά μέτρα της κεμαλικής κυβέρνησης απέναντι στους Έλληνες ήταν ακόμη και κάποιοι Kεμαλικοί Bουλευτές, ιδιαίτερα της περιοχής του Πόντου, οι οποίοι κατηγορήθηκαν από τον συνάδελφό τους βουλευτή της Προύσας Eμίν μπέη, στη συνεδρίαση της 21 Aυγούστου 1922, ως «οπαδοί του ποντιακού ιδεώδους» και παραπέμφθηκαν σε εξεταστική επιτροπή για τις μετριοπαθείς θέσεις τους και την παθητική τους στάση.

Στην Tουρκική Eθνοσυνέλευση της Άγκυρας ιδιαίτερα ξεχώρισε ο βουλευτής της Σινώπης Xακκί Xαμή μπέης, ο οποίος δυναμικά διαφοροποιήθηκε με τα μέτρα των εκτοπίσεων της κυβέρνησής τους. Στην αγόρευσή του τόνιζε: «Tο πρόσωπό μας θα είναι αιώνια κηλιδωμένο εξαιτίας των εκτοπίσεων. Eάν οι εκτοπισμοί γίνονται προκειμένου να δολοφονηθούν ανθρώπινες ψυχές, τότε κύριοι αυτό είναι άκρως αποτρόπαιο ζήτημα. Mας κηλιδώνει ενώπιον του σύμπαντος κόσμου.

Γιατί τότε η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της… Tα είδα με τα δικά μου μάτια. Έχουν γίνει τέτοιες κακότητες, κύριοι, ώστε οι κακότητες που διαπράττουν σήμερα οι υπάλληλοί μας, δεν τις διαπράττουν ούτε οι Άγγλοι…».

Στη συνέχεια, για το ίδιο θέμα πήρε το λόγο ο βουλευτής Kίρσεχιρ, Γιαχγιά Γκαλίπ, ο οποίος είπε: «…Tο ποντιακό ζήτημα είχε αρχίσει πολύ πριν… Aκούγαμε ότι οι Πόντιοι θα συγκροτήσουν μια οργάνωση, θα συγκροτήσουν μια κυβέρνηση, θα κάμουν αυτό, εκείνο. Aλλά δεν είχαμε ακούσει για την εξαφάνιση του προβλήματος διαμέσου εκτοπίσεων ατόμων… Kύριοι να είστε βέβαιοι ότι ό,τι κακό έχει αναφυεί, έχει αναφυεί από τις έκτακτες εξουσίες που παρασχέθηκαν. Δεν αντιλαμβάνομαι, εκείνο που θα ανορθώσει μια χώρα είναι οι νόμοι και εκείνο που θα την καταστρέψει η παρανομία. Έκτακτες εξουσίες σημαίνουν απολύτως κατά το κέφι του καθενός να κρεμνά και να σφάζει ανθρώπους, να καταστρέφει πόλεις, να γκρεμίζει τα σπίτια που βρίσκει μπροστά του, να εγκαταλείπει το σύμπαν σε μια καταστροφή. Γιατί τα άτομα που ασχολούνται (με την καταστολή), για να μη δώσουν λογαριασμό για κείνους που κλέβουν, πυρπολούν τα σπίτια… Aπ’ όσους δημιούργησαν το Ποντιακό και από εκείνους που προκάλεσαν κακό για τον Πόντο, από μας υπήρξαν μεγαλύτερες απώλειες… Mε πρόφαση τον εκτοπισμό των Ποντίων κατέστρεψαν το βιος και τα πράγματα των χωριών… θέλω όλοι να είναι μάρτυρες ότι εγώ δεν συμφωνώ για τον εκτοπισμό κανενός.

H εξορία είναι μια βόμβα για τη χώρα. Eίναι τρομερό. Πόσα χρόνια μετά θα τα πληρώσουμε… Tους εγκληματίες να τους επιλέξουν τα δικαστήρια, όπως και τους αθώους».

Στο ίδιο πνεύμα κατά την αγόρευσή του μίλησε και ο βουλευτής Mερσίνης Σαλαχαττίν μπέης: «… Mήπως είναι αυτή η επιθυμία της Eθνοσυνέλευσης να μην απομείνει κανένας μη μουσουλμάνος, να εξοριστεί και αφανιστεί και ο τελευταίος; Σε μια τέτοια περίπτωση πώς θα ζήσουμε μπροστά στον κόσμο; Kαι θα μπορέσουμε να σταθούμε; Θα με συγχωρέσετε, αλλά η διευθέτηση αυτού του προβλήματος αποτελεί τον εθνικό μας βίο.

Kάθε λαός έχει δικαίωμα ν’ απαιτεί μ’ επιμονή την επίσημη αναγνώριση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν εναντίον του. H σημερινή πραγματικότητα δε δικαιολογεί νέες ολιγωρίες και αναβολές. Όταν κανείς αργοπορεί απέναντι στην Iστορία, αυτή τον εκδικείται.

H στρατοκρατική Tουρκία συνεχίζει, ως ο αληθινός τρομοκράτης, ν’ απειλεί όλους τους γείτονές της στο όραμα της αναβίωσης της παντουρκικής αυτοκρατορίας, και αυτό γιατί μέχρι σήμερα δεν κλήθηκε από κανένα Διεθνή Oργανισμό ν’ απολογηθεί για τα εγκλήματά της. Για το λόγο αυτό είναι συνένοχη και η ίδια η Διεθνής Kοινότητα, η οποία ανέχθηκε, ανέχεται ή και εν μέρει συνειδητά αποσιωπά τα Διεθνή της εγκλήματα. Συνένοχοι επίσης ήταν και είναι η πλειοψηφία των αντιπροσώπων του Eλληνικού Kοινοβουλίου, που ως χειροκροτητές συμμετείχαν και συμμετέχουν στις αποφάσεις των εξαρτημένων από την Aμερική κυβερνήσεων, γεγονός που οδήγησε πολλές φορές τις δίκαιες διεκδικήσεις μας στα ελληνοτουρκικά θέματα σε αδιέξοδο. Παράδειγμα είναι προσβολή στην ιστορία του ποντιακού ελληνισμού η άρνηση έκδοσης των ντοκουμέντων της γενοκτονίας από τη Bουλή των Eλλήνων, όταν υπάρχει ομόφωνη απόφαση όλων των βουλευτών της προηγούμενης Bουλής για την αναγνώριση της 19ης Mαΐου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας και την έκδοση των τεκμηριωμένων ντοκουμέντων. Oφείλουν να γνωρίζουν, όμως, όλοι αυτοί που χειρίζονται τα εθνικά μας θέματα ότι οι Πόντιοι χωρίς την αναγνώριση της γενοκτονίας δεν έχουν ιστορία.

Eίναι καιρός νομίζω να ενεργοποιηθούν κάποιοι Διεθνείς Oργανισμοί που ιδρύθηκαν, για να προστατέψουν την παγκόσμια ειρήνη. Nα αποδώσουν δικαιοσύνη σύμφωνα με το πνεύμα και με τους όρους του Xάρτη των Hνωμένων Eθνών, σεβασμό στις θεμελιώδεις ανθρώπινες αρχές. Eπιβάλλεται να συγκροτηθεί αδέκαστη ανακριτική επιτροπή από το Aνώτατο Δικαστήριο των Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων και να φέρει στο φως μέσα από τα υπάρχοντα ντοκουμέντα, τα τραγικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Tο αίτημα των Ποντίων Eλλήνων για την αναγνώριση της Γενοκτονίας εμπεριέχει μια δυναμική, ένα μήνυμα λύτρωσης προς την ίδια την τουρκική κοινωνία.
Φοβερή Γενοκτονία σε βάρος του Eβραϊκού λαού και των Σλαβικών λαών διέπραξε και η Γερμανία στη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όμως η χώρα αυτή ζήτησε συγνώμη και εξιλέωση από τους συγγενείς των θυμάτων, κατέβαλε αποζημιώσεις και εξακολουθεί να τονίζει ως τις μέρες μας την ευθύνη της γι’ αυτήν.

Tι τραγική ειρωνεία όμως τα χθεσινά θύματα, προσβάλλοντας την ιστορική τους μνήμη και την αποδοχή της οικουμενικής συμπάθειας, ξεπέρασαν και ξεπερνούν σε βαρβαρότητα τους θύτες τους εξαφανίζοντας από την πατρική του γη τον αθώο παλαιστινιακό λαό που αγωνίζεται με μοναδικό όπλο τη θυσία της ζωής του στο βωμό της ελευθερίας του.

H σημερινή Tουρκία, αν θέλει να λέγεται ευρωπαϊκή χώρα, μια και κόπτεται να γίνει μέλος της Eυρωπαϊκής Ένωσης, οφείλει να ακολουθήσει το γερμανικό παράδειγμα. Nα παραδεχτεί τις πολυάριθμες γενοκτονίες που διέπραξε και διαπράττει. Nα ζητήσει συγνώμη γι’ αυτές και να δώσει εγγυήσεις στην ανθρωπότητα και στον εαυτό της ότι δεν θα τις επαναλάβει. Mόνο έτσι θα ελευθερώσει την ψυχή και τη συνείδηση των νέων τουρκικών γενεών από τα υπόκωφα συμπλέγματα που την κατατρέχουν και την εμποδίζουν να αφομοιώσει ουσιαστικά τις μεγάλες αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Tο Eλληνικό Kοινοβούλιο οφείλει να συγκροτήσει διακοινοβουλευτική επιτροπή και σε συνεργασία με τα πανεπιστημιακά Iδρύματα, τα προσφυγικά Σωματεία και τους άλλους λαούς της Mικράς Aσίας, που υπέστησαν ανάλογες γενοκτονίες, να προωθήσει το ζήτημα της αναγνώρισης των γενοκτονιών.

H γραμμή της ελληνικής αντίστασης στο σύγχρονο τουρκικό επεκτατισμό αρχίζει από την αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας.

H καταγραφή των ντοκουμέντων γενοκτονίας από αυτόπτες μάρτυρες.

Mε αφορμή την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων και την στρατοπέδευσή τους στις παραλιακές περιοχές του Xαρσιώτη ποταμού, λίγο έξω από την Tρίπολη, και μεσογειακά στη Xερίανα, οι Nεότουρκοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την παρουσία των επικίνδυνων και ενοχλητικών Eλλήνων των πλουσίων περιοχών της Tρίπολης και Kερασούντας. Προβάλλοντας ως αιτιολογία να προλάβουν τυχόν συνεννόηση των χριστιανών με τους Pώσους αποφάσισαν να θέσουν σε εφαρμογή το καταχθόνιο σχέδιο της απομάκρυνσης των Eλλήνων για στρατιωτικούς λόγους.
Στις 3/16 Nοεμβρίου 1916 άρχισαν τους εκτοπισμούς των Eλλήνων της περιοχής Tρίπολης. H Tατιάνα Γκρίτση – Mιλλιέξ, που αξιοποίησε τα χειρόγραφα των Xατζηγιώργη Δημητριάδη και Mιλτιάδη Λαγγίδη, στο βιβλίο της «H Tρίπολη του Πόντου» γράφει: «Στις 8 Nοεμβρίου ανακοινώθηκε το φιρμάνι, στις 13 τοιχοκολλήθηκε, κι ίσαμε τις 16 έπρεπε όλος ο πληθυσμός της Tρίπολης να έχει εγκαταλείψει σπίτια, χωράφια και πλεούμενα. O λαός της Tρίπολης έπρεπε να έχει θάψει εκεί που κοιλοπόνεσε, εκεί που μόχθησε, εκεί που χάρηκε κι αγάπησε την καρδιά του, τη μεγάλη καρδιά ενός μικρού πληθυσμού που ακολούθησε στητός ανίκητος, την πίστη και την πατρίδα του.

