Γράφει ο π. Δημήτριος Μπόκος
Έλεγε κάποιος στον π. Ιωήλ Γιαννακόπουλο τους λόγους, που τον εμπόδιζαν να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του:
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήσει πρώτος! Αυτός έφταιξε κι όχι εγώ! Κι έπειτα αυτός είναι μικρότερος κι εγώ μεγαλύτερος.
– Δεν μου λες, ρώτησε ο πνευματικός, ποιός είναι μεγαλύτερος; Εμείς ή ο Θεός;
– Μα θέλει και ρώτημα; Ο Θεός βέβαια!
– Και ποιός έφταιξε στον άλλο; Ο Θεός σ’ εμάς ή εμείς στον Θεό;
– Εμείς φταίξαμε στον Θεό.
– Και ποιός έκανε την αρχή της συμφιλιώσεως; Εμείς πήγαμε στον Θεό ή ο Θεός ήρθε σ’ εμάς;
– Ο Θεός ήρθε σ’ εμάς.
– Λοιπόν;
– Λοιπόν, …σας ευχαριστώ! Έχετε δίκιο. Εγώ θα πάω στον αδελφό μου!
Ώστε ο Θεός, που είναι απείρως μεγαλύτερος και δεν μας έφταιξε καθόλου, κάνει την πρώτη κίνηση και έρχεται για συμφιλίωση. Έρχεται με μόνο κίνητρο την αγάπη. Θέλει μόνο να μας δώσει την ευκαιρία ν’ αφήσουμε την έχθρα που, όχι αυτός, αλλά εμείς έχουμε γι’ αυτόν, να συμφιλιωθούμε μαζί του. Γι’ αυτό και κλίνει ουρανούς, αφήνει δηλαδή το μεγαλείο του και έρχεται κοντά μας ταπεινός. Σαν ένας από μας, ίσος με εμάς, ακόμα και παρακάτω από μας, αφού λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλ. 2, 7).
Η ενανθρώπηση του Χριστού, γι’ αυτόν είναι ταπείνωση. Κι όμως αυτός χαίρεται να είναι μικρός ανάμεσά μας, να τρέχει πίσω μας σαν υπηρέτης (Λουκ. 22, 27), να μας παρακαλεί σαν μικρότερος να γυρίσουμε κοντά Του. Κι εμείς; Θεωρούμε ταπεινωτικό να πλησιάσουμε έναν τέτοιο Θεό; Είναι μειωτικό για μας να ανταποκριθούμε στην τόση αγάπη Του;