Ψάχνοντας να βρούμε την προέλευση της λέξης «μόρτης», η οποία στις ημέρες μας σημαίνει τον άνθρωπο του δρόμου, αυτόν που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους, τον μάγκα, το χαμίνι, το αλάνι, ο νους μας τρέχει στην Ιταλική γλώσσα και συγκεκριμένα στη ρίζα της λέξης morto = νεκρός, σαν σύμπτυξη του beccamorti = τυμβωρύχος, νεκροθάφτης. Άλλοι ανατρέχουν στο mordace, δηλαδή χλευαστικός, δηκτικός, πικρόγλωσσος και άλλοι, πάλι, το τουρκικό morto/u, που είναι και πάλι δάνειο από την ιταλική γλώσσα: mortuus, μετοχή του ρήματος morior, δηλαδή στο κουφάρι.
Όμως, για τους Μικρασιάτες και ειδικά για τους Σμυρνιούς, οι λέξεις αυτές έχουν άλλη σημασία. Οι Ρωμιοί που κατάγονται από την πρωτεύουσα της καθ’ ημάς Ανατολής έχουν να αφηγηθούν πολλά για την ιστορία που κρύβεται πίσω από τους μόρτηδες. Μόρτηδες, λοιπόν, αποκαλούσαν οι Σμυρνιοί όσους είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να περιέλθουν σε κατάσταση ανοσίας.
Όπως μας πληροφορεί ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Αμάλθεια» και μέλος της Χριστιανικής Δημογεροντίας Σμύρνης Χρήστος Σολομωνίδης, οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν προσεβλήθη η Σμύρνη από την επιδημία πανώλης, γύρω στα 1936 (στον Πειραιά και στην Αθήνα ενέκυψε λίγο αργότερα, στα 1845), κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Χρησίμευαν σαν φύλακες όσων προσβάλλονταν από τη φοβερή αρρώστια, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και κοιμόταν πλάι στους αρρώστους.
Οι μόρτηδες πήγαιναν στα σπίτια των ασθενών και τους μετέφεραν στο «λοιμοκομείο», φροντίζοντας και για την απολύμανση των δωματίων. Ο επικεφαλής τους ήταν ο Βαρδιάνος, ο οποίος προπορευόταν του φορείου, που το έλεγαν σέντια, και χτυπούσε μια μαγκούρα στο λιθόστρωτο για να ενημερώνει τους υγιείς ότι περνά χολεριασμένος και αμέσως να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους.
Τα Μορτάκια, δεν ήταν (κατά το γνωστό σ’ εμάς τους Κρητικούς υποκοριστικό -ακι) τα παιδάκια των μόρτηδων, αλλά οικήματα που ανεγέρθηκαν το 1838 στην περιοχή Λυγαριά, σε οικόπεδο που δώρισε ο μεγαλοεπιχειρηματίας Αγγελής Χαϊκάλης και ξεκινούσε από τον μεγάλο καφενέ του Χατζή Στέλιου κι έφτανε μέχρι το ντουρσέκι (γωνία) του δρόμου, στο Μεζαράκι, κοντά στο σταθμό του Μπασμαχανέ. Τα κτίσματα αυτά θεωρούνταν κατάλληλα για τη νοσηλεία όσων προσβάλλονταν από τη χολέρα της εποχής. Είχε κτιστεί μάλιστα και η εκκλησία της Μεταμόρφωσης για τον εκκλησιασμό των ασθενών. Αλλά μετά από μια άλλη επιδημία τα οικήματα αυτά εγκαταλείφθηκαν και σ’ αυτά εγκαταστάθηκαν άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες της Σμύρνης.
Ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1845 και κατέκαψε αρκετές γειτονιές της πόλης, εκεί εγκαταστάθηκαν και πυρόπληκτοι. Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η συνοικία Μορτάκια είχε περισσότερους από 2.500 κατοίκους. Χαρακτηριστικά της συνοικίας ήταν οι στερήσεις, η αθλιότητα και τα έλη που την περιτριγύριζαν, ενώ οι κάτοικοί της ήταν ψαράδες, εργάτες ή μικροέμποροι που είχαν τα ρυπαρά μαγαζάκια τους μέσα σ’ αυτή τη φτωχοσυνοικία. Έτσι, τα Μορτάκια, τα οποία παλιότερα ονόμαζαν και «Πρωτοδοχείον», έμειναν να θυμίζουν τον τόπο των ενδεών. Φτωχός τόπος αλλά γεμάτος ζωή και περιπέτειες, μέχρι τη μεγάλη φωτιά του Σεπτέμβρη του 1922. Σήμερα, η περιοχή είναι το ανατολικό όριο του μεγάλου πάρκου της Σμύρνης, του Φουάρ και ταυτίζεται με τη συνοικία Καραμανλιλάρ…
Πηγή: https://pathanasios.gr/