Ο Γέροντας Πορφύριος σκέφτηκε να γηροκομήση κάποιες ψυχές που τον είχαν ακολουθήσει, την αδελφή του Χαρίκλεια, την ανηψιά του που είναι σήμερα Γερόντισσα, την Φιλοθέη, την Πηνελόπη, την Ισιδώρα…, – ήταν οκτώ ψυχές – και έφτειαξε ένα κτίριο με οκτώ δωμάτια. Όταν τελείωσε, είδαμε ότι η κουζίνα ήταν λίγο μικρή, φτειάξαμε μια προσθήκη και μετά είπαμε να φτειάξουμε μία τραπεζαρία, η οποία περιέργως – και δεν ξέρω ποιανού ήταν η ιδέα – έγινε μεγάλη για περίπου 200 άτομα.
Μετά ήθελε ο Γέροντας να φτειάξη έναν Ναό. Πήρε άδεια από τον Δεσπότη και έφτειαξε ένα μικρό ξύλινο Ναΐδριο, το οποίο δεν λειτουργήθηκε ποτέ· κάναμε μόνον Παρακλήσεις, αλλά δεν λειτουργήθηκε. Αυτό έπειτα κάηκε (ήτανε φορητό, το σήκωνε ο γερανός και το πήγαινε όπου ήθελες).
Τελικά είπαν στον Γέροντα και έκανε αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, γιατί το Μοναστήρι αν και βρίσκεται στα όρια της Μητροπόλεως Αττικής, είχε όμως έδρα την Αθήνα και είχε αγοράσει αυτά τα κτήματα στο όνομα των γυναικών. Είπε σε δύο αρχιτεκτόνισσες και του έφτειαξαν μακέτα σε χαρτονάκι έναν ναό περίπου για 100 άτομα. Το είχα στην σκηνή μου και την σκηνή μου μια παραμονή Πρωτοχρονιάς ένας δυνατός αέρας την πήρε και το εκκλησάκι το βρήκα 200 μέτρα πιο κάτω.
Ένας Δεσπότης, ο Κεφαλληνίας κ. Προκόπιος, είπε στον Γέροντα: «Τι κάνεις εδώ; Μην φτειάξης μικρό ναό, γιατί όλα τα Μοναστήρια γύρω από την Αθήνα τους γκρεμίζουν τους μικρούς ναούς και φτειάχνουν μεγάλους, τους μεγαλώνουν. Να κάνης μεγάλο». Και μετά με έστειλε στην Θεσσαλονίκη και μου λέει: «Νοίκιασε ένα αυτοκίνητο, να πάης στην Σουρωτή, στην Ορμύλια, στην Μεταμόρφωση στον π. Γρηγόριο, να τους ρωτήσης αν φτειάχναν την Εκκλησία τους σήμερα, πώς θα την φτειάχνανε». Η πρώτη τους απάντηση ήταν «μεγαλύτερη». Όλοι μεγαλύτερη θα την φτειάχνανε. Γύρισα το είπα στον Γέροντα και αυτός λέει στις αρχιτεκτόνισσες: «Άλλα σχέδια, απ’ την αρχή, να γίνη Εκκλησία μεγάλη». Και έτσι έγινε μεγάλος ο ναός.
Όσον αφορά τα υπόγεια, στο σχέδιο ήταν να έχη ένα υπόγειο, αλλά όταν σκάψαμε και ήρθαν οι μηχανικοί, είδαν ότι η μπουλντόζα είχε ξύσει μια πέτρα στην βορεινή περιοχή και εκεί τελείωνε η πέτρα και ξεκινούσε χώμα και επειδή φοβήθηκαν μην γύρη ο ναός αν τα χώματα αυτά είναι μαλακά, μας είπανε να κάνουμε γεωτρήσεις να δούμε πώς είναι η πέτρα και κάναμε εννέα γεωτρήσεις και τοπογραφήσαμε την πέτρα και είδαμε ότι η πέτρα ήταν κεκλιμένη και είπανε οι μηχανικοί, «βγάλτε όλο το χώμα πάνω απ’ την πέτρα και ή να γεμίστε το κενό που θα δημιουργηθή με τσιμέντο και πέτρα ή πάρτε το σφυρί και σπάστε την πέτρα να ‘ρθήτε στο ίδιο σημείο με την υπόλοιπη πέτρα».
Διαλέξαμε το δεύτερο ως πιο οικονομικό και έτσι βρέθηκε ένα σκάμμα 12 μέτρα βάθος. Έτσι κάναμε το σχέδιο των υπογείων και χωρίσαμε τους χώρους, για να γίνουν παρεκκλήσια, αποθήκες και άλλοι χώροι βοηθητικοί. Και έτσι έγιναν τρία υπόγεια. Ο Γέροντας ήθελε ένα υπόγειο απομονωμένο ηχητικά, για να μπορή να διδάσκεται και να εκτελήται η νοερά προσευχή. Επί του παρόντος δεν έχει ενεργοποιηθή αυτό το όραμα του Γέροντα και δεν ξέρω τι ο Κύριος θα δώση. Τα παρεκκλήσια είναι 13.
Το Μοναστήρι δεν είναι μεγάλο. Ο ναός είναι μεγάλος. Και το Μοναστήρι είναι όλο χτισμένο με την λογική μιας ευθείας όπου όλα τα δωμάτια είναι μεσημβρινά. Στο τέλος του κτιρίου ο μηχανικός που έκανε τα πρώτα σχέδια έκανε το κτίριο να γυρίζη έτσι, να κάνη γωνία, αλλά ο Γέροντας του είπε να το κάνη ευθεία, γιατί αυτό θα σκιάζη εκείνο, και δεν ήθελε ούτε ένα δωμάτιο που να μην έχη πλήρη ηλιασμό.
Ύστερα από τις πρώτες οκτώ μοναχές ελάχιστες ήρθαν έπειτα. Ο Γέροντας δεν ήθελε να κάνη Πορφυριακή ομάδα, έστελνε την κάθε μία όπου αναπαύεται η ψυχή της και δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του. Πάντως για τον ανθρώπινο λογισμό είναι πράγμα δυσεξήγητο ότι ο Γέροντας δεν ενδιαφέρθηκε να φτειάξη Πορφυριακή ομάδα.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 99.