Η Ενσάρκωσις ήταν ο γάμος που έγινε ανάμεσα στο Λόγο του Θεού και την ανθρώπινη σάρκα. Η μυστική αυτή ένωσις έγινε μέσα στους αγνούς κόλπους της Παρθένου, η οποία έτσι υπηρέτησε σαν «νυμφικός θάλαμος» (παστάς) .
Η Παρθένος, με τη συμβολή της στην Ενσάρκωσι, έγινε κάτι ανώτερο απ’ το Χωρήβ και το Σινά. Τα βουνά εκείνα υπήρξαν απλώς τόποι Θεοφανίας, χώροι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Θεός για λίγες στιγμές και χωρίς να τον δη μάτι ανθρώπου. Ο κόλπος όμως της Θεοτόκου δεν ήταν απλώς ένας παρόμοιος, ανθρώπινος χώρος. Δεν ήταν τόπος στιγμιαίας και αόρατης θεοφανίας.
Στη νοητή παστάδα της Θεοτόκου έγινε όχι μόνο εμφάνισις του Θεού, αλλά γάμος και ένωσις του Υιού του Θεού με την αμόλυντη φύσι της ίδιας της Παρθένου. «Την ανθρώπινη φύσι την προσέλαβε στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας» (Δ, 109) .
Η συνεργία της Θεοτόκου στην Ενσάρκωσι και στα αληθινά Θεοφάνεια ήταν ουσιαστική και προσωπική. Η Θεοτόκος δεν πρόσφερε «κάτι» για να γίνη ο γάμος αυτός. Προσέφερε τον εαυτό της, τον υπαρξιακό της χώρο, το αγνό αίμα της. Δέχθηκε να γίνη η Ίδια «Νύμφη», προκειμένου να σαρκωθή ο «Νυμφίος» και η ανθρωπότης να δη, επιτέλους, τον αόρατο Θεό! Έτσι, χάρις στη συμβολή αυτή της Θεοτόκου «πάσα φύσις αγγέλων», αλλά και ανθρώπων, «τον απρόσιτο ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον».
Η Θεοτόκος ήταν η μοναδική ανθρώπινη ύπαρξις που αξιώθηκε να ενωθή ουσιαστικά και προσωπικά με τον Υιό του Θεού. Η Παρθένος υπήρξε Μητέρα, αλλά και Νύμφη του Χριστού, όπως είπαμε. Έγινε έτσι η απαρχή του μυστικού και πνευματικού γάμου ανάμεσα στον Χριστό και την ανθρώπινη ύπαρξι. Έκτοτε, ο Νυμφίος Χριστός ενώνεται μυστικά και μυστηριακά, ιδίως στο ι. Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, με κάθε ανθρώπινη ύπαρξι, η οποία έτσι γίνεται Νύμφη του Χριστού, σύμφωνα με τη δήλωσί του: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ» (Ιω. στ’ 54) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)