Η περίπυστη εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης της Κομοτηνής και οι τελετές για την Επέτειο της Ενσωμάτωσης της περιοχής στο Ελληνικό Κράτος (1920)
Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Κατά την παραμονή του ετήσιου εορτασμού των «Ελευθερίων» της Κομοτηνής, το απόγευμα της 13ης Μαΐου, γίνεται πανηγυρική υποδοχή της εικόνας της Παναγίας της Φανερωμένης στο χώρο μπροστά στο Δημαρχείο της Κομοτηνής, και στη συνέχεια σχηματίζεται λιτανευτική πομπή που καταλήγει στον μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου η εικόνα εναποτίθεται σε ειδικό προσκυνητάρι, και τελείται μέγας αρχιερατικός εσπερινός.
Την επομένη, στον ίδιο ναό τελείται πανηγυρική – και κατά κανόνα πολυαρχιερατική – θεία λειτουργία, δοξολογία και εκφωνείται πανηγυρικός λόγος από τον εκάστοτε Δήμαρχο Κομοτηνής, σε μια χαρακτηριστική περίπτωση σύζευξης στοιχείων εκκλησιαστικού και δημόσιου τελετουργικού, η οποία συχνά παρατηρείται σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις τοπικών εθνικών εορτών πολλών ελληνικών τόπων. Μάλιστα, η ύπαρξη νέων με «παραδοσιακές» θρακικές ενδυμασίες που κρατούν, λιτανεύουν και παραστέκουν ως τιμητική φρουρά την εικόνα δίνει και το εθνοτοπικό χρώμα του συγκεκριμένου εορτασμού, που συνιστά την θρακική εκδοχή της δεύτερης, «επίσημης» υπό την έννοια της δημόσιας και κρατικής εθιμοταξίας, λατρείας της εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης, κοντά σε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τον εκκλησιαστικό εορτασμό της στην πανήγυρη της μονής, στις 22 και 23 Αυγούστου κάθε χρονιάς.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η εικόνα μεταφέρεται ως το Δημαρχείο με στρατιωτικό όχημα, ενώ της αποδίδονται στρατιωτικές τιμές και λιτανεύεται πανδήμως, με φιλαρμονική, συνοδεία «επισήμων», των προσκεκλημένων για την πανήγυρη Μητροπολιτών και του κλήρου της Κομοτηνής ως τον μητροπολιτικό ναό. Η λιτανεία αυτή αποτελεί μια από τις κύριες εκδηλώσεις των «Ελευθερίων» της πόλης, η οποία παρακολουθείται από πλήθος λαού. Στο ναό όπου μεταφέρεται τελούνται καθημερινά ακολουθίες και ακολουθεί προσκύνημα, μέχρι και την μεταφορά της πίσω στη μονή Βαθυρρύακος, όπου και πάλι «ενθρονίζεται» στο μαρμάρινο προσκυνητάρι της, τον «θρόνο» της, κατά τη σχετική τελετουργική διατύπωση.
Οι τελετές αυτές διακρίνονται για την διαπλοκή εκκλησιαστικών τελετουργικών και δημόσιων – κρατικών τελετουργικών μορφών και εθιμοταξιών, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανάλογες ελληνικές περιπτώσεις. Και φυσικά αποτελούν κύριες μορφές νεωτερικών αστικών τελετουργιών, οι οποίες προσδιορίζουν το τελετουργικό σκέλος της σύγχρονής μας αστικής λαϊκής θρησκευτικότητας, και συνιστούν την κύρια μορφή δημοσίων τελετουργιών της Κομοτηνής με ιδιαίτερο τοπικό χρώμα, καθώς σε οριακές στιγμές της τοπικής ιστορίας αναφέρονται, όπως η ενσωμάτωση της πόλης και της περιοχής στο ελληνικό κράτος, τον Μάιο του 1920.
Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα η σύνδεση μεταξύ του εορτασμού της ενσωμάτωσης και της τελετουργικής μεταφοράς της εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης στην Κομοτηνή, και πάλι στον μητροπολιτικό ναό, όπου και αρχικά είχε εναποτεθεί και φυλαχθεί. Και τούτο επειδή η τελετουργία αυτή διασώζει και επεκτείνει στην εποχή μας την αρχική αίσθηση που προκλήθηκε από την ανακάλυψη της εικόνας, όταν συνδέθηκε με την έννοια μιας υπερφυσικής ενίσχυσης των ελληνορθόδοξων κατοίκων, στον πολλαπλό αγώνα που έδιναν για την διατήρηση της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, απέναντι στις αφομοιωτικές τάσεις της οθωμανικές εξουσίας και τις βίαιες προσπάθειες αλλοτρίωσης της βουλγαρικής επεκτατικής πολιτικής.
Με δεδομένο ότι στους αγώνες αυτούς των Θρακών η εθναρχούσα Εκκλησία είχε τον πρώτο και συντονιστικό ρόλο αφού γύρω της είχαν συσπειρωθεί οι δυνάμεις του Γένους, ήταν επόμενο η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης να αποτελέσει σύμβολο και αναλόγως να τιμηθεί από τους κατοίκους της περιοχής. Κι έτσι, κοντά στον θρησκευτικό εορτασμό της πανηγύρεως της μονής, για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, αναπτύχθηκε και ένας δεύτερος εορτασμός με τοπικό χρώμα, εκείνος των «Ελευθερίων», που ολοκληρώνει τον κύκλο της λαϊκής λατρευτικής τιμής προς την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης.
Ο δεύτερος εορτασμός της εικόνας, με το ιδιαίτερο ιστορικό και εθνικό χρώμα που τον διακρίνει, αποτελεί εκδήλωση της διαπλοκής των φαινομένων και των εκδηλώσεων της λαϊκής λατρείας με την ιστορική συγκυρία και την τοπική ιστορία. Και φανερώνει, για μια ακόμη φορά, την στενή σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των σεβασμάτων της με την ιστορική πορεία του Γένους, και τους αγώνες του για επιβίωση, διατήρηση της ταυτότητάς του και αυθύπαρκτο πολιτικό και εθνικό βίο, κάτι που στο λαό μας συνδέεται άμεσα τόσο με την βυζαντινή παράδοση της συναλληλίας κρατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, όσο και με την μεταβυζαντινή πρακτική της εθναρχούσας Εκκλησίας.