Αρχιμ. Χρυσόστομου Παπαδάκη
Οι αδαείς θα τους χαρακτηρίσουν με απρεπείς φράσεις και θα πούν σκωπτικά σχόλια για «θεούσες» και «βλαμμένους» που τους βάρεσε η θρησκεία στο κεφάλι. Όμως αυτοί αδιαφορούν για τα σχόλια, διότι δεν ανταλλάσσουν αυτό που έχουν μέσα τους με καμμιά χαρά της εκκοσμικευμένης ζωής που μόνο την ύλη σκέφτεται.
Αυτή η λαϊκή ευσέβεια έδωσε στην εκκλησία μάρτυρες, μεγάλους πατέρες, μεγάλους οσίους, ιεραποστόλους και φλογερούς κληρικούς. Πίσω από κάθε τέτοια μορφή, υπήρχε μια αφανής απλοϊκή ευσεβής μάνα ή μια γιαγιά ή άλλο συγγενικό πρόσωπο ή ακόμη φιλικό στην οικογένεια. Αφανής και αθόρυβη ύπαρξη κατά κόσμον, αλλά μεγάλη στα μάτια του Θεού.
Είναι κυρίως η μάνα και η γιαγιά που διατηρούν ακοίμητη την καντήλα στο σπίτι, που κρατούν τις νηστείες, που τηρούν τη «σκόλη», που ανάβουν το λιβάνι για να θυμιάσουν τα εικονίσματα του σπιτιού και όλο το σπίτι, για να πιάσει ο καπνός κάθε γωνιά, να το ευωδιάσει και να φύγει ο πονηρός. Αυτές θα μάθουν στο παιδί και το εγγονάκι να σταυροκοπιέται, θα του μάθουν το «Πάτερ ημών» με τις όποιες ασυνταξίες.
Όταν αρρωστήσει κανείς από την οικογένεια, αυτές θα κάνουν το τάμα και θα το εκπληρώσουν, αυτές θα φέρουν το λαδάκι από το καντήλι του αγίου για να τον αλείψουν. Είναι αυτές που θα εκκλησιαστούν και θα φέρουν το αντίδωρο και στους άλλους της οικογένειας που βαριούνται να ξυπνήσουν. Είναι αυτές που θα κάνουν την ευπρεπή παρατήρηση στο άκουσμα της βλασφημίας, που θα διηγηθούν τα θαύματα που ξέρουν και τους βίους των αγίων στους μικρούς. Είναι αυτές που μετά τον θάνατο δεν θα ξεχνούν το καντήλι του τάφου και το λιβάνι, μα μήτε θα ξεχνούν να πάνε το πρόσφορο με τα ονόματα κάθε σαββατόβραδο.
Όσοι είχαμε την ευλογία στην παιδική μας ηλικία να κρατούμε το ευλογημένο φουστάνι της ευσεβούς γιαγιάς, ταυτίσαμε στη συνείδησή μας αυτή την ευσέβεια με τη στοργή και την αγάπη που πηγάζανε από καρδιά που αγαπούσε τον Χριστό. Που νοιαζόταν για τη σωτηρία της ψυχής.
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος