Η «καμένη γη»
Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Συχνή και συνηθισμένη είναι η αναφορά διαφόρων – αιρετών κατά κανόνα – παραγόντων της δημόσιας ζωής ότι κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους από τον προκάτοχό τους παρέλαβαν «καμένη γη». Πρόκειται για μία φράση με πολιτικό κατά βάση περιεχόμενο, που βασίζεται στην συγγνωστή αυταρέσκεια του «νεοφώτιστου», ο οποίος θέλει να δείξει ότι όλα ξεκίνησαν και δημιουργήθηκαν από αυτόν. Μία φράση που αν στην πολιτική και στη δημόσια ζωή είναι υπερβολική, στα εκκλησιαστικά πράγματα είναι εντελώς ξένη και ανοίκεια.
Στο «γεώργιον του Χριστού» δεν υπάρχει «καμένη γη», καθώς η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός θεμελιωμένος στο αίμα του δομήτορός της, του Κυρίου Ιησού Χριστού, που αποτελεί λιμένα σωτηρίας των ανθρώπων, καθώς ο κόσμος πορεύεται προς τα έσχατα. Οσο κι αν το ανθρώπινο στοιχείο συχνά ξεφεύγει από τον προορισμό του, το Αγιο Πνεύμα συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας με τρόπο που δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από την σωτήρια αποστολή της. Γι’ αυτό άλλωστε και αυτοκρατορίες ανθίζουν, παρακμάζουν και εξαφανίζονται, ενώ η Εκκλησία είναι και θα είναι εδώ, παρά τις τρικυμίες που έχει περάσει εδώ και δύο χιλιάδες περίπου χρόνια.
Πρέπει λοιπόν να είναι πολύ προσεκτικοί οι διάδοχοι, όταν κρίνουν και απαξιώνουν συλλήβδην το έργο και την προσφορά των προκατόχων τους. Και αυτό γιατί και λάθος εντυπώσεις προκαλούν σε όσους τους ακούν, αλλά και λησμονούν ότι συχνά οι τόποι και τα κτήρια στα οποία βρίσκονται όταν εκφωνούν τους λόγους αυτούς, υπάρχουν επειδή ο προκάτοχός τους εργάστηκε, κοπίασε και τα έκτισε ή τα ευπρέπισε. Υστερα, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για «καμένη γη» όταν σε πνευματικό επίπεδο η Εκκλησία υφίσταται με την λειτουργική και μυστηριακή της υπόσταση και ζωή; Γιατί ποιος είναι, για παράδειγμα, εκείνος που παραλαμβάνει σήμερα μία εκκλησιαστική διοίκηση στην κατάσταση που παρέλαβε την Αρχιεπισκοπή Αλβανίας ο Μακαριώτατος προκαθήμενός της Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος;
Συνήθως λοιπόν ο χαρακτηρισμός «καμένη γη» αναφέρεται στην διοικητική οργάνωση και όχι στο πνευματικό σκέλος της εκκλησιαστικής ζωής, γιατί το δεύτερο θα είχε σοβαρότατες συνέπειες σε μία σειρά ζητημάτων ουσιωδών, που ξεφεύγουν από τα όρια της παρούσας συζήτησης. Αλλά και έτσι να είναι, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι όσοι διοικούν στην Εκκλησία έχουν πάντοτε υπερκείμενο διοικητικό όργανο, που αν κάτι πάει στραβά οφείλει να λάβει μέτρα. Κι αν κάποιος παρέδωσε «καμένη γη», προκύπτει εύλογο το ερώτημα: η προϊσταμένη εκκλησιαστική του αρχή τι έκανε; Γιατί κώφευε στις κατά καιρούς φωνές που μιλούσαν για τα θέματα αυτά; Και αν πραγματοποίησε έλεγχο, πώς έγινε αυτός και σε ποια πορίσματα κατέληξε; Και τέλος, ποια μέτρα πάρθηκαν ώστε να επανέλθει η διοικητική τάξη και νομιμότητα; Γιατί ευθύνη σε παρόμοιες καταστάσεις δεν έχουν μόνον όσοι διοικούν, αλλά και εκείνοι που θα έπρεπε να τους επιβλέπουν ή να τους ελέγχουν και για διάφορους λόγους δεν το έπραξαν.
Πίσω βεβαίως από την υπόθεση αυτή, που όλο και περισσότερο προβάλλεται από διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής ενημέρωσης, βρίσκεται η σύγχυση μεταξύ πνευματικής και διοικητικής συγκροτήσεως και λειτουργικότητας, στην οποία έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές κατά το παρελθόν. Την πρώτη ρυθμίζουν ο λόγος του Ευαγγελίου, οι ιεροί κανόνες και η παράδοση της Εκκλησίας. Η δεύτερη ρυθμίζεται εν μέρει από τους ιερούς κανόνες, εν μέρει όμως οφείλει να προσαρμόζεται στο νομικό και διοικητικό σύστημα της χώρας όπου κάθε Εκκλησία βρίσκεται, τουλάχιστον αν θέλει η εκκλησιαστική διοίκηση να αναγνωρίζεται με συγκεκριμένη κάθε φορά νομική υπόσταση από το δικαιικό σύστημα κάθε κράτους.
Συνεπώς οι απολυτότητες και οι χαρακτηρισμοί, μόνο κακές εντυπώσεις δημιουργούν, μόνο αίτια σκανδαλισμού και κακών σκέψεων ή πειρασμικών λογισμών γίνονται. Εργαζόμενος ο καθένας από τη σκοπιά και τη θέση του αθόρυβα και αποτελεσματικά, χωρίς την οίηση της προσωπικής προβολής, μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί στον χώρο της Εκκλησίας, «έκαστος εφ’ ω ετάχθη».
Για να έχουμε και να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια Εκκλησία πνευματικά δυναμική, με έργο και παρέμβαση στην κοινωνία, που να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών οδηγώντας τους ανθρώπους στη σωτηρία των ψυχών, που μόνο μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο και διά της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας μπορεί να επιτευχθεί.