Υπήρχαν οι αιρέσεις, οι εχθροί της Εκκλησίας, υπήρχε και η μετανάστευση, αλλά ήταν με άλλη μορφή. Σήμερα καλείται ο καθένας μας να λάβει μια θέση απέναντι σε αυτά. Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε αυτά τα γεγονότα και σε αυτές τις καταστάσεις, ως ορθόδοξοι χριστιανοί που είμαστε; Καλούμαστε να διδάξουμε ότι κάθε λαός πρέπει να σέβεται τις θρησκευτικές δοξασίες και τις παραδόσεις των άλλων λαών, ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να κρίνονται από το θρήσκευμά τους, το χρώμα τους, το φύλο τους και να μην δογματίζουμε, γιατί οι ίδιοι οι άνθρωποι αποτελούν αυτοαξία.
Το πρόβλημα δεν έγκειται στους άλλους ανθρώπους, αλλά έγκειται σε εμάς τους ίδιους. Ο άνθρωπος ο οποίος φωνάζει και κάνει φασαρία, έχει ο ίδιος πρόβλημα. Όταν δεν αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, όταν είσαι βέβαιος περί της πίστεώς σου, όταν είσαι σίγουρος ότι αυτή η πίστη είναι η αληθινή και το βιώνεις αυτό, δεν αισθάνεσαι καμία φοβία, καμία απειλή και καμία δυσκολία. Κι όταν χρειαστεί να πεις κάποιο λόγο, θα τον πεις «ἐν εἰρήνῃ», με μια αρχοντιά, χωρίς να είσαι πανικοβλημένος και να κάνεις πράξεις, που δείχνουν άνθρωπο ο οποίος έχει μέσα του αμφιβολίες για αυτό το οποίο πιστεύει.
Αν δούμε τους Πατέρες και το ήθος της Εκκλησίας μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι Πατέρες ήταν πάντοτε άνθρωποι πεπεισμένοι «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», ήταν πεπεισμένοι για αυτό το οποίο πίστευαν και για τον λόγο αυτό δεν φοβόντουσαν και δεν αισθάνονταν την ανάγκη να μηδενίσουν κανέναν άνθρωπο.
Εδώ είναι ένα λεπτό σημείο, το πώς δηλαδή, μπορείς να αγαπάς και να δέχεσαι τους άλλους ανθρώπους, αλλά να μην δέχεσαι αυτό το οποίο πιστεύουν. Πού βρίσκεται η χρυσή τομή; Να μην αρνηθείς την πίστη της Εκκλησίας του Χριστού και τις παραδόσεις της πατρίδας σου, αλλά από την άλλη να μην μηδενίσεις τον άλλο. Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε άνθρωποι, που να έχουμε καταλάβει πολύ καλά τον Χριστό. Αυτός που κατάλαβε τον Χριστό και έχει αφομοιωθεί από τον Χριστό και το πνεύμα του Ευαγγελίου, αναπαύει τους άλλους ανθρώπους, τους βοηθά, τους παρηγορεί, τους οικοδομεί, έστω κι αν καμιά φορά εκφράσει τη διαφωνία του. Μπορεί να πει ειρηνικά: «εγώ δεν συμφωνώ με αυτό που εσύ λες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε εχθροί». Αγαπώ τον άλλο άνθρωπο, είμαι έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτόν, αλλά μπορώ να μην συμφωνώ καθόλου μαζί του.
Όποιος έχει το πνεύμα του Χριστού μέσα του, είναι απαθής, δεν έχει ίχνος κακίας ούτε εμπάθεια για τον άλλον άνθρωπο, ούτε έχει καμιά ιδέα περί του εαυτού του, αλλά φιλανθρώπως κινούμενος γίνεται αμετακίνητος από τις θέσεις του. Αν για παράδειγμα έρθει ένας να σου πει: «τι είναι αυτά τα πράγματα; Τι μουσουλμάνος, τι χριστιανός, όλοι στον ίδιο Θεό πιστεύουμε, όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες». Αν συμφωνήσεις, τότε δεν ανταποκρίνεσαι σωστά. Ούτε μπορείς όμως να του απαντήσεις: «όχι δεν είναι έτσι, η διαφορά είναι ότι εσύ θα πας στην κόλαση κι εγώ θα πάω στον παράδεισο». Γιατί ένας άνθρωπος που έχει το πνεύμα του Χριστού μέσα του, δεν μπορεί να στείλει κανένα στην κόλαση, γιατί ο μόνος που πάει στην κόλαση είναι ο ίδιος. Ο Άγιος Σιλουανός έλεγε: «οἱ πάντες σῴζονται, ἐγὼ δὲ μόνος ἀπόλλυμαι», δηλαδή «όλοι θα σωθούν, ο μόνος που θα καταστραφεί είμαι εγώ».
