Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία· ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εντούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο Θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος.
Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία: ότι είναι πιο αμαρτωλός απ’ όλους, πιο αισχρός απ’ όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο παρά φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σ’ αυτούς. Οφείλει ακόμη να λέει στον εαυτό του:
«Πού να ξέρω εγώ ακριβώς τις αμαρτίες των ανθρώπων ποιες και πόσες είναι; Πού να ξέρω αν είναι ίσες ή υπερβαίνουν τις δικές μου; Και αφού, ψυχή μου, δεν ξέρω, είμαι κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους, σαν χώμα και στάχτη κάτω από τα πόδια τους. Και πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου αισχρότερο απ’ όλα τα κτίσματα που βρίσκονται στην κατά φύση κατάσταση όπως δημιουργήθηκαν, ενώ εγώ λόγω των αμέτρητων αμαρτιών μου βρίσκομαι στο παρά φύση; Αλήθεια, και τα θηρία και τα κτήνη είναι πιο καθαρά από μένα τον αμαρτωλό. Και γι’ αυτό είμαι κάτω απ’ όλα, αφού με τις αμαρτίες μου έχω ριχτεί πριν πεθάνω στον άδη και είμαι πεσμένος εκεί.
»Ποιος δεν αισθάνεται ότι ο αμαρτωλός είναι χειρότερος κι από τους δαίμονες, αφού είναι δούλος και υπήκοός τους κι είναι ήδη από εδώ φυλακισμένος μαζί τους στο σκοτάδι; Πράγματι, χειρότερος κι από τους δαίμονες όποιος κυριεύεται από αυτούς. Και γι’ αυτό, ταλαίπωρε, θα κληρονομήσεις μαζί τους την άβυσσο, εσύ που κατοικείς στα καταχθόνια και στον άδη και στην άβυσσο πριν ακόμη πεθάνεις. Πώς εξαπατάς τον εαυτό σου και τον ονομάζεις δίκαιο, αφού με τα κακά σου έργα τον κατάντησες αμαρτωλό και βέβηλο και δαίμονα; Αλοίμονο, πόσο απατάσαι και πλανάσαι, δαιμονολάτρη, σκύλε ακάθαρτε, που γι’ αυτά θα ριχτείς στη φωτιά και στο σκότος.»
* * *
Οι τρόποι που δείχνουν και οδηγούν στη θεοδώρητη ταπείνωση είναι εφτά, κι ο καθένας στηρίζει και γεννά τους άλλους. Είναι οι ακόλουθοι: σιωπή, ταπεινοφροσύνη, ταπεινολογία, ταπεινή ενδυμασία, αυτομεμψία, συντριβή, εσχατιά. Η με επίγνωση σιωπή γεννά την ταπεινοφροσύνη. Από την ταπεινοφροσύνη γεννιούνται οι άλλοι τρεις τρόποι της ταπεινώσεως: το να λέει κανείς ταπεινά, το να φορά ταπεινά και ευτελή ρούχα και το να μέμφεται διαρκώς τον εαυτό του. Αυτοί οι τρεις τρόποι γεννούν τη συντριβή που προέρχεται από την παραχώρηση των πειρασμών, την οποία ονομάζουν και οικονομική παιδαγωγία και ταπείνωση που προξενείται από τους δαίμονες. Η συντριβή εύκολα κάνει την ψυχή να βιώνει την “εσχατιά”, δηλαδή να είναι κάτω απ’ όλους και έσχατη όλων, αφού την κυριεύουν όλοι. Οι δύο τελευταίοι τρόποι φέρνουν την τέλεια και θεοδώρητη ταπείνωση. Τη δύναμη αυτή την ονομάζουν τελειότητα όλων των αρετών. Και αυτή είναι που αποδίδει στο Θεό τα ενάρετα κατορθώματα.
Πρώτα λοιπόν απ’ όλα είναι η σιωπή, από την οποία γεννιέται η ταπεινοφροσύνη. Αυτή γεννά τους επόμενους τρεις τρόπους της ταπεινώσεως. Οι τρεις αυτοί τρόποι γεννούν τη συντριβή. Η συντριβή γεννά τον έβδομο τρόπο της πρώτης ταπεινώσεως, τον κάτω απ’ όλους, τον οποίο και ονομάζουν οικονομική ταπείνωση. Η οικονομική ταπείνωση φέρνει τη θεοδώρητη και τέλεια και ανυπόκριτη και αληθινή ταπείνωση. Η πρώτη ταπείνωση έρχεται έτσι: αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν υποδουλωθεί και δεν κυριευθεί νικημένος από κάθε πάθος και λογισμό και πνεύμα, χωρίς να βρίσκει βοήθεια μήτε από έργα, μήτε από το Θεό ή από οτιδήποτε γενικά, έτσι που να φτάσει πια στην απελπισία και να ταπεινωθεί σε όλα, δεν μπορεί να συντριβεί και να έχει τον εαυτό του κάτω απ’ όλους και έσχατο και δούλο όλων και χειρότερο ακόμη κι από τους δαίμονες, αφού νικιέται κι εξουσιάζεται από αυτούς. Αυτή λοιπόν είναι η οικονομική ταπείνωση που παραχωρεί η Πρόνοια, και μέσω αυτής δίνεται από το Θεό η δεύτερη, η υψηλή ταπείνωση, η οποία είναι θεία δύναμη που ενεργεί και κάνει τα πάντα. Αυτη κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον εαυτό του πάντοτε όργανο της θείας δυνάμεως και να εργάζεται μ’ αυτήν τα θαυμάσια του Θεού.
Από το βιβλίο: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ, τόμος Δ’, “137 ωφέλιμα κεφάλαια”, σελ. 199 (κεφάλαια 115 και 117). Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας».