«Η Ορθοδοξία στην Ουκρανία»

  • Dogma
οικουμενικός

Ο Ιωάννη Παναγιωτόπουλος αναπληρωτής Καθηγήτης Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, γράφει αποκλειστικά στο dogma.gr για την «Ορθοδοξία στην Ουκρανία» καταγράφοντας αριστοτεχνικά τα ιστορικά γεγονότα και στοιχειοθετώντας γιατί «τα τελευταία γεγονότα επιβεβαιώνουν την ορθότητα της πράξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει τον Τόμο Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησίας της Ουρκανίας, το οποίο είχε διαπιστώσει εδώ και 20 χρόνια, ότι οι ισχυρισμοί της Μόσχας περί ρωσικής ουσιαστικά ταυτότητας των Ορθοδόξων της Ουκρανίας δεν ίσχυαν».

Το να γράφεις για την Ουκρανία στη δίνη ενός πολέμου, σε μια φάση που αποκαλύπτονται θηριωδίες εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, και βλέποντας νέους ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους σε έναν πόλεμο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, με βεβαιότητα δεν είναι ότι καλύτερο, είναι μάλλον οδυνηρό και θλιβερό. Όμως, όσο κι αν κάποιοι ονειρεύονται για τον εαυτό τους έναν ρόλο νεκροθάφτη της ιστορίας, αυτό δεν είναι ποτέ εφικτό, ακόμη και για αυτούς που διέπραξαν τις πιο οργανωμένες γενοκτονίες. Ειδικά στην περίπτωση της Ουκρανίας το διακύβευμα είναι αδιαμφισβήτητα ταυτόχρονα εκκλησιαστικό, πολιτικό και ιστορικό.

Η διαμόρφωση μιας σαφούς πολιτιστικής ταυτότητας στους πληθυσμούς που κατοικούσαν στις στέπες βόρεια του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου, συνδέεται με την επικράτηση της χριστιανικής πίστης τον 10ο αιώνα. Τότε το Κίεβο  αναπτύχθηκε σε ισχυρό οικονομικό και πολιτικό κέντρο, καθώς βρισκόταν στο πιο κομβικό σημείο των ποτάμιων οδών της ανατολικής Ευρώπη, συνδέοντας το βορά με το νότο. Εκκλησιαστικά η Μητρόπολη Κιέβου ανήκε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και οι «Μητροπολίτες Κιέβου και πάσης Ρωσίας» χειροτονούνταν και αποστέλλονταν από την Κωνσταντινούπολη, σε όλη την προμογγολική περίοδο (998-1240), πλην δύο εξαιρέσεων. Είναι μια περίοδος την οποία σήμερα διεκδικούν ιστορικά τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Ουκρανοί. Αλλά το Δεκέμβριο του 1240 η οχυρωμένη πόλη του Κιέβου καταστράφηκε από την Χρυσή Ορδή (τους Μογγόλους), ξεκινώντας η γνωστή περίοδος της μογγολικής κυριαρχίας (1240-1462).

Ο Αλέξανδρος Νέφσκυ ίδρυσε το 1260 την ηγεμονία της Μόσχας, η οποία ταχύτατα ισχυροποιήθηκε. Εκεί μετακινήθηκε χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ο οποίος διέμενε μέχρι τότε στο Βλαδιμήρ λόγω της καταστροφής του Κιέβου. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα η ηγεμονία της Λιθουανίας, που τότε ήταν και αυτή μια ορθόδοξη ηγεμονία. Η δημιουργία εθνικής συνείδησης των Ρώσων συνδέεται αναμφίβολα με την εξέλιξη της ηγεμονίας της Μόσχας. Ταυτόχρονα η σχετική ανεξαρτητοποίηση της Ρωσικής Εκκλησίας το 1459, με την μη εκλογή του Μητροπολίτη Μόσχας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο αποκλεισμός Ελλήνων ιεραρχών, μετέτρεψαν τη Ρωσική ιεραρχία σε εθνική. Ο Τσάρος μάλιστα, έγινε ο ανώτατος ρυθμιστής των εκκλησιαστικών ζητημάτων διοίκησης.

Τα εδάφη της παλαιάς ηγεμονία Κιέβου, μοιράσθηκαν ανάμεσα στον Τσάρο και τα Βασίλεια της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Αυτό είχε βαθύτερες συνέπειες για την ταυτότητα των τοπικών πληθυσμών. Η διαμάχη κορυφώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Σιγισμούνδου Γ´ της Πολωνίας (1587-1632), γνωστού και ως «βασιλέως των Ιησουιτών», ο οποίος είχε ως στόχο και την υποταγή της Ρωσίας. Η αποτυχία της Πολωνίας στις δυναστικές έριδες της Ρωσίας, ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του οικουμενικού πατριάρχη Κύριλλος Α´ Λουκάρεως, ο οποίος υποστήριξε τον τσάρο Μιχαήλ Α´ Φιοντόροβιτς Ρομανώφ να λάβει από την Υψηλή Πύλη την αναγνώριση του βασιλικού αξιώματος.

Το 1593 η Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αναβίβασε την Μητρόπολη Μόσχας σε Πατριαρχείο Ρωσίας, τίτλο τον οποίο διατήρησε μέχρι το 1723, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε επισήμως αποδεκτό το σχετικό αίτημα του Μεγάλου Πέτρου για αλλαγή του καθεστώτος της Εκκλησίας Ρωσίας, με την μετονομασία του επισκόπου της Μόσχας εκ νέου σε Μητροπολίτη Μόσχας. Παράλληλα από το 1656 μέχρι το 1709 το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της σημερινής Ουκρανίας περιήλθαν στο Ρωσικό Κράτος.

Από το 1620 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Θρόνου είχε αποκατασταθεί πλήρως η κανονική τάξη στην Μητρόπολη Κιέβου, η Ορθόδοξη ιεραρχία ήταν στέρεα και η Μητρόπολη υπαγόταν κανονικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η κανονική δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κιέβου απλωνόταν στην Λιθουανία, στη Λευκορωσία και στην Ουκρανία. Μετά την προέκταση των Ρωσικών συνόρων (1654), παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη Μόσχας η άδεια να χειροτονεί ή να ενθρονίζει τον εκλεγμένο από την κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητρόπολης Κιέβου νέο Μητροπολίτη. Ο Μητροπολίτης Κιέβου με την ίδια Πατριαρχική Πράξη του 1686, διατήρησε τον τίτλο του Εξάρχου του Οικουμενικού Θρόνου, ενώ όφειλε σε κάθε λειτουργική πράξη να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Η σχετική άδεια στον Πατριάρχη Μόσχας παραχωρήθηκαν κατ᾽ οικονομία και μέχρι την πιθανή ανάκλησή της, παρότι η Ιεραρχία της Ουκρανίας απέρριπτε ακόμη και το δικαίωμα αυτής της άδειας, αρνούμενη οι Μητροπολίτες Κιέβου να μεταβαίνουν στη Μόσχα είτε για την ενθρόνιση είτε για τη χειροτονία τους, πολύ δε περισσότερο να συμμετέχουν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ρωσίας. Βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ήταν αναμενόμενο, με πιέσεις στην τοπική ιεραρχία και παραβιάσεις της Πατριαρχικής Πράξης του 1686 από το Πατριαρχείο Ρωσίας.

Οι εξελίξεις τον 20ο αιώνα ήταν οδυνηρές για τον ορθόδοξο λαό. Από το 1917 μέχρι και το τέλος του 1943 η Εκκλησία στη Ρωσία περιήλθε σε κατάσταση δεινών περιπετειών και διωγμών. Μόλις στο τέλος του 1943 επιτράπηκε η εκλογή πατριάρχη Μόσχας, αφού το 1917 και πριν την επικράτηση των Μπολσεβίκων αποφασίστηκε η επιστροφή στο πατριαρχικό σύστημα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκώντας τα κανονικά του δικαιώματα χορήγησε Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Πολωνίας το 1924, η οποία ανήκε στα κανονικά όρια της Μητρόπολης Κιέβου. Η Πατριαρχική Πράξη αναγνωρίστηκε από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών πλην του εμπερίστατου Πατριαρχείου Ρωσίας, το οποίο «παραχώρησε» αντικανονικώς Αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας το 1949, όταν εκκλησιαστικά το θέμα θεωρείτο λήξαν. Η αντικανονική πράξη του 1949 συμπλήρωσε σειρά αντικανονικών πράξεων της δεκαετίας του ᾽40, , μετά την ανακατάληψη της Ουκρανίας από τον Κόκκινο Στρατό. Το 1945 αντικανονικώς υπήχθη η Μητρόπολη Κιέβου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Το Πατριαρχείο Μόσχας μετά τα οδυνηρά γεγονότα του 1917 είχε απολέσει την εκκλησιαστική στιβαρότητα του παρελθόντος του, αφού και οι κορυφαίοι θεολόγοι του είχαν διαφύγει στη Δύση και η πνευματική και θεολογική ταυτότητα της ηγεσίας του ήταν αναντίστοιχη προς την ιστορία του.

Στις 26 Δεκεμβρίου 1991 διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση. Έτσι, δημιουργήθηκε πρώτο το ανεξάρτητο Ουκρανικό Κράτος, καθώς ήδη το 1990 είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές και στις 24 Αυγούστου του 1991 είχε αποφασιστεί η ανεξαρτησία της χώρας, που επικυρώθηκε με δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Ουκρανία είχε κερδίσει τη δική της εθνική και πολιτική ταυτότητα, καθώς στην μακρά περίοδο που ξεκίνησε μετά την εισβολή των Μογγόλων (Χρυσή Ορδή), γεννιόταν το Ρωσικό έθνος, αλλά παράλληλα και το Ουκρανικό. Αλλά το πεδίο που η σύγκρουση έγινε από την αρχή ορατή ήταν το εκκλησιαστικό. Η εκκλησιαστική ταυτότητα εκλήφθηκε από πολλούς ως κριτήριο «ρωσικότητας» ή «ουκρανικότητας» των πολιτών. Οι διασπάσεις και οι διαιρέσεις των Ορθοδόξων απετέλεσαν ζήτημα διαρκούς συζήτησης σε όλες τις Διορθόδοξες Συναντήσεις. Το πάγιο αίτημα δε προς την Ρωσική πλευρά ήταν να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε με τρεις Ιεραρχίες στην Ουκρανική Επικράτεια.

Παράλληλα η προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχε εντατικοποιηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά το ζήτημα της Ουκρανίας απασχόλησε ιδιαίτερα τον πρώτο θρόνο, μετά από συνεχής εκκλήσεις της Ουκρανικής Πολιτείας, και την μετάβαση εκκλησιαστικών αποστολών στη χώρα, οι οποίες διαπίστωσαν πρώτες από όλους ότι ισχυρισμοί της Μόσχας περί ουσιαστικά ρωσικής ταυτότητας των πληθυσμών της Ουκρανίας, δεν ίσχυαν! Παράλληλα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έθετε συνεχώς εμπόδια στην ολοκλήρωση της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, φοβούμενη ότι εκεί θα έθεταν το Ουκρανικό ζήτημα.

Η Εκκλησία της Ρωσίας δεν προσήλθε στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας το καλοκαίρι του 2016, αλλά η πραγματοποίηση της Συνόδου διέσωσε την Ορθοδοξία από την μετατροπή της σε ένα σύνολο «ομόσπονδων εκκλησιών», θεωρία εκκλησιολογικά αβάσιμη, αναδεικνύοντας την ενότητα του σώματος με την κεφαλή του! Τα πράγματα είχαν πάρει, όμως, το δρόμο τους. Τα όσα ακολούθησαν και ειπώθηκαν μέχρι σήμερα από την πλευρά των εκπροσώπων της Εκκλησίας της Ρωσίας, θα τα αφήσουμε να τα σβήσει ο χρόνος, όπως θα εξαφανίσει και όλες τις ενέργειές τους. Την 15η Δεκεμβρίου 2018 συγκλήθηκε η Ενωτική Σύνοδος του Κιέβου, στην οποία κλήθηκαν όλοι οι Ιεράρχες της Ουκρανικής Επικράτειας. Ψηφίστηκε ο καταστατικός χάρτης της νέας Εκκλησίας και εξελέγη ο πρώτος της προκαθήμενος νέας Εκκλησίας. Η Εκκλησία της Ρωσίας έκλεισε τα μάτια απέναντι στην πραγματικότητα και παρεμπόδισε τη συμμετοχή ιεραρχών στην Ενωτική Σύνοδο, για να επιβεβαιώσει την ιδεοληπτική της άρνηση των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συγκαλέσει Σύνοδο και να προεδρεύσει ο εκπρόσωπός του σε αυτήν. Στις 6 Ιανουαρίου 2019 ο νέος Μητροπολίτης Κιέβου Επιφάνιος, ο πρώτος προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, παρέλαβε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας, δικαιώνοντας το κανονικό αίτημα της πλειονοψηφίας των Ορθοδόξων της Χώρας του.

Η πορεία της νέας Εκκλησίας δεν ήταν ανέφελη. Δέχθηκε πολλές πιέσεις (πέραν κάθε ορίου) και μέχρι σήμερα έχει αντέξει. Αλλά τα τελευταία γεγονότα επιβεβαιώνουν την ορθότητα της πράξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είχε διαπιστώσει εδώ και 20 χρόνια, ότι οι ισχυρισμοί της Μόσχας περί ρωσικής ουσιαστικά ταυτότητας των Ορθοδόξων της Ουκρανίας δεν ίσχυαν. Αντιθέτως οι Ουκρανοί είχαν μια ισχυρή ταυτότητα που δεν διαπραγματεύονταν. Και η αντίστασή τους στη Ρωσική εισβολή το αποδεικνύει. Η άρνηση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ρωσίας να καταδικάσει τον πόλεμο, επέφερε άμεσα αποτελέσματα, με την πλήρη αποστασιοποίηση από την Μόσχα και των τελευταίων υποστηρικτών της. Ουσιαστικά εξελίξεις οδηγούν υπό τις παρούσες τραγικές συνθήκες στην πλήρη ενότητα των Ορθοδόξων της Ουκρανίας, την οποία πρέπει να είμαστε υπερήφανοι ως μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος επειδή την στηρίξαμε, και ταυτόχρονα να συνδράμουμε στην ποιμαντική της ευθύνη απέναντι στον χειμαζόμενο λαό της!

 

TOP NEWS