Ακόμα, οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ο διάβολος, που είναι η έκφραση όλης της αποστασίας από τον Θεό, θα έρθει κάποια ώρα που θα χωριστεί αιώνια από τον Θεό και θα είναι στην αιώνια κόλαση. Γι’ αυτό κι ο Αββάς Ισαάκ λέει: «τι είναι αγάπη υπέρ όλης της κτίσεως; Το να προσεύχεσαι υπέρ των ανθρώπων, υπέρ της κτίσεως, υπέρ των ερπετών, υπέρ των φυτών και υπέρ των δαιμόνων». Το πλήθος της αγάπης των αγίων δεν τους άφηνε να ανεχθούν μέσα στην καρδία τους ότι έστω και ένα δημιούργημα του Θεού θα κολαστεί αιώνια. Ο Άγιος Σιλουανός ακόμη έλεγε ότι δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι θα υπάρξει άνθρωπος στον κόσμο, που θα χωριστεί από τον Θεό. Γι’ αυτό και στη μετά δακρύων προσευχή του έλεγε: «Κύριε, δέομαί Σου, ἵνα σὲ γνωρίσουν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς».
Η προσευχή και η έγνοια της Εκκλησίας είναι να γνωρίσει όλος ο κόσμος τον Θεό εν Πνεύματι Αγίω. Αυτό είναι που ζητούμε εμείς από τον Θεό. Δεν καταδικάζουμε κανέναν άνθρωπο, δεν είναι δικό μας έργο ούτε και μας αναπαύει αυτή η σκέψη. Για τους πάντες εμείς οφείλουμε να προσευχόμαστε έτσι, ώστε να γνωρίσουν τον Θεό εν Πνεύματι Αγίω και όλοι να «καταντήσουν εις την ενότητα της πίστεως και εις την επίγνωση» του Αγίου Πνεύματος.
Τώρα τι κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Όταν έχουμε το πνεύμα του Θεού μέσα μας, τότε μπορούμε να βαδίσουμε αυτή την πολύ λεπτή μέση οδό, αποφεύγοντας τα δύο άκρα, το άκρο της ισοπέδωσης και το άκρο της μισαλλοδοξίας. Όταν η πίστη στηρίζεται πάνω στη λογική, εκεί να φοβάσαι, γιατί αν έρθει ο άλλος με πιο λογικά επιχειρήματα, θα σε συντρίψει. Αλλά όταν η πίστη δεν στηρίζεται στον ορθολογισμό αλλά στην εμπειρία, πώς θα μπορέσει κάποιος να σου αφαιρέσει αυτή την εμπειρία του Θεού; Έλεγε ο Απόστολος Παύλος: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» Τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι ισορροπημένος άνθρωπος, αγαπά όλο τον κόσμο, εύχεται μέσα από τη Θεία Λειτουργία υπέρ όλου του κόσμου, για να μη χαθεί κανένας άνθρωπος. Απ’ εκεί και πέρα, δεν μπορούμε να πούμε τίποτε άλλο. Απλά αγαπούμε όλους τους ανθρώπους.
Το σωστό είναι το εξής: να μάθουμε να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Όλοι μας έχουμε κάποιες αρχές, έναν τρόπο ζωής που μπορεί να μας κάνει να διαφοροποιούμαστε από τους άλλους. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε εχθροί τους. Εάν έχουμε υγιείς στάσεις στο πλαίσιο των ανθρωπίνων μας σχέσεων, τότε σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον κάθε άνθρωπο όπως είναι, χωρίς να τον αναγκάζουμε να υποταγεί σε αυτό το οποίο εμείς θέλουμε. Να μην θέλουμε να του υποτάξουμε την ελευθερία του, επειδή είναι διαφορετικός από μας. Εδώ, ο Θεός σέβεται την ελευθερία μας, ποιοι είμαστε εμείς που θα υποτάξουμε την ελευθερία των άλλων; Από την άλλη, ούτε εμείς πρέπει να υποτασσόμαστε σε αυτό που είναι οι άλλοι, αν δεν το επιθυμούμε. Να έχουμε το θάρρος να είμαστε αυτοί που είμαστε. Πρέπει ο καθένας να μάθει να πολεμά τους γογγυσμούς και τους αρνητικούς λογισμούς του για τον άλλο άνθρωπο. Γιατί δεν είμαστε πλασμένοι να είμαστε εμπαθείς άνθρωποι, αλλά να είμαστε γεμάτοι αγάπη μέσα μας. Άρα κάθε πράγμα που είναι ξένο προς τη φύση μας, να το διώχνουμε. Πέραν τούτου, όταν μάθεις να δέχεσαι τον άλλο άνθρωπο όπως είναι, κάνεις αυτό που λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο: «Προσέχετε, μὴ καταφρονήσετε ἑνὸς τούτων τῶν ἐλαχίστων», δηλαδή, και τον τελευταίο άνθρωπο ακόμα – που δεν υπάρχει τελευταίος άνθρωπος – αλλά κι αυτόν που εμείς νομίζουμε ως τελευταίο άνθρωπο, να μην τον καταφρονούμε, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και είναι αδερφός σου και εσύ δεν είσαι κάτι περισσότερο από αυτόν, για να τον υποτιμάς και να τον απορρίπτεις. Είναι σημαντικό να δέχεσαι τον άλλο άνθρωπο, να δέχεσαι την αξία του, την τιμή του, να βλέπεις στον άλλο άνθρωπο την εικόνα του Θεού, ανεξαρτήτως του χρώματός του, της φυλής του, του φύλου του, των πιστεύω του. Ο άλλος άνθρωπος είναι ο εαυτός σου, δεν έχει τίποτα κατώτερο από εσένα. Όταν σέβομαι τον άλλο δεν σημαίνει ότι αποδέχομαι αυτά που πιστεύει. Όμως δεν τον υποτιμώ, δεν τον περιγελώ και δεν τον κατακρίνω. Το να απορρίπτεις τον άλλο άνθρωπο, επειδή είναι διαφορετικός από εσένα, είναι το πιο εύκολο πράγμα. Η τέχνη των τεχνών, εάν είσαι άνθρωπος του Θεού, είναι το πώς αποδέχεσαι τον άλλο. Αυτό κάνει η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μια αγκαλιά. Η Εκκλησία ζεσταίνει τον άνθρωπο, δεν τον διώχνει.
Αυτό πρέπει να δώσουμε στον σύγχρονο άνθρωπο. Να γίνουμε καλοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Να είμαστε άρχοντες δηλαδή, να παραμείνουμε πιστοί στην ελληνική μας παράδοση και στην ορθόδοξή μας πίστη χωρίς να είμαστε σωβινιστές, εθνικιστές και κομπλεξικοί.
Να έχουμε μια αρχοντιά για να μπορούμε να πούμε το πιστεύω μας οπουδήποτε κι αν βρεθούμε, αλλά να έχουμε και μια καρδιά που να είναι σαν το περιβόλι, να μπορεί να δεχθεί και να αναπαύσει κάθε άνθρωπο ο οποίος μας πλησιάζει.
Να μάθουμε να ευχαριστούμε τον Θεό για όλα τα καλά που έχουμε, για όλα όσα μας έδωσε κι όταν δούμε όλα όσα μας έδωσε ο Θεός, τότε καταλαβαίνουμε ότι εμείς έχουμε πάρα πολλά πράγματα, που δεν τα έχουν οι άλλοι άνθρωποι κι ομοίως οι άνθρωποι έχουν πολλά πράγματα, που δεν τα έχουμε εμείς. Δεν υπάρχουν άνθρωποι όμοιοι κι αυτό το λέει η Εκκλησία μας κατά κόρον και το επαναλαμβάνουν οι Πατέρες, ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι όμοιος με τον άλλο. Μοιάζουμε, αλλά κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Με αυτό τον τρόπο σκέψης, δεν μπορώ να απορρίψω τον άλλο άνθρωπο, ούτε να τον φθονήσω, αλλά χαίρομαι γι’ αυτόν, για τα χαρίσματα που έχει, για τη διαφορετικότητά του. Έτσι όλοι μαζί αποτελούμε το γένος των ανθρώπων, για το οποίο ο Ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος. Βλέπουμε έτσι στον αδερφό μας τον εαυτό μας τον ίδιο και το συμπλήρωμά μας. Συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο με τη διαφορετικότητά μας.
Δεν είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα λοιπόν, γιατί όλα αυτά, η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα μάς φέρνουν απέναντι σε ψευτοδιλήμματα. Δεν υπάρχουν συνταγές. Το θέμα είναι να γίνουμε εμείς σωστοί ορθόδοξοι, να αποκτήσουμε το πνεύμα του Χριστού μέσα μας, να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη μας την ύπαρξη και τότε θα δείτε ότι θα χωράει μέσα μας όλος ο κόσμος. Απομένει να αποκτήσουμε εμείς αυτή τη σχέση με το Θεό, να γίνουμε χαρούμενοι άνθρωποι, να κινούμαστε ελεύθερα, να ευχόμαστε όλοι οι άνθρωποι να αγαπούν τον Θεό και κανένας να μη χωριστεί από Αυτόν.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
(Δημοσιεύθηκε στό περιοδικό “Καθ’ Oδόν. Περιοδική Νεανική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού”, τεύχος 29)