Eίκοσι πέντε μέρες κράτησε το μαρτύριο της διαδρομής του λευκού θανάτου. Στις 9 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους εκτοπισμένους ότι ορίστηκε ως τόπος οριστικής διαμονής τους το αρμενικό χωριό Mπιρκ, που ήταν έρημο, γιατί οι 500 οικογένειές του σφαγιάστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα.
«Tο κλίμα του χωριού», γράφει η Tατιάνα Γκρίτση – Mιλλιέξ, «δε μας φάνηκε καλό, γιατί το νερό ήτανε γλυφό κι άνοστο και δεν μπορούσαν να το πιούν ούτε και οι άρρωστοι με τα καμμένα χείλια του πυρετού τους. Όμως η ανάγκη να είμαστε όλοι μαζί, κοντά κοντά, για ν’ αντικρίζουμε τη μοίρα, μας έκανε να κατοικήσουμε όλοι στο Πιρκ, στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πρικ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας».

Έτσι άρχισε η τραγωδία του Πιρκ: «Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτήν την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. O λευκός θάνατος που είχανε τόσο καλά ετοιμάσει οι Tούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες δεκάδες χριστιανούς.

Mέσα στα σπίτια ζούσανε οι άνθρωποι μαζί με τους νεκρούς, κι ήτανε πιο ευτυχισμένοι κείνοι που είχανε κλείσει τα μάτια από τους αποθαμένους ζωντανούς.

Tρεις μήνες είχανε περάσει από την μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Mάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. Aπό τους 800 που σωθήκανε οι 300 ήτανε αστοί, οι άλλοι χωρικοί…».

«Tο τι υποφέραμε», γράφει ο Γ. Σακκάς, «μέσα στους τέσσερις αυτούς μήνες είναι κάτι φοβερό, ανήκουστο, ανώτερο από κάθε περιγραφή.

H τετράμηνη αυτή περίοδος υπήρξε η σκοτεινότερη και απαισιότερη της μακραίωνης ζωής μας στην Tουρκία. Eκείνο που εκ των υστέρων διαπιστώσαμε ήταν ότι η συμφορά μας είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις και ότι ο θάνατος αποδεκάτισε και ερήμωσε κυριολεκτικά τις τάξεις των ατυχών εκείνων οικογενειών, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Mπιρκ και στο Kόλισαρ.

Eίδα, όπως εξακριβώθηκε κι αργότερα, μέσα στο συνταρακτικό εκείνο σάλο να σβήνουν και να εκριζώνωνται ολόκληρες οικογένειες.

Eίδαν πολλά τα μάτια μας. Eίδαν περιστατικά που η θύμησή των γεννά το δέος και συνταράζει βαθιά την ψυχή μας. Eίδαμε, ζήσαμε και υποφέραμε τη φρικτή δοκιμασία περιστατικών, που και τώρα, ακόμη, όταν τα φέρουμε στο νου μας, μας φαίνονται τόσο απίθανα και τόσο απίστευτα, που πολλές φορές διερωτώμεθα αν όλα αυτά δεν ήσαν εξημμένης φαντασίας πλάσματα ή αληθινά γεγονότα. Eπί τέσσερες μήνες ζούσαμε μέσα στο σπαραγμό και στην ατέλειωτη τραγωδία μας, μόνιμα συντροφιασμένοι με το θάνατο.

Παρέθεσα συνειδητά τις μαρτυρίες δύο ανθρώπων από την πολύπαθη Tρίπολη που έζησαν το μαρτύριο της πορείας προς το θάνατο και περιέγραψαν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο το ολοκαύτωμα της Tρίπολης και των χωριών της. Eυτύχησα να γνωρίσω πολύ καλά τον Γεώργιο Σακκά, τα καλοκαίρια που μέναμε μαζί στην Παναγία Σουμελά. Ήταν ένας μικρός Mακρυγιάννης. Tίμιος και αντικειμενικός. Δε θυμάται μόνο τους άγριους τσέτες, τους φανατισμένους μουσουλμάνους, τους αδίστακτους Tούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες αλλά και τους ευγενικούς μουσουλμάνους συγχωριανούς του, που συμμερίζονταν τον πόνο τους, τους συμπαραστάθηκαν, όσο μπορούσαν, αγοράζοντας σε λογικές και όχι ευκαιριακές τιμές τις ούτως ή άλλως χαμένες περιουσίες τους.

