Ο άνθρωπος ως δημιούργημα “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν” προβάλλεται ως δραστικό και δημιουργικό πρόσωπο και αυτοεντάσσεται σε μια δυναμική πορεία. Αμέσως τοποθετείται σε σχέση και σε πορεία, ακριβώς γιατί είναι πλασμένος “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ”.
Μια διαρκής πορεία και δραστηριότητά του ως «μιμητής καί συνεργάτης τοῦ Θεοῦ»[1], με απώτερο στόχο την «ἀναμόρφωσίν του ἀρχαίου κάλους καί τήν ἐπίτευξιν τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν»[2]. Αυτήν την πορεία προς την αληθήν πραγματικότηταν, η οποία είναι ο Θεός, δύναται ο άνθρωπος να προσεγγίσει και μέσω της προσευχητικής αναγωγής του προς το θείο.
«Ἡ θεολογική χάρι καί ἔμπνευσι ἔρχεται ἐξαίφνης ἄνωθεν, μία στιγμή πού δέν περιμένεις· μία στιγμή, πού γιά νά φτάσης πέρασες βάσανα δοκιμασιῶν καί καταιγίδων. Τή στιγμή ἐκείνη τῆς ἡσυχίας καί διαύγειας – μετά τή καταιγίδα – φαίνονται ἐναργώς τά κεκρυμμένα, “τά ἄδηλα καί τά κρύφια”.
Καί πάλι, ἄν τά πάντα καλύψη νέφος καί ὁμίχλη ἀκηδίας, ὁ ἄνθρωπος τῆς Χάριτος κυκλοφορεῖ ἀπρόσκοπτα, γιατί μέσα τοῦ παραμένει φωτεινή ἡ τοπογραφία τοῦ πεδίου πού τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθῆ.
Παραπομπές:
[1] Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σελ. 194,
[2] Ξεξάκη Νικολάου, Ορθόδοξος Δογματική Γ’, σελ.227.