Από όσα παρουσιάστηκαν στα άρθρα που προηγήθηκαν, σε προηγούμενα φύλλα, είναι νομίζω απολύτως κατανοητό ότι η Μικρασιατική Καταστροφή με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε και επέβαλε, επέδρασε άμεσα πάνω στην μορφή, το περιεχόμενο, τη μεθοδολογία και τη στόχευση της Ελληνικής Λαογραφίας. Η άμεση και επιτακτική ανάγκη της καταγραφής του λαογραφικού υλικού, του οποίου οι πρόσφυγες της πρώτης κυρίως γενιάς ήταν φορείς, αναπροσανατόλισε την ελληνική λαογραφική έρευνα, καθώς την έστρεψε σε ζητήματα σχετικά με το παρόν, ενίσχυσε την τάση μελέτης του υλικού πολιτισμού σε σχέση με τον άνθρωπο και τις τοπικές κοινωνίες, ανέδειξε την προτεραιότητα της επιτόπιας έρευνας και την αναγκαιότητα των σύνθετων συγκριτικών θεωρήσεων, και έφερε στο προσκήνιο την πρακτική των τοπικών μονογραφιών, οι οποίες έβαλαν σε δεύτερη μοίρα τις επιστημονικές μονοθεματικές συνολικές μονογραφικές εργασίες, που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στην ελληνική επιστημονική λαογραφική βιβλιογραφία. Οπωσδήποτε πολλές από αυτές τις τάσεις είχαν εμφανιστεί και πριν, ωστόσο η ενασχόληση με την μελέτη του μικρασιατικού λαϊκού πολιτισμού μέσα από προσφυγικούς πληθυσμούς τις επέκτεινε και τις καθιέρωσε.
Και βέβαια, η μονομέρεια αυτή της έρευνας οδήγησε στο να μελετηθούν πληρέστατα οι μικρασιατικές, ποντιακές και θρακικές κοινότητες οι κάτοικοι των οποίων προσφυγοποιήθηκαν, και οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν έκτοτε να χρησιμοποιούν στα παραδείγματά τους κυρίως προσφυγικό υλικό. Κι έτσι επήλθε μια μονοσήμαντη αναφορά στην μικρασιατική και προσφυγική Λαογραφία, που εν πολλοίς συνεχίζεται μέχρι στις μέρες μας, και ιδίως σε περιπτώσεις μελετών που αναφέρονται σε παραδοσιακά ζητήματα της λαογραφικής έρευνάς μας.
Είναι απολύτως ενδεικτικό αυτών των επιδράσεων, το γεγονός ότι ακόμη και σε περιοχές με ιδιαίτερα πλούσιο λαϊκό πολιτισμό, όπως η Θράκη, επί δεκαετίες οι λαογραφικές καταγραφές και δημοσιεύσεις σχεδόν μονοπωλήθηκαν από αναφορές σε υλικό προσφύγων του θρακικού χώρου. Τόση ήταν η αίσθηση της «εθνικής αναγκαιότητας» που οι συνθήκες της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγοποίησης των πληθυσμών επέφεραν στην τρέχουσα ελληνική λαογραφική έρευνα. Και βέβαια το ίδιο παρατηρείται και στην θρακική ηθογραφική λογοτεχνία, αλλά και εν πολλοίς στα λαογραφικά μουσεία του θρακικού χώρου, ομοειδή ζητήματα που όμως βρίσκονται έξω από τα όρια της παρούσας μελέτης, γι’ αυτό και δεν θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Όλες αυτές τις επιβεβλημένες από την κατεύθυνση που έλαβε η λαογραφική έρευνα τάσεις, η Ελληνική Λαογραφία τις αξιοποίησε δεόντως και καταλλήλως. Κι έτσι σήμερα, πέρα από το μεγάλο και αξιόπιστο πρωτογενές υλικό που έχει καταγραφεί, θησαυριστεί και αποδελτιωθεί, και το οποίο συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας, όπως δείχνει η τρέχουσα βιβλιογραφία, αλλά και η συνέχιση της έκδοσης τόσο των περιοδικών και των εντύπων, όσο και των ερευνητικών μονογραφιών που προαναφέρθηκαν, οι αρχές αυτές έχουν πλέον γόνιμα και ουσιαστικά ενσωματωθεί στην τρέχουσα πραγματικότητα των ελληνικών λαογραφικών σπουδών.
Είναι ασφαλώς ευχής έργο το ότι η προσπάθεια αυτή, που σε ελάχιστες περιπτώσεις παγιδεύθηκε στις μυλόπετρες της τοπολατρίας, του εθνικισμού, της προγονοπληξίας ακόμη και της μισαλλοδοξίας, οργανώθηκε από ανθρώπους με ευρύ πνεύμα, αντίληψη, κατάρτιση και διαίσθηση. Κι έτσι στο σύνολό της σχεδόν η «προσφυγική» Λαογραφία μας παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν διαχρονικά πρότυπο μελέτης, καταγραφής και έρευνας. Οι λίγες εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν οφείλονται σε ερασιτέχνες συλλογείς, δεν αφορούν την επιστήμη της Λαογραφίας προς την οποία το έργο τους δεν πρέπει να συγχέεται, και πάντως επιβεβαιώνουν αυτόν τον κανόνα.
Συνεπώς η Μικρασιατική Καταστροφή, πέρα από τις πολλές και διαφορετικές συνέπειές της στην διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας, οδήγησε εμμέσως αλλά σαφώς την Ελληνική Λαογραφία σε μια σχέση αναστοχασμού, ανατροφοδότησης και αναπροσανατολισμού, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένα βασικά γνωρίσματά της.