Μετά από καιρό πήγε κάποιος αδελφός και έμεινε μαζί του. Δούλευε και αυτός κάθε μέρα την ψάθα, που την έπαιρνε και αυτήν ο γέροντας, την πουλούσε και έπινε όσα έβγαζε και από τις δυο, ενώ στον αδελφό έφερνε το βράδυ λίγο ψωμί.
Αυτό το έκανε τρία χρόνια, και ο αδελφός δεν του είπε τίποτε. Μετά όμως σκέφτηκε: «Να, είμαι γυμνός και το ψωμί μου το τρώω λιγοστό. Θα σηκωθώ λοιπόν να φύγω από εδώ». Ωστόσο το ξανασκέφτηκε: «Πού να πάω; Ας καθίσω καλύτερα· γιατί εγώ για τον Θεό ζω κοινοβιακά». Και αμέσως του φανερώθηκε ένας άγγελος και του είπε: «Να μην πας πουθενά, γιατί αύριο θα έρθω για εσένα».
Την άλλη μέρα ο αδελφός παρακάλεσε τον γέροντα: «Πάτερ, σήμερα να μην πας πουθενά, γιατί θα έρθουν οι δικοί μου να με πάρουν». Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα που έφευγε ο γέροντας, του είπε: «Δεν θα έρθουν σήμερα, παιδί μου, άργησαν». Εκείνος απάντησε: «Ναι, αββά, σίγουρα θα έρθουν». Και ενώ μιλούσε με τον γέροντα, ξεψύχησε.
Μόλις το είδε ο γέροντας, άρχισε να κλαίει και να λέει: «Αλίμονο, παιδί μου, εγώ ζω πολλά χρόνια μέσα στην αμέλεια, ενώ εσύ σε λίγον καιρό έσωσες την ψυχή σου με την υπομονή». Και από τότε διορθώθηκε και αυτός και έγινε καλός μοναχός.
Κάποιος γέροντας έμενε στα κελλιά τα λεγόμενα ερημικά, έξω από την Αλεξάνδρεια, και ήταν πολύ οξύθυμος και μικρόψυχος. Άκουσε γι’ αυτόν κάποιος αδελφός, νέος στην ηλικία, και έκανε συμφωνία με τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, για όλα τα κοσμικά που έκανα, θα πάω και θα μείνω μαζί με τον γέροντα, να τον υπηρετώ και να τον περιποιούμαι». Ο γέροντας λοιπόν τον έβριζε καθημερινά σαν σκυλί.
Ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωση και την υπομονή του αδελφού, έξι χρόνια μετά την υποταγή του στον γέροντα, του παρουσίασε στον ύπνο του κάποιον που κρατούσε ένα μεγάλο χαρτί, το μισό σβησμένο και το μισό γραμμένο, και το έδειχνε στον αδελφό λέγοντας: «Δες, το μισό χρέος σου το έσβησε ο Κύριος ο Θεός. Αγωνίσου και για τα υπόλοιπα».
Κοντά του έμενε ένας άλλος γέροντας, άνθρωπος πνευματικός, που ήξερε τα σχετικά με τον αδελφό και άκουγε πώς ο γέροντας κακομεταχειριζόταν και στενοχωρούσε άδικα τον αδελφό, και πώς ο αδελφός του έβαζε κάθε τόσο μετάνοια και ο γέροντας δεν συμφιλιωνόταν. Και όταν ο πνευματικός αυτός γέροντας συναντούσε τον αδελφό, τον ρωτούσε: «Τι γίνεται, παιδί μου; Πώς πέρασε η σημερινή μέρα; Άραγε κερδίσαμε τίποτε; Άραγε σβήσαμε κάτι από το χαρτί;»
Και αν ποτέ τύχαινε να περάσει η μέρα χωρίς να τον βρίσει ή να τον φτύσει ή να τον διώξει ο γέροντας, πήγαινε το απόγευμα στον γέροντα τον γείτονά του και έκλαιγε λέγοντας: «Αλίμονό μου, αββά, σήμερα ήταν κακή η μέρα μου και δεν κέρδισα τίποτε, αλλά την πέρασα ξεκούραστα».
Μετά από άλλα έξι χρόνια ο αδελφός πέθανε. Και ο πνευματικός γέροντας διαβεβαίωνε ότι τον είδε να είναι μαζί με τους μάρτυρες και να παρακαλεί με πολλή παρρησία τον Θεό για τον γέροντά του λέγοντας: «Κύριε, όπως ελέησες εμένα μέσω εκείνου, έτσι ελέησε και εκείνον για τη μεγάλη σου ευσπλαχνία και για εμένα τον δούλο σου». Και μετά από σαράντα μέρες πήρε κοντά του τον γέροντα στον τόπο της ανάπαυσης.
Βλέπετε ποιά παρρησία αποκτούν όσοι για χάρη του Θεού υπομένουν τις θλίψεις.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση ΛΖ’ (37), σελ. 348, 350. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.