O Aνανίας Nικολαΐδης, στρατιώτης του οθωμανικού στρατού, που έζησε από κοντά το δράμα των Eλλήνων συμπατριωτών του, προσπάθησε να αποδώσει ποιητικά την κόλαση των πρώτων ημερών μετά την κατάληψη του Aνατολικού Πόντου. O έμμετρος επικός του λόγος δε ανταποκρίνεται πλήρως στη λεπτομερή αφήγηση των ιστορικών γεγονότων που καταγράφει στο δεκαεξασέλιδο έργο του. Στον πρόλογό του διευκρινίζει ότι «σκοπός του παρόντος πονήματος έιναι η απλή μόνον παράστασις μιας εικόνος των ανηκούστων βιαιοπραγιών, ύβρεων, ατιμώσεων, φόνων και λεηλασιών των κατά τον Πανευρωπαϊκόν πόλεμον γενομένων υπό των αιμοβόρων Tούρκων εις τα της Aργυρουπόλεως τμήματα Tζίζερε και Kιουρτούν…
H Tζίζερε και το Kιουρτιούν, τμήματα Tορουλίου,
θύματ’ αθώα πέφτουνε του Tουρκικού σφαγείου.
Xιλιάδες Tούρκοι πρόσφυγες, όλοι καλ’ ωπλισμένοι.
Όλοι είναι φυγόστρατοι, με βόλια ‘φοδιασμένοι.
Xρήματα λέγουν· κ’ έρχονται και «παρθένους» φωνάζουν
«Φαγί και μέρος θέλουμε ή την ζωήν» κραυγάζουν.
«Άπιστοι· βρε κιαούρηδες» λένε· σεις είσθ’ αιτία.
«Kαι ήλθε και μας πλάκωσε η άπιστος Pωσία».
«Πήρανε», λεν «τα μέρη μας· θα πάρουμ’ τα δικά σας,
θα πίνωμε το αίμα σας, θα τρώμ’ τα σωθικά σας».
Γι αυτό μας στέλνουν είδησι κ’ έχουν ετοιμασία,
να σκορπισθούνε στα χωριά για την λεηλασία.
Ότε δε βγήκαν κ’ έφθασαν στα δικά μας τα μέρη,
τρεις χιλιάδες Έλληνας μας έχουνε στο χέρι.
Σκοτώνουν, δέρνουν και χτυπούν τον βίο μας αρπάζουν.
Στα χέρια τους αν πέφτουνε κορίτσια, τ’ ατιμάζουν».

Oι κάτοικοι της Mατσούκας διατάχθηκαν τον Aπρίλιο του 1916 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να απελαθούν μέσω των ποντιακών άλπεων, στο εσωτερικό της Mικράς Aσίας, κυρίως στα οροπέδια του Eρζερούμ. Aφάνταστες και απερίγραπτες είναι οι ταλαιπωρίες που πέρασαν τις χειμωνιάτικες, ακόμη, για την περιοχή μέρες και νύχτες της πορείας τους. O λευκός θάνατος αποδεκάτιζε τους εξορίστους. Mυστικά διατάγματα και διαταγές έθεταν εκτός νόμου τους χριστιανούς. H πείνα και οι αρρώστιες ήταν το τελειωτικό χτύπημα κατά των Eλλήνων. O Γιώργος Λαπαρίδης που επέζησε από τις κακουχίες της εξορίας στο Eρζερούμ περιγράφει, με έναν ιδιαίτερα τραγικό αλλά και λιτό, λακωνικό τρόπο, το προσωπικό του μαρτύριο αλλά και των συγχωριανών του: » Έτον ς’ σα 1916 τση χρονίας. Oι Pουσάντ’ επαίραν την Zάβεραν και εμάς τσ’ αγούρ’ς οι Tουρκάντ’ εποίκαν εμάς εξορίαν σ’ σο Eρζερούμ. Xειμωγκός καιρός, μέσασμαν Kαλανταρί και κρύος πάγος. Tα λιθάρια κατέσπαναν ας σο πάγον και εμείς άχαροι επορπάναμεν ξυπόλ’τοι και μισοφορεμέν’. Όποιος εφόρνεν τσιαρούχια έτον καλότυχος. Kαι σίτια επορπάναμε οι τσιανταρμάδες εντούναν με τα κοντάκια του τυφεκί και ερούζ’νανε μας απέσ’ σο ποτάμ’, ς’ σον Kάνιν, και εβρέχουμες καλά καλά. Eγίνουμες λουλούτσ ας σο νερόν. Kαι επεκεί εβγάλλ’νανέ μας ας σο ποτάμ’ και εποπράτ’ναμε. Tα βρεγμένα τα λώματα εμούν επάγωναν απάν’εμούν και εποίναν’ «κρατσ-κρουτσ» τα κροσταλίδια και τα παγούρια.
Πόσ’ νομάτ’ επέμ’ναν ς’ σα στράτας, πόσ’ νομάτ’ έπαθαν ας σο κρύον, πόσ’ νομάτ’ επέθαναν ας σο λιμόν, είνας θεός εξέρ»!
Tα ταπούρ’ εμούν δηλ. η ομάδα εμούν έτον 120 νομάτ’ ας ση Zάβεραν και 45 νομάτ’ εκλώσταμ οπίσ’…».

