Η καταγραφή και μελέτη του λαϊκού πολιτισμού των προσφύγων της Μικράς Ασίας, έφερε τους σχετικούς ερευνητές ενώπιον δύο νέων πραγματικοτήτων: αφενός μεν τους εξοικείωσε με περιοχές του Ελληνισμού που κατά κανόνα αποτελούσαν terra incognita για τον λαογραφικό κόσμο μας, όπως ο Πόντος και η Καππαδοκία.
Τους γνώρισε πολιτισμικές συνθέσεις με ιστορικό βάθος αιώνων, οι οποίες όμως, λόγω συνθηκών κυρίως, ήταν περίπου άγνωστες στην ελληνική λαογραφική έρευνα. Αφετέρου δε, τους έδειξε ότι υπήρχαν σημαντικές μεθοριακές περιπτώσεις πολιτισμικών συνθέσεων, στο πεδίο πάντοτε του λαϊκού πολιτισμού, στις οποίες μετείχαν άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων, θρησκειών, γλωσσών και πολιτισμών. Κάτι που ούτε αυτονόητο ήταν, αλλά ταυτοχρόνως υπήρξε βαθύτατα ευεργετικό για την πορεία των λαογραφικών ερευνών στον τόπο μας, έκτοτε.
Πράγματι, η ερευνητική εργασία δεν παρέμεινε μόνο στους ελληνόφωνους, αλλά επεκτάθηκε, όπως έπρεπε, και στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Καππαδοκίας και του Πόντου. Κι αυτό όχι μόνο προσέδωσε στην λαογραφική έρευνα τον απαραίτητο για πολιτισμικές σπουδές κοσμοπολιτισμό που οφείλει να διέπει τις σχετικές προσεγγίσεις, αλλά παραλλήλως έθεσε και τα θεμέλια μιας συγκριτικής λαογραφικής μελέτης, καθώς έπρεπε αναγκαία να μελετηθούν και να συνυπολογιστούν και οι ελληνοτουρκικές πολιτισμικές επιδράσεις και ωσμώσεις. Και ξέρουμε βέβαια ότι οι συγκριτικές λαογραφικές σπουδές είναι μεν το γοητευτικότερο ίσως, αλλά ταυτοχρόνως και το δυσκολότερο και απαιτητικότερο κομμάτι της ουσιαστικής μελέτης του λαϊκού πολιτισμού.
Ο Μ. Γ. Μερακλής αποτυπώνει την προσφορά του «Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών», και μαζί του ζεύγους Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ στην μελέτη του λαϊκού πολιτισμού της Μικράς Ασίας συνολικά (Ιωνία, Πόντος, Καππαδοκία, Λυκία, Φρυγία) στο τρίπτυχο «η προφορική παράδοση – το παρόν – το όλο». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την ανθρωπολογική ματιά, την ανανέωση της μεθοδολογίας, τον κοσμοπολιτισμό των συγκριτικών θεωρήσεων. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τον τρόπο που αναλόγως μελετήθηκαν και τα μικρασιατικά γλωσσικά ιδιώματα, αλλά και η ελληνική δημοτική μουσική από το Κέντρο. Και βέβαια η συνέχιση του έργου αυτού σε άλλα πλέον πεδία, φανερώνει τη σημασία της κληρονομιάς που η μελέτη των μικρασιάτικων λαογραφικών άφησε στην ελληνική επιστημονική πραγματικότητα.
Αλλά και στο πεδίο των εκδόσεων, ο απολογισμός είναι σημαντικότατος. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ιδρύθηκαν και κυκλοφορήθηκαν επιστημονικά περιοδικά με σχεδόν αποκλειστικά μικρασιατικό ή προσφυγικό λαογραφικό, γλωσσικό και ιστορικό περιεχόμενο, όπως τα Θρακικά, το Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τα Μικασιατικά Χρονικά, το Αρχείον Πόντου και το Δελτίο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τα περιοδικά αυτά πρόσφεραν χώρο για την δημοσίευση συλλογών υλικού ή μικρών πραγματειών, οι οποίες παράλληλα με το συγκεντρωμένο αρχειακό υλικό προέρχονται επίσης από επιτόπια ή αρχειακή έρευνα, και συγκροτούν την προσφυγική λαογραφική βιβλιογραφία, οι αναφορές στην οποία δεν απουσιάζουν από σχεδόν καμία ελληνική λαογραφική μονογραφία ή μελέτη.
Και βέβαια κοντά στις μικρές τοπικές μονογραφίες που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες των τόμων που μέχρι σήμερα έχουν εκδώσει τα περιοδικά αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και τις μονογραφίες που έχουν δει το φως της δημοσίευσης. Αναφέρομαι απολύτως ενδεικτικά στις μελέτες του Ν. Ανδριώτη για το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων (1948), των Δ. Λουκόπουλου και Δ. Πετρόπουλου για τη λαϊκή λατρεία των Φαράσων (1949), του Ι. Κεσίσογλου για το γλωσσικό ιδίωμα του Ουλαγάτς (1951), των Δ. Λουκόπουλου και Δ. Λουκάτου για τις παροιμίες των Φαρασων (1951, και σε γαλλική μετάφραση), της Άννας Μαραβά-Χατζηνικολάου για τον άγιο Μάμα (1953), των Γ. Μαυροχαλυβίδη και Ι. Κεσίσογλου για το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού (1960), των Δ. Φωστέρη και Ι. Κεσίσογλου για το λεξιλόγιο του Αραβανί (1960), του Θαν. Κωστάκη για την Ανακού (1963) και για το γλωσσικό ιδίωμά της (1964), αλλά και για το γλωσσικό ιδίωμα της Σίλλης (1968) και τα τσακωνοχώρια της Προποντίδας (1979), των Δ. Πετρόπουλου και Ερμ. Ανδρεάδη για την περιφέρεια Ακσεράι – Γκέλβερι (1971), του Ν. Ανδριώτη για το γλωσσικό ιδίωμα στο Λιβίσι (1961), της Κ. Μουσαίου-Μπουγιούκου για τις παροιμίες (1961) και για τα παραμύθια στο Λιβίσι και τη Μάκρη (1961, 1976), του Ν. Ρίζου για την Σινασό (2007). Επίσης στους 60 τόμους του Αρχείου Πόντου και τα 41 παραρτήματά τους, με πρωτότυπες σχετικές μελέτες, που έχει εκδώσει η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών κ.λπ.
Κι έτσι, οι σύλλογοι και οι τοπικές επιστημονικές εταιρείες πρωταγωνίστησαν στον αγώνα σωτηρίας των κειμηλίων και δεδομένων της Μικρασιατικής Λαογραφίας.