Του Δημητρίου Λυκούδη,
Διευθυντού Σύνταξης εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Η “καλή αλλοίωση” δηλαδή παρέχεται ως δωρεά με αγιαστική χάρη στον άνθρωπο επειδή ο ίδιος ο άνθρωπος μαθήτευσε στην αγάπη και στην ταπείνωση ως μέθεξη στην προσευχητική αγιοπνευματική διάκριση.
«Ἡ ἑπόμενη “ἔκσταση” ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἔνταξη στό κατά φύση περιρρέον κλίμα τῆς θείας παρουσίας, σέ τούτη τή σχέση τῆς συνοχῆς καί τῆς κοινωνικότητας. Ἔχουμε μέ ἄλλα λόγια δύο “ἐκστάσεις”, οἱ ὁποῖες ὡστόσο δέν εἶναι κινήσεις γιά νά ἐγκαταλειφθεῖ ἕνα “περιβλημα” ἀπό κάποιο ὄν. Καί τά δύο τά ὄντα κινοῦνται σέ μία ἀπλωτική φορᾶ καί συνοχή μίας κατά φύση καί κατ’ ἀνάγκη ἐξαρχῆς συνάφειας… Ἡ ἔκσταση ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ μεταμόρφωση ὅλων τῶν μερῶν καί μελῶν τῆς ὕπαρξης, ἀπό τίς αἰσθήσεις ὡς τήν ἀκρότατη λειτουργία τοῦ νοῦ (γι’ αὐτό εἶναι ὑπέρ αἴσθησιν καί ὑπέρ νοῦν ἡ θεογνωσία), ὥστε μέσα στό “γνόφο” νά δεῖ τό Θεό. Ἡ θέα αὐτή εἶναι ἡ ἔσχατη τελείωση, πάνω ἀπό τή μεθοδική ὁδό τῶν καταφάσεων καί ἀποφάσεων. Καί οἱ ἀποφάσεις καί οἱ καταφάσεις, πού νοοῦνται στήν ἴδια τήν ἑνότητα τῆς ὕπαρξης, δίχως νά ἀντιμάχονται μεταξύ τους μεταμορφώνονται σέ “ἀγνωσία”, γιά νά συντελεστεῖ ἡ πραγματική θεογνωσία»[1].
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τη ζωή του γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ: « Τήν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἴσως τό 1924,ὅταν ἐργαζόταν ἀκόμα ὡς ζωγράφος στό Παρίσι, ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖται, τό οὐράνιο φῶς τόν ἐπεσκίασε μετά τή Θεία Μετάληψη. Ἱλαρόν, πλῆρες εἰρήνης καί ἀγάπης, τό φῶς αὐτό παρέμεινε μαζί του γιά τρεῖς μέρες. Ἔζησε τό γεγονός αὐτό σάν τή δική του ἀνάσταση καί ὅλο τό σύμπαν, πού νωρίτερα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μέ τραγικό τρόπο τό παρουσίαζε σέ αὐτόν ὡς νεκρό καί μάταιο, τώρα ἀναστήθηκε μαζί του. Οἱ λόγοι τοῦ Πάσχα “ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος” ἠχοῦσαν στά ἔγκατά του μέ συγκλονιστική δύναμη»[2].
Ο άνθρωπος που μεταμορφώνεται στο φως του Παναγίου Πνεύματος βιώνει όλα εκείνα τα εξαίσια και ανείπωτα μυστήρια που υπερβαίνουν την κτιστή φύση, λογική και φαντασία. Βιώνει την “καλή αλλοίωση” διότι πραγματεύεται αφηρημένες δογματικές θεωρίες περί του φωτός αλλά αποκαλύπτεται σ’ αυτόν το φώς ως γνώση και ζωντανή εμπειρία.
«Τό οὐράνιον Φῶς δέν ὑπόκειται εἰς τόν ἔλεγχον τῶν αἰσθήσεων, εἶναι ἄλλο, ἀσύλληπτον κατά τήν φύσιν αὐτοῦ, ἔρχεται δί’ ἀκαθορίστου ὑφ’ ἠμῶν τρόπου. Τό Ἐϊναι ἄλλων διαστάσεων διαπέρα(sic) τό περίβλημα τοῦ γηίνου σώματος καί πληροί τήν κτίστην φύσιν ἠμῶν ἀκτίστου ἐνεργείας. Μεταδίδει εἰς ἠμᾶς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ὑπερκοσμίου Ὄντος, οὐχί δί’ ὀπτικῶν ἤ αἰσθητῶν, ἀλλά διά πνευματικῶν ὁράσεων… Τό φῶς τοῦτο, ἀπορρέον ἐκ τῆς Μιᾶς Φύσεως, ὁδηγεῖ εἰς τήν μίαν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης. Δέν ὑπάρχουν διαφωνίαι ὡς πρός τάς συνεπείας τῆς ἐμφανίσεως τοῦ αὐθεντικῶς ἀκτίστου Φωτός. Πᾶσαι αἵ ἐμφανίσεις αὖται συγκλίνουν εἰς ἐν: εἰς τήν Ἀποκάλυψιν τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[3].
Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ υποστηρίζει ότι το άγιο φως κατέρχεται την ώρα της προσευχής και ενώνεται με την αγάπη. Τότε είναι που φωτίζει τον άνθρωπο και δημιουργεί φωτεινή πνευματική κατάσταση ικανή να γίνει αντιληπτή και μέσω των αισθητών οφθαλμών. Θέτει όμως ως απαραίτητη προϋπόθεση την «προσευχήν βαθείας μετανοίας»[4] ακόμη και την άκριτη ευσπλαχνία «ὑπέρ ὅσων προσβάλλουν ἠμᾶς»[5] για να επέλθει η αγιοπνευματική διάκριση και ο φωτισμός στον άνθρωπο[6].
Γράφει χαρακτηριστικά: «Τῆς ὁράσεως τοῦ Φωτός προηγεῖται ἡ ἄσκησις τῆς μετανοίας, ἡ καθαίρουσα ἠμᾶς ἀπό τῶν παθῶν. Ἡ ἄσκησις αὐτή εἶναι λίαν ἐπώδυνος, ἄλλ΄ αὐτή ταύτη ἡ θεωρία τοῦ φωτός εἶναι ἠδεία διά τήν καρδίαν καί τόν νοῦν. Τό Φῶς τοῦτο εἶναι ἀγάπη ἐντελῶς ἰδιαιτέρα, ἡ μακαριότης τῆς ὁποίας εἶναι δυνατόν νά ἐνταθῆ καί νά παραταθῆ κατά τό μέτρον καθ’ ὁ ὁ ψυχισμός καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δύναται νά φέρουν τήν οὐράνιον φλόγα.
Τό Φῶς τοῦτο, φυσικόν ἰδίωμα τοῦ “Πατρός τῶν φώτων”, ἀναγεννᾶ καί εἰσέτι ἀνά-δημιουργεῖ ἠμᾶς. Ἡ προσοχή ἠμῶν μεταβάλλει ριζηδόν κατεύθυνσιν. Πρότερον εἰλκύετο αὔτη πρός τήν γῆν καί τά πρόσκαιρα πράγματα. Μετά τήν ἐπενέργειαν ὅμως τῆς χάριστος περικλείεται αὔτη ἐντός, καί ἐκεῖθεν ἀνέρχεται εἰς τήν πνευματικήν σφαίραν τῶν “μή βλεπομένων καί αἰωνίων”»[7].
Γι’ αυτό η ησυχαστική γνωσιολογία θεμελιώθηκε στην αληθινή θεία Αποκάλυψη του αποφατικού και ταυτόχρονα καταφατικού χαρακτήρα του μυστηρίου του “ζώντος Θεού”. Πρόκειται για τη θεολογική μαρτυρία της αγνωσίας της φύσης του Θεού μέσω των ουσιωδών και προσωπικών του φανερώσεων και ενεργειών. Η θέα του Θεού και η «καλή αλλοίωση» που επιφέρει στον προσευχόμενο είναι μυσταγωγία, σηματοδοτεί την εισαγωγή στο μυστήριο του Θεού και στην εμπειρία του μυστηρίου αυτού.
Η θέα και θεωρία του Θεού αποτελεί εμπειρία του νου και της καρδιάς του ανθρώπου στην κοινωνία με τον Θεό και παράλληλα προβάλλει την εμπειρία της γνώσης με “μυσταγωγική μορφή”, ως αποτέλεσμα δηλαδή απλωτικής δωρεάς χάριτος και μυστηρίου.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα υποστηρίξει ότι η γνωσιολογία ως γνώση του Θεού προκύπτει απ΄ τη θεολογία ως θέα του Θεού και ακολούθως η αληθινή γνώση του ανθρώπου και του κόσμου προέρχεται απ΄ την αληθινή γνώση του Θεού στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού[8].
Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει σχετικά: «Ὅταν περιβάλλη ἠμᾶς τό ἀνονόμαστον καί ἀπαραβίστον κατά τήν φύσιν αὐτοῦ Φῶς καί εἰσδύη εἰς τήν ψυχήν ἠμῶν, τότε καί ἠμεῖς γινόμεθα, τρόπον τινά, ἄχρονοι. Τό Φῶς τοῦτο, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, εἶναι φῶς ἀγάπης καί γνώσεως, ἀλλά ἀγάπης καί γνώσεως ἰδιαιτέρας τάξεως. Ἀμφότερα ταῦτα συγχωνεύονται εἰς ἐν, μάλιστα δέ καί εἶναι ἐν ἐν τή αἰωνιότητι. Ἡ ἀγάπη συνενοί ἠμᾶς ἐν αὐτῶ τῷ Εἶναι, μετ’ αὐτοῦ τούτου τοῦ Εἶναι. Καί ἰδού, μένομεν ἐν αὐτῶ τῷ Εἶναι καί γνωρίζομεν αὐτό διά τῆς μετ’ αὐτοῦ ἑνώσεως ἠμῶν»[9].
Αυτό το άγιο Φως που αξιώθηκαν να ατενίζουν οι Απόστολοι δια της αγιοπνευματικής ελλάμψεως και του θείου φωτισμού στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ, αυτή η θέα των αρρήτων μυστηρίων που θα καταστεί βιωματική εμπειρική θεολογία ως μερική γνώση και Αποκάλυψη Θεού, αυτή η θεωρία της άκτιστης θείας δόξας θα παρακινήσει τον άγιο Ανδρέα Κρήτης να καταθέσει τα κάτωθι: «Ὄν ὁ ὑπερούσιος εἰς οὐσίαν ἀληθῶς ἐλθῶν, καί ὑπέρ οὐσίαν οὐσιωθεῖς, διά σαρκός ἠμίν πεπολίτευται. Ὅς δή καί ὑπερβαλλόντως ἐπί τοῦ ὅρους ἐξήστραψεν. Οὐ τότε γενόμενος ἑαυτοῦ διαυγέστερος ἤ ὑψηλότερος· ἄπαγε· ἀλλ’ ὅπερ καί πρότερον ἤν, τοῖς τελουμένοις τῶν μαθητῶν καί μυουμένοις τά ὑψηλότερα κατά ἀλήθειαν θεωρουμένοις. Τά δί’ ὧν οὔν ὁ βίος ἐκεῖνος συνέστηκε ρήματα τέ καί πράγματα, οἶς καί ἀπέραντος ὁ βυθός τῆς περί ἠμᾶς οἰκονομίας τοῦ Λόγου συναποδείκνυται, οὐκ ἀπεικότως ἄν εἰς τά ἱμάτια τοῦ Σωτῆρος λαμβάνοιτο. Ἤ ἐκεῖνα δί’ αὐτῶν σημαίνοιτο τή ἀνακαθάρσει τοῦ Πνεύματος ἀμφότερα λάμποντα ὡς τό Φῶς, διά τήν παντελῆ καθαρότητα καί τήν εἰς ἄκρον φανότητα».[10]
Παραπομπές:
[1] Αυτόθι, σελ. 515-516.
[2] Ζαχαρία Αρχιμανδρίτου, Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, αριθ. Φυλ. 191, Μάρτιος 2008, σελ. 27-28 (27-31).
[3] Σαχάρωφ Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς Ἐστι, σελ. 251. Για τη “γνώση” και όραση της θείας δόξας βλ.σχ., θεοκλήτου Διονυσιάτου, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976, κυρίως τις σελίδες 111-151, του Ιδίου, Αθωνικά Άνθη, άρθρα και μελετήματα, εκδ. Αστήρ, Ἀθῆναι 1962, σελ. 87-96, Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, εκδ. Νεκ. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2001, σελ. 43-49 και 283-289.
[4] Σαχάρωφ Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 251.
[5] Αυτόθι, σελ. 251.
[6] Αυτόθι, σελ. 250-251. Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης αναφερόμενος στα στάδια της πορείας του μυστικισμού παρατηρεί: «Ὁ μυστικιστής χρησιμοποιεῖ τήν ἄσκησιν ὡς μέσον διά νά φθάση εἰς τόν σκοπόν του. Τά στάδια τῆς πορείας τοῦ μυστικισμοῦ, κατά διαδοχήν προοδευτικήν, εἶναι τῆς καθάρσεως, τῆς ἐλλάμψεως καί τῆς ἑνώσεως, τά ὁποία πάλιν ὑποδιαιροῦνται εἰς περισσοτέρας βαθμίδας ἀναβάσεως, τά ὁποίας δέον τίς νά ἀνέλθη διά νά φθάση εἰς τήν κορυφήν τῆς κλίμακος, ἤτοι εἰς τήν ἕνωσιν μετά τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀναβαθμοί αὐτοί, εἰς τήν γλώσσαν τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, εἶναι οἱ ἑξῆς: Καθαρά Προσευχή, Καρδίας Θέρμη, Ἁγία ἐνέργεια, Καρδιακά δάκρυα, Λογισμῶν εἰρήνη, Νοός κάθαρσις, Μυστηρίων θεωρία, Ξένη ἔλλαμψις, Καρδίας φωτισμός, Τελειότης» (Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μεταξύ Ουρανού και γης, εκδ. Παπαδημητρίου 1999, σελ. 234-236.
[7] Σαχάρωφ Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 259.
[8] Γιέφτιτς Αθανασίου, Χριστός η χώρα των ζώντων, σελ. 168.
[9] Σαχάρωφ Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 260.
[10] Αγίου Ανδρέα Κρήτης, Λόγος εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Χριστοῦ, Migne, 97,932-957.
Διαβάστε εδώ το Α’ μέρος του κειμένου: