Η παχυλότητά μας και η αγιότητα που σώζει
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος, Φιλόλογος, Ιστορικός
Είναι απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου στα 1692. Πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί να τιμήσει τον άγιο των ναυτικών, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας, Νικόλαο τον θαυματουργό. Ο ναός πανηγυρίζει και μαζί και όλη η Κεφαλονιά, ολόκληρο το Ληξούρι, στη δικαιοδοσία του οποίου στέκεται αγέρωχος ο ιερός ναός, ο καλούμενος των «Μηνιατών». Στον άμβωνα ίσταται μια εξέχουσα προσωπικότητα, εις κληρικός αγωνιστής του λόγου και υπέρμαχος της ευσεβείας, το σέμνωμα των Επτανήσων, ο λόγιος Ηλίας Μηνιάτης.
Οι πιστοί κάμνουν απόλυτη ησυχία στη θέα της ιλαρότητος του θείου προσώπου του. Εκείνος ταπεινός, εκκλησιαστικά εμβριθής, στην προσπάθειά του να ημερώσει τις ψυχές του ποιμνίου και ακροατηρίου, λέγει τα κάτωθι: «Ο Κύριος δεν μας επαράγγειλε να γίνωμεν μάρτυρες ή ασκηταί διά να σωθώμεν. Μάς επαράγγειλε να αγαπώμασθε […] Όλοι είμεθα αδελφοί, όλοι έχομεν έναν κοινόν Πατέρα, τον Ουράνιον, όλοι εγεννήθημεν από μίαν αγίαν κολυμβήθραν, όλοι πλησιάζομεν εις την αυτήν αγίαν Τράπεζαν των αχράντων μυστηρίων, όλοι τρεφόμεθα με την αυτήν βρώσιν και πόσιν, με το Σώμα και το Αίμα του Θείου Αμνού, όλοι κρατούμεν ένα Ευαγγέλιον, πιστεύομεν ένα παράδεισον και ελπίζομεν να ζήσωμεν ομού εις την αιώνιον ζωήν. Και ημείς, λοιπόν, όπου έχομεν μίαν φύσιν, μίαν πίστιν, ένα βάπτισμα, έναν Θεόν, δεν πειθόμεθα εις το πρόσταγμα του Θεού; Αλλά μέσα εις την αυτήν Εκκλησίαν, όπου είναι το κατοικητήριον της ειρήνης και της ομονοίας, δεν έχομεν ούτε ειρήνην, ούτε ομόνοιαν;». Μετά το πέρας του εσπερινού επλησίασαν δύο άνδρες τον Μηνιάτη και, αφού έβαλαν μετάνοια, ζήτησαν συγχώρεση μετά δακρύων: πριν τον εσπερινό είχαν σχεδιάσει να κάψουν το σπίτι ενός εξαδέλφου τους που φθονούσαν ασίγητα! Τα λόγια όμως, του ιεροκήρυκος εστάθησαν ικανά να αποσοβήσουν τα χειρότερα!
Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι στον κόσμο αυτό ξενοδοχούμεθα. Ωσάν ένα πανδοχείο είναι ο κόσμος και η παρούσα ζωή. Έρχεσαι εσύ ως διαβάτης στο πανδοχείο και ζητάς προσωρινή στάση και διαμονή. Αυτό είναι! Το επόμενο πρωί είσαι έτοιμος να συνεχίσεις το ταξίδι σου εγκαταλείποντας το πανδοχείο. Αυτό, λοιπόν, το μεταξύ διάστημα της παραμονής της μιας νυκτός στο ξενοδοχείο ονομάζεται παρούσα ζωή.
Την ίδια εντύπωση όμως, μού έκαμναν και τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, του συγγραφέως της Κλίμακος: «Δεν είναι εδώ ο γάμος στον οποίον έχουμε προσκληθεί!». Φρόντισε να στολίσεις τον έσω άνθρωπο και εαυτό σου αλλά μη λησμονήσεις ότι για άλλο γάμο έχουμε προσκληθεί, σε άλλο χώρο και κατάσταση είμαστε προσκεκλημένοι και κλητοί…
Έχεις διαβάσει, αγαπητέ μου αναγνώστα, για τον άγιο Γεώργιο τον Καρσλίδη; Κοιμήθηκε την 4η Νοεμβρίου στα 1959, στη Δράμα. Μόνιμα πτωχός και απέριττος, πάντοτε μόνος, ορφανός και ξεχασμένος, φιλάσθενος και πονεμένος από την ώρα που ήλθε στον κόσμο αυτό. Οι κακουχίες που επέρασε ήσαν τόσες που, ένεκα χώρου, δεν προφταίνω να παρουσιάσω εδώ. Μάθε, όμως, πως τα μοναδικά του υπάρχοντα ήταν μερικά εκκλησιαστικά βιβλία, ένα-δυο άμφια και ένα μέρος από τα λείψανα της κατά σάρκας αδελφής του Αννούλας της Οσιοπαρθενομάρτυρος, η οποία εμαρτύρησε για την πίστη του Χριστού την αγία σε ηλικία μόλις 14 ετών (1910). Ξεύρεις, λοιπόν, πόσο μακάριος και ευτυχισμένος ένιωθε και ήταν αυτός ο παππούλης; Συνήθιζε να λέγει πως έχει τα πάντα, δεν τού λείπει τίποτε! Και, πάντοτε, στο πέρας κάθε Θείας λειτουργίας, αποκάλυπτε: «Πω, πω, παιδιά μου! Σήμερα είχαμε στο ιερό βήμα συλλειτουργούς τον Τίμιο Πρόδρομο, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Γεώργιο τον μεγαλομάρτυρα και τροπαιοφόρο…! Πω, πω, παιδιά μου! Σπάνια, πολύ σπάνια λειτουργώ μόνος!».
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1843 κοιμήθηκε ο Στρατάρχης και Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843). Ο λόγιος ιεροκήρυκας Κωνσταντίνος Οικονόμου (1780-1857) ανέλαβε να εκφωνήσει τον επικήδειο προς τιμήν του. Στην αγία Ειρήνη στην Αιόλου, όπου τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία, ο Οικονόμου μίλησε δυόμιση ώρες και, μεταξύ άλλων, χρησιμοποίησε στο τέλος, στίχους από το ποίημα «Θούριος», του ποιητή Αντώνη Μαρτελάου (1754-1818): «Προσκυνώ την Ελλάδα, φιλώ το χέρι της ελευθερίας της». Ακριβώς! Δεν είναι εδώ ο γάμος που έχουμε προσκληθεί!
Κυριακή των Βαΐων του 1821. Ο Υψηλάντης προτρέπει τον άγιο Γρηγόριο τον Ε’ (1749-1821) Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, να εγκαταλείψει την Πόλη για να σωθεί από τη μανία των Τούρκων. Εκείνος, παρά τις εξορίες και κακουχίες που είχε υποστεί, αρνείται και λέγει: «Σήμερα, Κυριακή βαϊοφόρος, θα φάμε ψάρια και αύριο θα φάνε τα ψάρια εμάς!». Την επόμενη Κυριακή του Πάσχα, οι Τούρκοι τον εκρέμασαν στη μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου και τον άφησαν εκεί προς παραδειγματισμό των υπολοίπων ελλήνων, για τρεις ημέρες. Έπειτα, έσυραν το ιερό του λείψανο και το πέταξαν στη θάλασσα. Το λείψανο περισυνέλεξε ελληνικό πλοίο (με ρωσική σημαία) κοντά στην περιοχή του Γαλατά. Από εκεί το μετέφεραν στην Οδησσό, όπου και παρέμεινε έως στα 1871. Ήταν Απρίλιος του ίδιου έτους, όταν το ιερό λείψανο κατέφθασε στον Πειραιά. Ένα χρόνο, σχεδόν, αργότερα, 25 Μαρτίου 1872, με δαπάνη του μεγάλου ευεργέτου Γεωργίου Αβέρωφ, στήθηκε ο αδριάντας του μαρτυρικού Πατριάρχη στη δεξιά γωνία της προσόψεως του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και όμως! Ο Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ήξερε καλύτερα εκείνος, πως δεν είναι εδώ ο γάμος που είμαστε προσκεκλημένοι!
Αλλά, λίγο έλειψε ακόμη για να λησμονήσω και να ξεχαστώ! Τη 3η του μηνός Φεβρουαρίου, η αγία μας Εκκλησία πανηγυρίζει τη μνήμη των αγίων Σπετσιωτών Νεομαρτύρων Σταματίου, Ιωάννου και Νικολάου, οι οποίοι εμαρτύρησαν στα 1822, κοντά στη Χίο, επειδή έμειναν σταθεροί και αταλάντευτοι στην πίστη του Χριστού, την αγία. Τα δύο αδέλφια κατά σάρκα, Σταμάτιος και Ιωάννης, ήταν μόλις 18 και 22 χρόνων αντίστοιχα! Αυτοί οι ακαθαίρετοι πύργοι της Πίστεως, «οι και στεφάνους λαβόντες μαρτυρικούς, νικηφόροι εις ουρανούς ανίπτανται, παριστάμενοι τω Βασιλεί του παντός, και πρεσβεύοντες αυτώ υπέρ των ψυχών ημών».
Ένα πανδοχείο είναι ετούτος ο κόσμος! Ένα πανδοχείο, όπου, όλοι μας, ξενοδοχούμεθα προσωρινώς!