Μέσα στα όρια της προσευχτικής διαστάσεως, ασύληπτα ω προς τον ακριβή και χωροταξικό προσδιορισμό τους, ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό υπο το φως μιας υπεφυσικής πραγματικότητας.
Το μυστηριο της μεθέξεως στην κοινωνία του Θεού παραμένει απρόσιτο στον ανθρώπινο νού και απροσπέλαστο, πλην όμως καθίσταται βίωμα μέσω τα ορθοπραξίας, μέσω της γνώσης και της ενοίκησης του Λόγου ως μυστικής θεολογίας.
Στην Ορθοδοξία ο προσευχόμενος “ενώνεται” με τον Χριστό και επομένως με ολόκληρη την Αγία Τριάδα, ένωση που εκφράζεται ως δοξασμός και θέωση στο ποσοστό που μετέχει στη θεϊκή άκτιστη δόξα του Χριστού[1].
Παραπομπές:
[1] Βλ. σχ., Γαϊτάνη Βασιλείου, Από την Επικοινωνία στην Κοινωνία, σελ. 218. Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει σχετικά: «Ὅταν ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός σκέπτεται, τό κάμνει ἐν προσευχή, μετά φόβου καί τρόμου, διότι γνωρίζει ὅτι εἰς αὐτό μυστικῶς συμμετέχει ὅλος ὁ χορός τῶν Ἁγίων, ὅλος ὁ χορός ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε οὗτος ἀνήκει εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά εἰς ὅλους τους Ἁγίους, καί δί’ αὐτῶν εἰς τόν Πανάγιον ΚΎΡΙΟΝ Ἰησοῦν. Ὅταν θεωρῆ τό πνεῦμα τοῦ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, λέγει εἰς τόν εἰς τόν ἑαυτόν του: τό πνεῦμα μου δέν εἶναι τίποτε, ἐάν δέν πληρωθῆ καί δέν τελειωθῆ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα». (Πόποβιτς Ιουστίνου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 123).