Η τελευταία ομιλία του Χριστού
Του Δρος Αλ. Κωστάρα
Λίγο προ του Εκουσίου Πάθους Του ο Χριστός μάζεψε τους Μαθητές Του και τούς μίλησε για τελευταία φορά. Η ομιλία αυτή, η οποία κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη έλαβε χώρα αμέσως μετά τον Μυστικό Δείπνο (Ιω ιγ΄ 31), είχε τον χαρακτήρα της νουθεσίας του Διδασκάλου προς τους Μαθητές Του, αλλά και του αποχαιρετισμού Αυτού από εκείνους, οι οποίοι ήσαν πάντοτε μαζί Του σε όλη την μακρά διδακτική Του πορεία στην Γαλιλαία και στην Ιουδαία.
Την σπουδαία αυτή ομιλία, στην οποία ο Χριστός εξηγεί πολλά δογματικά ζητήματα της Διδασκαλίας Του και υπογραμμίζει όλες τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, όπως τις προσεγγίζει ο Χριστιανισμός, έχει καταγράψει στο Ευαγγέλιό του ο αγαπημένος Μαθητής του Χριστού, Ιωάννης (ιγ΄ 33 επ., ιδ΄- ιζ΄), αποτελεί δε περιεχόμενο του Πρώτου εκ των Δώδεκα Ευαγγελίων, τα οποία διαβάζονται στην Ακολουθία των Παθών την Μεγάλη Πέμπτη εκάστου έτους. Αντί άλλης αναφοράς στην επικαιρότητα των ημερών προτιθέμεθα να σχολιάσουμε εδώ την εν λόγω ομιλία. Στην πρώτη επαφή με το κείμενο αυτής το μάτι μας πέφτει στην Εντολή της Αγάπης, την οποία υπενθυμίζει ο Χριστός στους Μαθητές του τονίζοντας ότι η Αγάπη είναι το αδιάψευστο κριτήριο για την διαπίστωση της γνησιότητας της ομολογίας όλων εκείνων, που ισχυρίζονται ότι είναι Μαθητές Του. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί Μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε αλλήλοις», τους είπε. Άλλο ασφαλώς το ζήτημα ότι αυτή η σπουδαία Εντολή του Κυρίου προς όσους αυτοχαρακτηρίζονται «Χριστιανοί» αποτελεί διαχρονικά από τότε μέχρι σήμερα ένα σημείο, από το οποίο «αιμορραγεί», δυστυχώς», ακόμη ο Σταυρός Του βουτηγμένος μέσα στα «αίματα της αγάπης» Χριστιανών ηγετών και απλών ανθρώπων της διπλανής πόρτας ή της καθημερινότητάς μας.
Στην συνέχεια ο Κύριος ενημερώνει τους Μαθητές Του ότι λίγο ακόμη χρόνο θα είναι μαζί τους («Τεκνία, έτι μικρόν μεθ’ υμών ειμί»), διότι ετοιμάζεται να μεταβεί αλλού, να πορευθεί δηλ σε ένα δρόμο, ο οποίος είναι, όπως εννοούσε, χαραγμένος από την αρχή του Σχεδίου της Θείας Οικονομίας και είναι αναπόφευκτο για Αυτόν να τον βαδίσει μόνος μέχρις τέλους. Τους το είπε ξεκάθαρα αυτό: «Όπου υπάγω, υμείς ου δύνασθε ελθείν». Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι Μαθητές του Κυρίου, αν και Τον είχαν ακούσει πολλές φορές, κατά την διάρκεια της διδακτικής Του πορείας ανάμεσα στους Ιουδαίους, να προλέγει την θανάτωση Του από τους άρχοντες αυτών, αλλά και την εκ νεκρών Ανάστασή Του τρεις ημέρες μετά την Ταφήν Του, φαίνεται ότι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακριβώς, τί επρόκειτο να συμβεί.
Γι’ αυτό και εξεπλάγησαν όλοι, όταν τους είπε ότι «φεύγει» και προπαντός ότι δεν μπορούν να Τον ακολουθήσουν εκεί που πηγαίνει. Την απορία των Μαθητών εξέφρασε πρώτα ο Πέτρος με το ερώτημά του «Κύριε, που υπάγεις», αλλά και με την διαβεβαίωσή του ότι ο ίδιος, όχι μόνο μπορεί να Τον ακολουθήσει παντού, όπου πηγαίνει, αλλά είναι και πρόθμος να θυσιάσει ακόμη και την ζωή του για χάρη του Διδασκάλου του, για να λάβει ως απάντηση την πρόβλεψη του παντογνώστη Θεανθρώπου ότι, πριν προλάβει να λαλήσει ο πετεινός, ο Πέτρος θα Τον έχει αρνηθεί τρεις φορές κατά την διάρκεια της ανάκρισής Του από τους Αρχιερείς. Ανάλογη ήταν και η απορία του Θωμά, όταν άκουσε τον Διδάσκαλο να τονίζει στους Μαθητές Του ότι γνωρίζουν και πού πηγαίνει, αλλά και την οδό της πορείας Του.
Η παρατήρηση του Θωμά ότι δεν γνωρίζουν, πού πηγαίνει και συνεπώς δεν μπορούν να γνωρίζουν και την οδό, στην οποία πορεύεται, έδωσε απλά την ευκαιρία στον Ναζωραίο να υπογραμμίσει με την απάντησή Του μεταφορικά σε όλους: «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ εμού», για να συμπληρώσει την απάντησή Του λέγοντας ότι, εάν με είχατε γνωρίσει καλά, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου.
Η τελευταία αυτή φράση του Χριστού, που αναφέρεται στο ζήτημα της ταυτοπροσωπίας του Υιού με το Πατέρα, προκάλεσε την ερώτηση του Φιλίππου προς τον Θεάνθρωπο, με την οποία ζητούσε από Αυτόν να τούς δείξει τον Πατέρα, για να αντιληφθούν όσα τούς έλεγε: «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα και αρκεί ημίν». Ήταν όμως εύλογη και η παρατήρηση του Θεανθρώπου προς τον Φίλιππο: «Τόσον καιρό είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν με εγνώρισες; Αυτός που έχει δει εμένα, έχει δει και τον Πατέρα. Και πώς έρχεσαι τώρα και μου λες, δείξε μας τον Πατέρα; Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας είναι μέσα σε εμένα»; Η σχετική απαίτηση του Φιλίππου αναδεικνύει ένα σκοτεινό σημείο που υπήρχε στην αντίληψη των Μαθητών για την σχέση του Χριστού με τον Θεό-Πατέρα. Βέβαα ουδείς εκ των Μαθητών αμφισβητούσε ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού, ιδίως μετά την ομολογία του Πέτρου προς τον Χριστό, που έγινε με αφορμή την ερώτηση του Ναζωραίου προς τους Μαθητές Του: «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι».
Για για να απαντήσει ο Πέτρος στο ερώτημα ότι δεν Τον βλέπουν, όπως πολλοί εκ του όχλου, ως μετεμψυχωμένο Ιωάννη ή Ηλία ούτε ως κάποιο άλλο μεγάλο Προφήτη, αλλά ως Υιό του Θεού του ζώντος. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι την ταυτοπροσωπία του Υιού και του Πατέρα, που αποτελεί θεολογικό ζήτημα δυσπρόσιτου θεολογικού βάθους, υπάρχει τεράστια απόσταση, την οποία δεν μπορούσαν να διανύσουν οι αγράμματοι ψαράδες, οι οποίοι έλαβαν μεν την κλήση να γίνουν Μαθητές του Ιησού, δεν είχαν όμως λάβει ακόμη την Φώτιση του Αγίου Πνεύματος, για να κατανοούν τα υψηλά δογματικά ζητήματα της Διδασκαλίας του Χριστού.
Στην ίδια ομιλία εξηγεί επίσης ο Ναζωραίος στους Μαθητές Του το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού με τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται αποκλειστικά από τον Πατέρα, όπως μάς τονίζει ο Ίδιος ο Κύριος (Ιω ιε΄ 26), αλλά και εμείς το προσκυνούμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Αυτό το σπουδαίο δογματικό ζήτημα το αλλοίωσαν οι Παπικοί με την προσθήκη του περίφημου «filioque» νοθεύοντας στο σημείο αυτό την Διδασκαλία του Χριστού.
Στα αξιοσημείωτα της εν λόγω ομιλίας του Χριστού πρέπει να αναφερθούν εδώ και πολλές άλλες σπουδαίες αναφορές Του. Μνημονεύουμε εδώ την παρομοίωση του Χριστού με την Άμπελο, του Πατέρα Του, με τον Γεωργό αυτής και των Μαθητών με τα κλήματα της Αμπέλου. Με την παρομοίωση αυτή υποδεικνύει ο Ναζωραίος στους Μαθητές Του να αντλήσουν γνώση από την πείρα και να θυμηθούν, πώς φροντίζει ο γεωργός την άμπελο και πότε τα κλήματα φέρουν καρπό πολύ. Μνημονεύουμε επίσης την προειδοποίηση των Μαθητών ότι θα τούς μισήσει ο κόσμος και θα τούς διώξει, όπως εμίσησαν και εδίωξαν και τον ίδιο τον Διδάσκαλό τους.
Τους υπενθύμισε όμως ότι Αυτός ενίκησε τον κόσμο και τους ενεθάρρυνε να πράξουν και αυτοί το ίδιο διαβεβαιώνοντας τους ότι θα είναι συνεχώς δίπλα τους μέχρι να έλθει η ώρα να μεταβούν στην Βασιλεία των Ουρανών, όπου θα τους περιμένει, για να καθήσουν δίπλα Του στους θρόνους, που πηγαίνει να τους ετοιμάσει από τώρα για αυτούς. Η ομιλία αυτή του Χριστού τελειώνει με την Δεσποτική Προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα, που έγινε ενώπιον των Μαθητών Του και ζητεί από Αυτόν να τηρήσει αυτούς «εν τω ονόματί» Του και να τούς ευλογεί, αφού και αυτοί δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά συστρατεύθηκαν μαζί Του και έγιναν δια της μαθητείας τους κοντά Του πολίτες της Βασιλείας Του. Αμέσως μετά την ομιλία αυτή ο Χριστός μετέβη με τους Μαθητές Του στον Κήπο της Γεσθημανή, που κατά την ευαγγελική περιγραφή ευρίσκεται «πέραν του χειμάρρου των Κέδρων» (Ιω, ιη΄ 1). Εκεί θα προσήρχετο και ο Ιούδας, την προδοσία του οποίου είχε προαναγγείλει ο Κύριος ήδη από τον Μυστικό Δείπνο, για να αρχίσει να γράφεται δια του Εκουσίου Πάθους του Ναζωραίου ο επίλογος του Σχεδίου της Θείας Οικονομίας, που στέλνει στον κόσμο το παρήγορο Σταυρό-Αναστάσιμο Μήνυμα αυτού.