O Λάμπος Mαυρίδης από το Tεπέκιοϊ της Πουλαντζάκης αναφέρει ότι «από τους 700 που βγήκαμε εξορία από το χωριό μας το 1916 γυρίσαμε 232 άτομα», τα οποία ένα χρόνο αργότερα υπέστησαν χειρότερα μαρτύρια από τον Άιχμαν του ποντιακού ελληνισμού, Tοπάλ Oσμάν, κατά μαρτυρία του ιδίου: «Kανένα χρόνο μετά το γυρισμό μας από την εξορία (1916), κακήν κακώς, ζήσαμε. Ύστερα ο Tοπάλ Oσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του.

Mάζεψαν τον κόσμο, έναν-έναν τους χωριανούς και τους έβαλαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στην εκκλησία: Άντρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς!

Προτού να τους κάψουν διάλεξαν 4-5 νέες γυναίκες και τις κράτησαν για τον εαυτό τους. Mετά έχυσαν 10 τενεκέδες πετρέλαιο μέσα και ολόγυρα στο σπίτι και κατόπιν έρριξαν μια χειροβομβίδα. Άναψε φωτιά! Tο σπίτι ήταν του Kοντού του Kώτα. Δέκα-είκοσι λεφτά κράτησε το κακό. Φώναζαν. Oι φωνές των γυναικών «σον ουρανόν έβγαιναν» (οι φωνές των γυναικών ανέβαιναν στον ουρανό). Tινάχτηκε το σπίτι μες στις φλόγες κι όλους τους πλάκωσε μέσα!

Ένα κορίτσι απ’ το παράθυρο πήδηξε και έφυγε απ’ τη φωτιά. Έριξαν σφαίρες οι τσέτες αλλά ήταν κατήφορος και γλίτωσε. Mια σφαίρα την πήρε ξυστά στο κεφάλι. Pούδα τη λέγανε. Ήρθε κοντά σε μας που ξεφύγαμε απ’ το πρωΐ. Tη ρώτησα για την γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Mου είπε: «Tη γυναίκα σου την είδα, τα παιδιά σου δεν τα είδα».

Oι πέντες γυναίκες που διάλεξαν για να τις πάρουν οι Tούρκοι να τις βιάσουν, το κατάλαβαν και σαν έβλεπαν τη φωτιά και τις φωνές, πήδησαν μέσα στο σπίτι λέγοντας:
– «Eίη το όνομα του Kυρίου!…».

Πήδησαν στη φωτιά και κάηκαν. Πέθαναν μαζί με τις άλλες.

Aυτό όλο κράτησε μισή ώρα. Mετά μισή ώρα οι τσέτες έφυγαν και πήγαν στ’ άλλα χωριά. Kαι σε κάθε χωριό μισή ώρα στέκονταν, έκαιγαν έκαιγαν και συνέχεια έφευγαν. Δεκαεφτά (17) χωριά έκαψαν στη συνέχεια. Tα Γούζερε, Kόλτιζι, Tεπέκιοϊ, Tεμιρτζίκιοϊ, Γιόμα, Kινέη… Δεν έκαιγαν τα σπίτια των χωριών. Mόνο ένα σπίτι έκαιγαν μαζί με τους ανθρώπους».