Η προσκύνηση των Μάγων
Οἱ ἑορτασμοί τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου φέρουν πάντοτε στή μνήμη μας τό γεγονός τῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων.
Ἡ προσκύνησις αὐτή, πού περιγράφεται στήν περικοπή Ματθ. β΄ 1-13, ἔγινε στόχος τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς διαφόρων «ἀπομυθευτῶν», οἱ ὁποῖοι – μέ τή χρῆσι τῶν μεθόδων τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου» καί τῆς «κλίνης τοῦ Προκρούστου» – ἀμφισβητοῦν ὅτι ὁ «Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας» ταυτίζεται μέ τόν «Χριστό τοῦ κηρύγματος». Ὑπέρ τῆς ἀξιοπιστίας τῆς διηγήσεως γιά τήν προσκύνησι τῶν Μάγων συνηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ διήγησις αὐτή ἀποτελεῖ μίαν ἑνότητα μέ τά ἐξιστορούμενα στή συνέχεια (στούς στίχους 13-23), τῶν ὁποίων εἶναι ἔκδηλος ὁ ἱστορικός χαρακτήρ.
Ἐκ τοῦ χωρίου Ματθ. β΄ 16, – τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἡρώδης «ἀνεῖλε (διέταξε νά φονεύσουν) πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων» – μποροῦμε νά συμπεράνωμεν, ὅτι ἡ προσκύνησις τῶν μάγων ἔγινε ἴσως ἕν ἔτος ἤ καί περισσότερον μετά τή Γέννησι τοῦ Σωτῆρος.
Ἀλλά ποῖοι ἦσαν οἱ Μάγοι; Ἡ λέξις Μάγος, σανκριτιστί Maha, ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τούς σοφούς, τούς ἰατρούς, τούς μελετητές τῶν ἄστρων, τούς ἑρμηνευτές τῶν ὀνείρων καί τούς ἐν γένει πεπαιδευμένους τῶν Μήδων, τῶν Περσῶν, τῶν Χαλδαίων καί τῶν Βαβυλωνίων, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονταν κατά τόν Ἡρόδοτον (Ἱστ. 3,61) οἱ ἱερεῖς μάντεις, οἱ ὁποῖοι ἀπό παρατηρητήρια τῶν Ναῶν, στούς ὁποίους ἱεράτευαν οἱ πλεῖστοι, παρατηροῦσαν τίς κινήσεις τῶν οὐρανίων σωμάτων.
Στή Δύσι οἱ Μάγοι χαρακτηρίζονται ὡς «Βασιλεῖς» ὑπό τήν ἐπίδρασι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὁ ὁποῖος τούς συνδέει μέ τό χωρίο Ψαλμ. οα΄ 10 («βασιλεῖς Ἀράβων καί Σαβᾶ δῶρα προσάξουσιν»).
Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίς τῶν Μάγων, πού προσκύνησαν τό Θεῖο Βρέφος, δέν ἀναφέρεται. Ἁπλῶς γίνεται μνεία ὅτι ἦλθαν ἐξ «Ἀνατολῆς». Ἡ λέξις «Ἀνατολή» στήν Βίβλο σημαίνει α) ὁλόκληρη τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή· β) τήν ἀπέραντη συριακή καί ἀραβική ἔρημο· γ) τίς περιοχές τῆς Βαβυλωνίας, Ἀσσυρίας καί Περσίας (Alois Riedmann, Die Wahrheit όber Christus, Freiburg 21952, s. 163).
Συμφώνως πρός αὐτά, ὁ Ὠριγένης λέγει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐκ Χαλδαίας (πρβλ. Migne Ε.Π. 11,768). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὡς πατρίδα τους τήν Περσία (πρβλ. τά χριστουγεννιάτικα κάλαντα: «ἐκ τῆς Περσίας ἔρχονται…»). Ἄλλοι ὁμιλοῦν γιά τήν προέλευσί τους ἐκ Βαβυλωνίας (πρβλ. Θρησκ. καί Ἠθικήν Ἐγκυκλοπαιδείαν, τόμ. 8, ἔτος 1966, στ. 461).
Ἐπικρατοῦσα εἶναι ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰουστίνου, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Διάλογος πρός Τρύφωνα» «δεκάκις» ἀναφέρει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐξ Ἀραβίας.
Ἀνέκαθεν ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη, ὅτι οἱ Μάγοι ἦσαν τρεῖς. Ἡ ἄποψις αὐτή σχετίζεται προφανῶς πρός τό τριπλοῦν τῶν δώρων, πού προσέφεραν στόν Λυτρωτή. «Ἐάν ἡ ἐλπίς ὅπως ἀνευρεθῆ ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ἔφερε τόν Τιριδάτην καί τούς μάγους εἰς Νεάπολιν, ὡς ἀναφέρει ὁ Σουετώνιος, εἶναι πολύ πιθανόν καί ἄλλοι μάγοι νά ἦλθαν εἰς τήν μητρόπολιν τῆς Παλαιστίνης πρός παρόμοιον σκοπόν» (Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι, 1958, σ. 41).
Οἱ προσκυνητές Μάγοι εἶχαν ἔλθει πιθανῶς σ’ ἐπαφή μέ τούς Ἰουδαίους, πού ὑπῆρχαν στίς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τούς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας καί εἶχαν γνωρίσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τίς προφητεῖες τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Μεσσία. Ἴσως γνώριζαν καί τήν προφητεία τοῦ Βαλαάμ, ἡ ὁποία προέλεγεν ὅτι θά ἀνατείλη ἄστρον ἐξ Ἰούδα (Ἀριθμ. κδ΄ 17).
Εἶναι πράγματι καταπλητκτική ἡ πίστις τῶν Μάγων, οἱ ὁποῖοι ἐπεχείρησαν τό μακρινό καί πολύ κοπιαστικό ταξίδι τους. Ἐγκατέλειψαν πρός καιρόν τίς πατρίδες τους, τίς ἐπιστημονικές ἀπασχολήσεις καί τίς οἰκογενειακές τους ὑποχρεώσεις, γιά ν’ ἀναζητήσουν, βροῦν καί προσκυνήσουν Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἦταν «προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. μθ΄ 10). Πόση δέ ἦταν ἡ λύπη τους, ὅταν ἔχασαν γιά λίγο τόν οὐράνιο ὁδηγό τους, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι «ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (στ. 10), ὅταν ἐκ νέου εἶδαν τόν ἀστέρα (πρβλ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου, Χριστός ἐπί γῆς, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 77).
Ὅταν οἱ φωτισμένοι σοφοί τῆς Ἀνατολῆς ἔφθασαν «εἰς τήν οἰκίαν» τῆς ἁγίας οἰκογενείας καί «εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (στ. 11), δέν βρῆκαν ἀνάκτορα, ἀλλά πτωχικό περιβάλλον. Παρά ταῦτα, ἡ πίστις τους δέν κλονίσθηκε. Μέ πίστιν καί εὐλάβειαν «πεσόντες προσεκύνησαν», καί «ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν… δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (στ. 11). Ὁ χρυσός εἶναι τό εὐγενέστατο μέταλλο, πού χρησίμευε, ἐκτός τῶν ἄλλων, πρός διακόσμησιν τῶν ναῶν, τῶν θυσιαστηρίων, τῶν λατρευτικῶν ἀντικειμένων καί ἀμφίων. Τό ἀρωματικό λιβάνι προσφερόταν μέσα σέ τόπους λατρείας ὡς σύμβολον τῆς ἀναψυχουμένης πρός τόν Θεόν ψυχῆς καί προσευχῆς. Ἡ σμύρνα ἦταν τό πολύτιμο εἶδος ἀρωματικῆς ρητίνης βαλσαμόδενδρου, πού τήν χρησιμοποιοῦσαν γιά ν’ ἀρωματίζουν κεφάλια, χέρια, φορέματα, ἱερούς χώρους κ.λπ.
Κάποια παράδοσις τοῦ ια΄ αἰῶνος ἀναφέρει λείψανα τῶν Τριῶν Μάγων, τά ὁποῖα ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη μετακομίσθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, τόν δ΄ ἐπίσης αἰῶνα στά Μεδιόλανα, τό δέ 1164 στήν Κολωνία, ὅπου καί ἀνοικοδομήθηκε τόν ιγ΄ αἰῶνα ὁ καί μετέπειτα περίλαμπρος καθεδρικός ναός τῆς πόλεως.
Ἡ μνήμη τοῦ γεγονότος τῆς Προσκυνήσεως τῶν Μάγων, πού στούς Ὀρθοδόξους συνδέεται μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, στούς Δυτικούς ἑορτάζεται τήν 6η Ἰανουαρίου πανηγυρικῶς καί δίδει ἀφορμήν πρός ἀνάπτυξι λιτανειῶν καί λαϊκῶν θρύλων καί πρός τονισμόν τῆς ἐκ μέρους τῶν «Τριῶν Βασιλέων» προστασίας τῶν παντός εἴδους προσκυνητῶν. Χαρακτηριστική ἐπίσης εἶναι ἡ προβολή τους σέ Ἀνατολή καί Δύσι ἀπό τήν Χριστιανική Τέχνη. Ἐπίσης ἀπό τόν θ΄ αἰῶνα ἔχει ἐπικρατήσει ἡ παράδοσις ὅτι οἱ Τρεῖς Μάγοι ὀνομάζονταν Κάσπαρ, Μέλχιορ καί Βαλτάσαρ.
Τό βαθύτερο νόημα τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων τῶν εἰδωλολατρῶν Μάγων στόν Σωτῆρα εἶναι ὅτι καί ὁ ἐθνικός κόσμος, πού φωτιζόταν ἀπό τίς ἀκτῖνες τῆς ἀληθείας τοῦ «σπερματικοῦ Λόγου», προσέφερε τά δῶρα του στόν Χριστιανισμό. Ἄν οἱ ποιμένες, πού προσκύνησαν τό Βρέφος τῆς Βηθλεέμ ἦσαν ἐκπρόσωποι τῆς ἰσραηλιτικῆς πίστεως καί τῆς ἁπλοϊκῆς εὐσεβείας, οἱ Μάγοι ἐκπροσωποῦν τίς τάξεις τῶν πεπαιδευμένων τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, μέσα στίς ὁποῖες ἦταν ἐπίσης διάχυτη ἡ προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέχθηκε πολλά δῶρα ἀπό τόν ἐθνικό κόσμο, ἰδίως κατηγορίες σκέψεως πρός διατύπωσι δογματικῶν ἀληθειῶν καί κατάλληλα μορφολογικά στοιχεῖα καί «ὀστράκινα σκεύη», πού χρησίμευσαν στήν παρουσίασι τοῦ αἰωνίου οὐρανίου θησαυροῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ζωῆς καί λατρείας.
Ἀλλά ποῖο θά εἶναι καί τό ἰδικό μας δῶρο στόν τεχθέντα Σωτῆρα τοῦ κόσμου; Πρέπει νά εἶναι ἡ ζωντανή πίστις, πού μετουσιώνεται σέ λατρεία «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί σέ ἔργα ἀρετῆς καί ἀγάπης πρός τούς συνανθρώπους μας.
Πηγή: Αποστολική Διακονία
Ευάγγελος Δ. Θεοδώρου