Η εποχή της μετανεωτερικότητας ως έξαρση και κυριαρχία του τεχνοπώλιου διακρίνεται από την ατομικότητά της. Αρνείται πεισματικά τον εγκλιματισμό της στην πολιτιστική παράδοση και πνευματική κληρονομιά και αποποιείται κάθε δεσμού με το παρελθόν και την ιστορική αναδρομικότητα αναζητώντας εφήμερες και πρόχειρες λύσεις δομημένες στην ηδονική εμπορευματοποίηση και στην εφάμαρτη πληροφόρηση της επικαιρότητας. Ως φυσικό επακόλουθο, η ανθρώπινη ύπαρξη αποδομείται και συρρικνώνεται, μαζοποιείται στην φαινομενική αποτύπωση της «ανάπτυξης της τεχνολογίας».
Η περιρρέουσα κατάσταση όμως της “Θεαματικής Κοινωνίας” καλλιεργεί την αποξένωση του ανθρώπου από την πατερική και ασκητική κληρονομιά και συμβάλλει καθοριστικά στην προσωπική του αλλοτρίωση. Η “μαζική κουλτούρα” ως αντανάκλαση και αποτύπωμα της πνευματικής ένδειας και πτώσεως, εγκλωβίζει τον άνθρωπο στον εαυτό του και τον οδηγεί σε τραγικό οντολογικό και υπαρξιακό αδιέξοδο. «Ἡ ἐκ τοῦ μή ὄντως προαγωγή τοῦ κτιστοῦ στόν ὄν δέν τοῦ ἐξασφαλίζει καί τήν ὄντως ζωή, ἐάν δέν μεταλαμβάνει αὐτῆς τῆς ζωῆς, γιατί φέρει ἀφεαυτοῦ ἐγγενῆ τήν τάση πρός τό μή ὄν.»[1]
Μόνη λύση η “χριστοποίηση” και κατά χάριν “θεοποίηση” του ανθρώπου μέσω της προσευχητικής αναγωγής του στον αγιοπνευματικό φωτισμό[2].
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου και της οδού “χριστοποίησης” του ανθρώπου, αποτελεί ο βίος και η διδασκαλία του χαρισματικού αγίου γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ[3]. Ο πατήρ Σωφρόνιος, με την θεωρία του «περί τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἐν τῷ Θείω Εἶναι καί ἐν τῷ ἀνθρωπίνω εἶναι»[4], θέτει τους πνευματικούς πυλώνες για μια γνήσια και αυθεντική κοινωνία κτιστού – Ακτίστου για μια οντολογική προσέγγιση του υπερβατικού στην προσευχητική μέθεξη με το Απόλυτο.
«Τό ἀληθῶς ἀσάλευτο θεμέλιόν της θεογνωσίας ἐδόθη εἷς ἠμᾶς διά τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Πατρός, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑλκόμενοι πρός Αὐτόν διά τῆς ἀγάπης πάσχομεν βαθείαν μεταμόρφωσιν πάσης ἠμῶν τῆς ὑπάρξεως. Μεταδίδεται εἰς ἠμᾶς ἡ ἄπειρος Αὐτοῦ ζωή. Τό πνεῦμα ἠμῶν ἐκτείνεται μεταξύ δύο ἀντιθέτων πόλων: τῶν σκοτεινῶν ἐγκάτων τοῦ ἅδου ἀφενός, καί τῆς κατηυγασμένης ὑπό τοῦ ἀδύτου Ἡλίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀφετέρου. Τό περιεχόμενον τοῦ εἶναι ἠμῶν εὐρύνεται ἀρρήτως. Ἡ ψυχή ἐν παραφόρω προσευχή ὁρμᾶ πρός τόν θαυμαστόν τοῦτον Θεόν. Μισοῦμεν ἑαυτούς, ὡς εἴμεθα. Θά περέλθη πολύς χρόνος ἕως ὅτου ἀντιληφθῶμεν ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος προσεύχεται ἐν ἠμίν μεταδίδων εἰς ἠμᾶς τήν ἄναρχον Αὐτοῦ ζωήν. Δία τῆς θεοσδότου ταύτης προσευχῆς αἰνούμεθα ὑπαρκτικῶς μετά τοῦ Χριστοῦ: κατ’ἀρχήν ἐν τή ἀνεκδιηγήτως μυστηριώδει κενώσει καί καταβάσει Αὐτοῦ μέχρι καί τόν καταχθονίω, ὕστερον δέ ἐν τή Θεία Κεφαλαίω Αὐτοῦ Παντοδυναμία»[5]
Η ανθρώπινη υπόσταση, υποστηρίζει ο πατήρ Σωφρόνιος, ποθεί διακαώς και ακατάπαυστα την ένωση και κοινωνία με τον Θεό. Δεν αρκείται στη γήινη – κτιστή πραγματικότητα, αλλά προσδοκά να υπερβεί τα τείχη «του χωροχρόνου» και να προσλάβει το άπειρο ως πρόγευση της αιωνιότητας. Τότε υπεισέρχεται το ανθρώπινο πνεύμα στον κόσμο της θείας αιωνιότητας και συγκλονίζεται από το θαύμα της αποκεκαλυμμένης θείας θεωρίας. Και μαζί με τον άνθρωπο “μεταμορφώνεται” και ολόκληρη η οικουμένη, αφού ο άνθρωπος ως πρόσωπο αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της. Γι’ αυτό η ανθρώπινη ύπαρξη, ως υποστατικό πνεύμα ανήκει στην αιώνια ὀντολογία, γιατί εἶναι “ἐν δυνάμει σεσωσμένη”, “ἐν Χριστῷ σεσωσμένη” βέβαια, ως αγιότητα και φορέας της Θείας αιωνιότητας καί “μύστης” της Αποκαλύψεως»[6].
«Ἡ Ὑπόστασις συνιστᾶ τήν ἐσωτάτην ἀρχήν τοῦ Ἀπολύτου Εἶναι, τήν ἀρχικήν καί τελικήν Αὐτοῦ διάστασιν: Ἐγώ εἰμί τό Α καί τό Ὤ (ἡ ἀρχή καί τό τέλος), λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὧν καί ὁ Ἤν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ. Ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ ἐκφεύγει παντός ὁρισμοῦ, διότι εὑρίσκεται πέραν τῶν ὁρίων παντός ὅ,τι φέρει σφραγίδα οἱουδήποτε προσδιορισμοῦ. Ἀκατάληπτος εἰς τήν διάνοιαν, γνωρίζεται ὑπαρκτικῶς καί μόνον κατά τό μέτρον τῆς αὐτοαποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον… Ὡς ὁ Θεός, οὕτω καί ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις μένει ἕως τέλους ἀδιαφανής ἐκ τῶν ἔξω, ἐκτός ἐάν ἡ ἴδια ἀποκαλυφθῆ εἰς ἑτέραν ὑπόστασιν. Ὁ Θεός εἶναι Θεός κεκρυμμένος. Ὁ ἄνθρωπος ὠσαύτως φέρει ἐν αὐτῶ βάθη κεκρυμμένα ἀπό ἀλλοτρίων ὀφθαλμῶν. Ἐν τῷ Θεῶ περικλύεται ἡ Ἀρχή τοῦ Εἶναι καί οὐχί ἐν τῷ Ἀνθρώπω. Ὁ τελευταῖος ὅμως οὕτως, ἐκτίσθη ἐν δυνάμει ἱκανός νά ἰδιοποιηθῆ καί νά φέρη ἐν ἐαυτῶ τήν ἄκτιστον Ζωήν τῆς Θεότητος»[7].
Το Θείο είναι δηλαδή, ως απροσδιόριστη Αρχή, αυτοαποκαλύπτεται στο ανθρώπινο είναι για να καταστήσει τον άνθρωπο “κατά χάριν” θεώ, διότι στην υποστατική αρχή του ανθρώπου ενυπάρχει «ἡ ὁμοίωσις πρός Ἐκεῖνον». Έτσι, ο άνθρωπος ποθεί την «ἀτελεύτητον ἕνωσιν μετά τοῦ Πατρός τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[8], δηλαδή “πάσχει” την θέωση, εξαιτίας της οποίας πραγματοποιείται στο ανθρώπινο “είναι” το πλήρωμα της “Θείας εικόνας”.
Ως αυτοαποκάλυψη του Θεϊκού Είναι, ο πατήρ Σωφρόνιος αναφέρεται στην θέα και θεωρία της δόξας του Θεού, στην οντολογική κοινωνία με την Αγία Τριάδα, στην υπαρξιακή διαμονή στον χώρο του Απολύτου:
«Ὁ τρόμος πρό τῆς αἰωνίου ἀπωλείας καί ὁ θρῆνος τῆς μετανοίας διά τινός μυστηριώδους τρόπου μετέβαλον ἐμέ ὅλον εἰς προσευχή, τό πνεῦμα μου ἐλευθέρως ἀνήρχετο εἰς κατάστασιν θεωρίας ἀγνώστων πρότερων πραγματικοτήτων. Τῆς ἀτέρμονος ἀβύσσου τοῦ εἶναι τῶν ζοφερῶν σκηνωμάτων τοῦ Ἅδου, ἀλλά καιτου ἀκτηυγασμένου ὑπό τοῦ ἀκτίστου φωτός οὐρανοῦ. Ἐνίοτε κατήρχετο αὔτη ἡ ψυχή μου μέχρι τῶν κατωτάτων του Ἅδου. Ἄλλοτε πρός στιγμήν ἀνεβίβαζεν αὐτήν ὁ Κύριος μέχρι τόν οὐρανόν. Κατά καιρούς ἵστατο αὔτη ἐπί τοῦ ἀκαθορίστου ἐκείνου μεθωρίου, ἀπό τοῦ ὁποίου ἐθεώρη καί τό φῶς τῆς θεότητος καί τό σκότος τό ἐξώτερον.
Ἐνώπιόν του πνεύματός μου ἀπεκαλύπτετο ἡ ἀγαθή αἰωνιότης, ἡ προσευχή τῆς μετανοίας ἐκυρίευε ἐμοῦ ὁλοτελῶς. Ἀστάθμητος ἀόρατος δύναμις μετέφερε ἐμέ εἰς νοητόν πνευματικόν διάστημα. Ἐκεῖ ἔμενον μόνος. Ἐξηφανίζετο ἡ γῆ, δέν ὑπῆρχον οὔτε ἥλιος, οὔτε ἀστέρες, οὔτε ἄνθρωποι, οὔτε ἄλλο κτίσμα. Δέν ἠσθανόμην οὔτε τό σῶμα μου. Συνέβαινε νά μή βλέπω τό φῶς ὡς τοιοῦτο ἀλλά ἐν τούτοις τό βλέμμα μου διειέδυεν εἰς ἀβυσσαλέα βάθη. Ἡ ψυχή ἔκραζε πρός τόν Θεόν ἐν ὀδυνηρά ἀπογνώσει. Ὄντως εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά διψῶ τόν Ἅγιον Θεόν».[9]
Και για α αναδείξει το χάρισμα και την επουράνια δωρεά της αγαπητικής κενώσεως μέσω της προσευχητικής κοινωνίας με την “Αρχή του Είναι” συμπληρώνει:
«Ἡ τοιαύτη προσευχή κατέλαβεν ἐμέ μετά ἰδιαιτέρας δυνάμεως ἐν τή ἐρήμω. Ἐνθυμοῦμαι ὅμως ὅτι ὄτε ἡ ψυχή ἐπέστρεφε εἰς τήν συνήθη ἀντίληψη τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, παρέμενεν μετ’ ἐμοῦ ἐν ἐμοί ἡ πνευματική αἴσθησις, τήν ὁποίαν ἠσθανόμην ἐκ τῆς προσευχῆς, ἐν ἐκείνη τή ἀταράχω καί ἀνεικάστω ἀβύσσω. Ἐν ἐκείνη τή ἀπειρότητι δέν ὑπῆρχε οὔτε ἄνω οὔτε κάτω, πρόσω ἤ ὀπίσω, δεξιά ἤ ἀριστερά. Καί ὅμως ἔφθανε στιγμή, κατά τήν ὁποίαν ἐφαίνετο εἰς ἐμέ ὅτι ἐκινούμην καί τήν κίνησιν ταύτην ἠσθανόμην ὡς τόσιν. Ἄφωνος δέ κραυγή ἐξέφευγεν ἀπό τοῦ στήθους Κύριε σῶσον μέ, σοί μόνος δύνασαι νά φθάσεις ἀκωλύτως ἐμέ εἰς οἱανδήποτε ἄβυσσον. Καί οὕτως ἔσωζεν. Ἀλλά διά τί ἠσθανόμην ὅτι ἐπιπτον; Δέν συνέβαινε ἄραγε τοῦτο ἐπειδή ὁ νοῦς μου δέν ἠδύνατο νά σταθεῖ πλέον εἰς τήν σφαίρα τοῦ αἰωνίου; Πάντως, μετά ταῦτα, ἡ ὅρασις ἐλάμβανε πέρας»[10].
Η θεοπτία στην διδασκαλία του γέροντος Σωφρονίου είναι συνάντηση του Υποστατικού Θεού, ως το Απόλυτο Πρωταρχικό Όν, με την “ὁμοίωση τοῦ Ἀπολύτου”, τον άνθρωπο. Εξαιτίας αυτής της συναντήσεως ενεργοποιείται “αγιοπνευματικά” στον άνθρωπο η υπόσταση με αποτέλεσμα το ανθρώπινο είναι να μετέχει στον αγιασμό και στην χάρη του “Θείου Είναι”. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη κλίση βαίνει συνεχώς προς την υποστατική μορφή του “είναι”, ως ασίγαστος πόθος να κοινωνήσει με τον υποστατικό Θεό. Έτσι, ο άνθρωπος υπερβαίνει τον περιορισμό του ατόμου, καθίσταται πρόσωπο και υπόσταση μέσω της αγιοπνευματικής συνεργείας και κληρονομεί την θεία μορφή υπάρξεως[11].
«Φερόμενοι Πνεύματι Θεοῦ πρός τήν ὑπέρ ὅλου του κόσμου προσευχήν, πρός συμμετοχήν εἰς τήν ἐν Γεθσημανή προσευχήν τοῦ Κυρίου, βλέπομεν αἴφνης ἐν ἐαυτοῖς Θεῖον θαῦμα: ἀνατέλει ἐντός ἠμῶν ὁ πνευματικός ἥλιος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπόστασις (πρόσωπον). Τοῦτο εἶναι ἐν ἠμίν ἡ ἀρχή καινῆς μορφῆς ὑπάρξεως ἤδη ἀθανάτου. Τότε δεχόμεθα τήν Ἀποκάλυψιν τῆς Ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἐν τή Ἁγία Τριάδι, οὐχί ἐπιφανειακῶς, οὐχί διανοητικῶς, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἐγκάτοις τοῦ εἶναι ἠμῶν. Ἐνορῶμεν ἐν τῷ φωτί τό μέγιστον μυστήριον τοῦ Ἀνάρχου εἶναι: τόν Ὑποστατικόν Θεόν, τόν Ζῶντα? τόν Ἕνα ἐν Τριάδι Ὑποστάσεων? τόν Θεόν τῆς ἀγάπης, τόν Μόνον ἀληθινόν»[12].
Μάλιστα, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, ο άνθρωπος πρέπει να διακατέχεται από ανυπόκριτη και άδολη αγάπη για τη σωτηρία όλου του κόσμου και να την “ενσαρκώνει” βιωματικά μέσω της προσευχητικής επικοινωνίας – κοινωνίας[13]. Τηρουμένων αυτών των δύο προϋποθέσεων, υποστηρίζει ο πατήρ Σωφρόνιος, η υπόσταση περιβάλλει “αγαπητικά” ολόκληρο τον κόσμο και αναπτύσσοντας την δημιουργική ενέργειά της επειδιώκει την καθολική ενότητα (ad intra και ad extra). Έτσι, το ανθρώπινο είναι, μέσω της αγαπητικής κοινωνίας μετέχει στην Κοινωνία του Θεϊκού Είναι, διότι «ἐν τή ἀγάπη εὑρίσκεται ἡ ὁμοίωσις πρός τόν Θεόν, Ὅστις εἶναι ἀγάπη»[14].
«Ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου. Μέ τήν ἐνέργεια τοῦ φωτός στήν ψυχή αὐτοῦ πού μετανοεῖ, τό Θεῖο Φῶς ἐνεργεῖ τόν ἀπίστευτο πλατισμό τῆς καρδιᾶς, ὥστε νά χωρέσει ὅλο τό θεανθρώπινο πλήρωμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ὑποστατική προσευχή τοῦ προσάγει στόν Θεό ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων καί αὐτό εἶναι ἡ τελείωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο»[15].
Και προσθέτει: «Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, τό ἀποκορύφωμα καί τῶν δύο μεγάλων ἐντολῶν. Κατά τήν ὥρα τῆς ὁράσεως μεταδίδεται στόν ἄνθρωπο ἡ κατάσταση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Τότε γίνεται καί ἡ συμμόρφωση τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου πρός τό πνεῦμα Ἐκείνου πού ἅπλωσε τά χέρια πάνω στό σταυρό γιά τούς ἐχθρούς του, τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους. Τήν ἴδια εὐσπλαχνία καί ἀγάπη ἔχει καί αὐτός πού ἀξιώθηκε νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ φωτί»[16].
Παράλληλα, η “αγαπητική κοινωνία”, μέσω της αναγωγής του ανθρωπίνου “είναι” προς το Θεϊκό είναι, καταδεικνύει την οντολογική κοινωνία της ανθρώπινης υπόστασης με το Υπερβατικό, καθώς η υπόσταση δεν έχει λόγο ύπαρξης και παρουσίας σε κατάσταση μοναξιάς και απομόνωσης. Η προσευχή «ὑπέρ ὅλου του κόσμου, εἴτε ὁ κόσμος οὗτος πάσχει εἴτε εὐτυχεῖ»[17], μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε οντότητα θεοειδής, χριστοειδής και πνευματοειδής[18] και επιβεβαιώνει τη διαθεσιμότητα και τον δυναμισμό της ανθρώπινης φύσης, τη συγγένειά της με τις θείες ενέργειες, σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να αντικατοπτρίζει και να αποκαλύπτει τον λόγο του Θεού μέσα στον κόσμο.[19]
Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος γράφει: «Τό πρωτεῖο τῆς ἀγάπης σημαίνει ὅτι τό Ἀπόλυτο γίνεται Σχετικό ἤ μᾶλλον ὅτι Ἀπόλυτο εἶναι τό Σχετικό. Ἀπόλυτο μέγεθος εἶναι μόνο ὅ,τι σχετίζεται, κοινωνεῖ, μετέχει, ἐνεργεῖ καί ἀναφέρεται πρός ἄλλα ὄντα, ὅμοια καί κυρίως ἀνόμοια. Ὑπαρκτό καί ὑποστατό εἶναι τό σχετικό, δηλαδή τό ἐν – σχέσει – ὑπάρχον. Τό ἄσχετο εἶναι ἀνύπαρκτο. Τό ἀμέτοχο κηρύσσεται ἀνυπόστατο. Τό ἀκοινώνητο κρίνεται ἀσήμαντο ὡς αἰωρούμενο μεταξύ πλάνης καί φαντασίας»[20].
Ακολούθως, ο πατήρ Σωφρόνιος τονίζει ότι το Υποστατικόν και Απεριόριστον Θεϊκό “Είναι” αποτελεί τον Αίτιο, την πηγή και αφετηρία της ανθρώπινης υπάρξεως στον κόσμο. Το θεϊκό “Είναι” αποκαλύπτεται ως Πρόσωπο , γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γνώση Αυτού, έστω και μερική, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Μέσω της προσευχητικής προσέγγισης, το Θεϊκό “Είναι” αυτοαποκαλύπτεται μεταδίδοντας «τήν γνῶσιν περί Ἑαυτοῦ»[21] μέσω των θείων ενεργειών Του.
Βέβαια αναφέρεται στην πνευματική γνώση «ὡς κοινωνία ἐν τή ὑπάρξει, ὡς ἕνωσις ἐν αὐτῶ τῷ εἶναι»[22] και υπογραμμίζοντας αυτή την ενότητα ως “πνευματική κατάκτηση” του ανθρώπου, καταλήγει στην σπουδαιότητα και πρωταρχικότητα της προσευχής, μέσω της οποίας το ανθρώπινο “είναι” αξιώνεται να αισθανθεί[23] την πνοή της θείας αιωνιότητας.
«Ἡ καθαρά προσευχή εἶναι ἡ ἀσφαλεστέρα ὁδός πρός τήν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὕτω προσευχόμενος ἀπεκδύεται πάσας τάς ἐξωτερικᾶς γνώσεις καί τάς ἐμπαθεῖς εἰκόνας, ὥστε, κλίνας ἐνώπιον Ἐκείνου Ὅστις εἶναι ἡ Ἀρχή τοῦ παντός, νά λάβη τήν ἐξ Αὐτοῦ ἐκπορευομένην ζωήν. Ἄνευ λόγων, “στεναγμοῖς ἀλαλήτοις”, ἐκδυσωπεῖ τόν ἄγνωστον εἰσέτι Θεόν νά σώση αὐτόν, ὅπερ ἐν τελευταία ἀναλύσει σημαίνει νά δεχθῆ τό πνεῦμα αὐτοῦ εἰς αἰώνιον παραμονήν μετ’ Αὐτοῦ. Ἡ δέησις αὐτοῦ ἐνοῦται μετά τοῦ μακραίωνος στεναγμοῦ πάσης της κτίσεως. Αἵ κραυγαί αὐτοῦ συμβάλλουν εἰς τόν ἑνιαῖον χορόν τῆς οἰκουμένης, ἤτις ἱκετεύει διά τήν σωτηρίαν. Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος. Δέν ἐνσαρκοῦται διά τῶν λόγων ἠμῶν. Ἡ ὀδύνη ἐπί τῆς ὁποίας θεμελιοῦται εἶναι βαθυτέρα παντός στεναγμοῦ»[24].
Το “ανθρώπινο είναι” πραγματοποιεί την ομοίωση προς το Απόλυτο και “θεοποιείται” μέσω της μετοχής του στις άκτιστες ενέργειες του “Θεϊκού Είναι”. Πλην όμως η επίτευξη αυτής της κοινωνίας δεν είναι αβίαστη και εύκολη. Στο ανθρώπινο “είναι” “συγκρούεται “η ανθρώπινη φύση με την υποστατική της αρχή. Η πρώτη «ἕνεκα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὑπέστη οὐσιαστικήν ἀλλοίωσιν»[25] και αρκετές φορές αντιβαίνει στην θέληση του προσώπου, με αποτέλεσμα το ανθρώπινο “είναι” να αγωνίζεται αδιάκοπα να επέλθει απόλυτη ταυτότητα φύσεως και προσώπου (υποστάσεως), αλλιώς θα ήταν αδύνατη η θέωση στην “ακεραιότητα” και ολότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει σχετικά: «Ἡ φύσις ἠμῶν, καίτοι ἡμέτερα, ἔρχεται εἰς σύγκρουσιν μετά τῆς ὑποστατικῆς ἠμῶν ἀρχῆς, ὅταν αὐτή ἀγωνίζηται διά τῆς τηρήσεως τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν νά θεραπευτή εἰς ὅλα τά ἐπίπεδά της ὑπάρξεως, τουτέστι νά ἀποκαταστήση τήν διά τῆς πτώσεως διασπασθεῖσαν φύσιν ἠμῶν εἰς τήν πλήρη “ἀκεραιότητα” αὐτῆς. Μόνον διά τῆς συνεργίας τῆς χάριτος καί τῆς προσευχῆς, ὁ πνευματικός δυναμισμός τῆς ὑποστάσεως ἠμῶν ὑπερνικᾶ τήν ἐπιβολήν οἱουδήποτε περιορισμοῦ, οὐχί μόνον ἐκ τῆς πεπερασμένης πεπτωκυίας φύσεως, ἀλλά καί ἐκ τῶν κοσμικῶν δυνάμεων ἐν γένει. Ζωή ἐν τῷ κόσμω τούτω, συμφώνως πρός τήν διδαχή τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ἀδιάκοπον πάλην κατά τῶν παθῶν, ἄτινα παρεμποδίζουν τήν ἀπόκτησιν τῆς αἰωνίου ζωῆς ἐν τῷ Φωτί τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ἠμῶν»[26].
Ο γέρων Σωφρόνιος Σαχἀρωφ, «μέγας ἡσυχαστής, ἐμπειρικός θεολόγος ἀλλά καί στοργικό, τρυφερός, Πνευματικός Πατέρας»[27] αποτυπώνει την θεωρία του «περί τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς ἐν τῷ Θείω εἶναι καί ἐν τῷ ἀνθρωπίνω εἶναι», καρπό της πολύπαθης και αγιασμένης ορθόδοξης πολιτείας του, για να τονίσει τον ασίγαστο πόθο του ανθρωπίνου “είναι” να προσεγγίσει της Αρχἠ της ύπαρξής του. «Τό ὅμοιον γνωρίζεται ὑπό τοῦ ὁμοίου»[28] και η ανθρώπινη ύπαρξη κατευθύνεται “φυσικά”[29] προς το “Θεϊκό Είναι” γιατί ποθεί και πάσχει να μετέχει στην κοινωνία της θείας και Ζωαρχικής Του αιωνιότητας.
Ο άνθρωπος στρέφεται προς την «ἀμετάθετον αἰωνιότητα»[30] γιατί αβίαστα το ανθρώπινο “εἶναι” κινείται προς την “θείαν μορφή τοῦ εἶναι” και μέσω της προσευχητικής ενσάρκωσης της αγάπης αποδέχεται και λαμβάνει ως δώρο και χάρισμα από το Υπερβατικό την “εμπειρία της γνώσης”. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος μετέχει στην κοινωνία της δόξας του “Θεϊκοῦ Εἶναι” και εξαιτίας αυτής της μεθέξεως, ασφαλώς μέσω πάντοτε της αγιοπνευματικής διακρίσεως και θείου φωτισμού, εγκαταλείπει την κατηγορία της τυπικής λογοκεντρικής προσέγγισης των επιστητών και ανάγεται στην κατηγορία της «οντολογικής πρόσληψης»[31], στην κατηγορία δηλαδή του ίδιου του “εἶναι”, που εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στο Πρόσωπο του Απόλυτου και “Απροσδιόριστου” Θεϊκού “Εἶναι”, στον «πρό πάντων τῶν αἰώνων ὄντως Ὄντα»[32].
Η παρατεταμένη προσευχή για όλη την κτίση με τον άγιο πόνο του αυτομίσους[33] εξαγιάζει το ανθρώπινο “είναι” και μαζί μ’ αυτό ολόκληρη την “συμπαντική πραγματικότητα”. Ο άνθρωπος τότε αξιώνεται να ζει αληθινά όλη την ανθρωπότητα «ὡς μίαν ζωήν, μίαν φύσιν ἐν τή πολλαπλότητι τῶν ὑποστάσεων». Αξιώνεται της θεωρίας του ίδιου του Θεού, που με το Άγιος Φως της δόξας Του επισκιάζει την ανθρώπινη ύπάρξη και εναποθέτει στα βάθη του “εἶναι” της τους λόγους του θεανθρώπου σφραγίζοντας την Θεότητά Του και “μεταμορφώνει” αυτήν (την ανθρώπινη ύπαρξη) άναρχη κατά τη δωρεά Του. Πείθει τον άνθρωπο ότι ο Χριστός είναι το ύψιστο, το «ἄναρχο γεγονός τοῦ εἶναι»[34].
«Ἐν προσευχή ὁμοία ἐκείνης τῆς ἐν Γεθσημανή δίδεται εἰς ἠμᾶς ἡ ὀντολογική πείρα τῆς “ὑποστάσεως”» ? ἡ ὁμοίωσις δέ τοῦ θανάτου ἠμῶν πρός τόν θάνατον τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὁδός τῆς “κενώσεως”. Ὅσον πληρεστέρα εἶναι ἡ τελευταία αὐτή, τοσούτον τελειοτέρα εἶναι ἡ ἀνάβασις τοῦ πνεύματος ἠμῶν εἰς τόν φωτοφόρον χῶρον τῆς Προαιωνίου Θεότητος. Καί ἀνεξαρτήτως ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζη διά λόγων ἤ οὐχί τήν πραγματικήν αὐτοῦ κατάστασιν, ζῆ αὐτήν ὡς ὑπαρξιακήν γνῶσιν: Νῦν ἐν Χριστῷ δύναται καί αὐτός ἄν εἰπῆ, “ἐγώ εἰμί”»[35].
Παραπομπές:
[1] Νικολαΐδη Ν., Ανάλεκτα (Περί του όντως Όντος και των όντων), τόμος Α΄, Πουραναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 41. Ο ίδιος συμπληρώνει: «Ὁ Θεός εἶναι ὁ “ἀπαρχῆς ὠν”, ὁ ὁποῖος ὡς αὐτοΰπαρξη παράγει “ἐκ τοῦ μή ὄντος” “πολλά ὄντα”. Ἔτσι, θεωρούμενος ὁ Θεός ὡς “ἀρχή καί ὑπεράρχιος” καί ὡς “ὧν καί ὑπερών” σέ καμιά περίπτωση δέν συναριθμεῖται μέ τά κτιστά γιατί ὁ κτιστός κόσμος πῆρε τήν ὕπαρξή του ἀπό τά μή ὄντα καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο φέρει μέσα τοῦ ἐγγενῆ τή ροπή καί τήν τάση πρός τό μή ὄν.» (Αυτόθι, σελ. 14-15).
[2] Ο πατήρ Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει σχετικά: «Ἡ καλλιέργεια τῆς πτώσεως ὁδηγεῖ εἰς ἀποξένωσιν ἀπό τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος ὑποβιβάζεται διά τῆς ἐν αὐτῶ ἀμαυρώσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως πρός τοῦτο, ἡ σύναξις τῶν ὑποστάσεων εἶναι “τό ἅλας τῆς γής καί τό Φῶς τοῦ κόσμου”. Τοῦτο πραγματοποιεῖται ἐν τή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μετ’ἰδιαιτέρας δεδυνάμεως ἐν τή λειτουργική πράξει. Ἐκεῖ ἀκριβῶς φανεροῦται ἡ ἀληθινή εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δί’ ὅλου του περιεχομένου τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ λειτουργός καλεῖται, ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἐν Γεθσημανής προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ, νά προσφέρη εἰς τόν Θεόν λατρείαν ἁρμόζουσαν εἰς τήν ὑπόστασιν», Σαχάρωφ Σωφρονίου (Αρχιμ), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1992, σελ. 314.
[3] Ο αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας θυμάται: «Κοντά στόν πατέρα Σωφρόνιο γνώρισα πόσα πράγματι πλουτίζει τίς ψυχές ἡ ζωή τῆς ἡσυχίας καί τῆς προευχῆς. Ἀπήλαυσα τίς γνώσεις του, τήν πείρα του καί τήν ἁγιότητά του. Μέ εἶχε αἰχμαλωτίσει τό μεγαλεῖο της ψυχῆς αὐτῆς καί ποτέ δέν θά ἤθελα νά φύγω ἀπό τά καρούλια, ἄν καί ὑπῆρχαν τόσες δυσκολίες γιά μένα, σάν νέος, καί ἀρχάριος πού ἤμουν. Ὁ πατήρ Σωφρόνιος εἶχε τεραστία μόρφωση, γνώριζε πολλές γλῶσσες, ἀλλά περισσότερο τήν ἑλληνική καί μάλιστα τήν ἀρχαία. Δέν ἦταν ὅμως ἡ μόρφωσις ἐκείνη πού μέ σαγήνευε Περισσότερο μέ ἤλκυε ἡ ἀρετή, ἡ πνευματική ἀκτινοβολία του καί ἡ καλλιέργεια τῆς προσευχῆς. Μοῦ περιέγραψε πολλούς τρόπους προσευχῆς τῶν ἐρημιτῶν στά Καρούλια. Ἕνας τρόπος πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος ἦταν ἡ ἐπαναλληψις τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς τοῦ “Πάτερ ἠμών”, μέ ἀνύψωση τῶν χεριῶν πρός τόν οὐρανό. Ἡ ἐπαναλληψις αὐτή γινόταν μέ ἀργό ρυθμό, συλλαβιστά, ὥστε νοῦς καί καρδιά νά συλλαμβάνουν καί νά κάνουν κτῆμα τοῦ τό περιεχόμενο τῆς κάθε λέξεως τῆς θεοδιδάκτους προσευχῆς, εἰσδύοντας στό βαθύτερο νόημά της. Ἄρχιζε τήν προσευχή ἀπό βραδίς καί τελείωνε μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἀσφαλῶς ὁ πατήρ Σωφρόνιος θά ἐξασκοῦσε καί τήν νοερά, τήν καρδιακή προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Μοῦ γνωστοποίησε ὅμως καί τόν προηγούμενο τρόπο μέ τό “Πάτερ ἠμών” σάν ἕνα προστάδιο ἴσως καί μία προγύμνασι, γιά τήν τελεία, τήν πνευματική, τήν νοερά προσευχή», Καράμπελα Χερουβείμ (Αρχιμ), Από το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές Αναμνήσεις, Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 306 – 308.
[4] Βλ., σχ., Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 293 – 347.
[5] Αυτόθι, σελ. 293.
[6] Αυτόθι, σελ. 294 – 295. Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ἡ ἁμαρτία διετάραξεν αὐτήν τήν ἐνυπάρχουσαν ἑνότητα τοῦ χρόνου καί τῆς αἰωνιότητας μέσα εἰς τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καί ἤνηξε μέσα εἰς τόν ἄνθρωπον ἕνα φοβερόν χάσμα μεταξύ του ἐν χρόνω καί τοῦ αἰωνίου εἰς τό ὁπόιον χάσμα πνίγεται διαρκῶς ἡ σκέψις καί ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία ὡς ἀντί – θεός καί ἀντί – λόγος (protivlogosna) δύναμις, ἅ – θεοποιεῖ, ἀπολογοποιεῖ (delogosira) τόν ἄνθρωπον καί τόν καθιστά χωρίς νόημα. Τοῦτο δέ σημαίνει: ἡ ἁμαρτία θανατώνει τόν ἄνθρωπον διότι τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν μοναδικήν πηγήν τῆς ζωῆς, τῆς ἀθανασίας, τῆς αἰωνιότητος, ἀπό τόν Θεόν», Πόποβιτς Ι. (Αρχιμ), Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Αστήρ, Αθήνα 1970, σελ. 22.
[7] Αυτόθι, σελ. 296 – 297. Ο καθηγητής Βασίλειος Γαϊτάνης τονίζει: «The “communication” of God with thw world is carried out via thw Incarnation of God’s Son and World. God “communicates” with the world so that the fallen man be able to communicate with God as a “by God’s grace” participant in the goodhood. Also the “communication” of God with the world via the Son os shaped at the same time to “communion of man” towards the Son and Word of God, provided the existence of the Filial relationship of people with God – Father is carried out and determined by their relation “to His Son”. The “Christ’s member” becomes also a self-realized entity in itself, since the participation of “sonship” in wich he belongs (as was par excellence being Holy-spirited and participating in the energies of the Holy Spirit), does not allow alienation or his influence by the alienating dimension of the pseudepigraph secular communication! The communion of God is always awareness of the person, since only “in God man is person”» (Γαϊτάνη Β., Fundamental structures and bases of Orthodox communicative theology, σελ. 20-21).
[8] Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ 297.
[9] Ζαχαρία Αρχιμανδρίτου, Το άκτιστο φώς στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ.28 – 29.
[10] Αυτόθι, σελ. 29.
[11] Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 296 – 297.
[12] Αυτόθι, σελ. 301.
[13] «Also man, via the participation in the heritage of the filial love, passes over to his fellow man symbolic “representation” of the God-Father’s love to the world via the Incarnation of Son. Man loving his fellow man represents pro rata the love of God to the world. Thus the “communication” of man with neighbor (who was being consolidated via sonship) is realized as participation in the “inheritance” of the Son towards the man and consequently it constitutes a type (by secular terms) earthy “representation”of the communion that the Son – Word has carried out to the people. The love of Son to the man should be carried out, as love of man to the fellow – man – neighbor, and the love to the man is his “communication” with “according to God’s grace” participation of the energies themselves of God. If God “is love”, the communion of love with the fellow man is aleady “communion of God” as well» (Γαϊτάνη Β., Fundamental Structures and bases of Orthodox communicative theology, σελ. 21)
[14] Σαχάρωφ Σ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 304, πρβλ., Α’ Ιωάνν. δ‘ 16.
[15] Ζαχαρίου Αρχιμ., Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 31.
[16] Αυτόθι, σελ. 31. Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος εύστοχα τονίζει: «Ἡ ἀγάπη ὑποστασιάζεται ἀπό τήν ἐλευθερία. Ἐπειδή εἶναι κάποιος ἐλεύθερος νά μήν ἀγαπᾶ, γι’αὐτό καί μόνο τότε ἔχει ἀξία, ἀντικρυσμα καί ὑπόσταση ἡ ἀγάπη του. Ἄν δέν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή κι ἦταν ἀναγκασμένος νά ἀγαπᾶ, τότε ἡ ἀγάπη του θά ἦταν ἀνυπόστατη ὡς καρπός ἀνάγκης» (Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 230).
[17] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 304.
[18] Πόποβιτς Ι., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 19-20.
[19] Γιέφτιτς Αθανασίου (πρ. Επισκόπου Ζαχουρίου και Ερζεγοβίνης), Χριστός η Χώρα των ζώντων, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σελ. 157.
[20]Μπέγζου Μ., Φαινομενολογία της Θρησκείας, σελ. 230 – 231. «Τό “κοινωνικόν”, ὡς χαρακτηριστικόν στοιχεῖον τοῦ “κατ’ εἰκόνα”, κατέχει ὠσαύτως ἰδιαιτέραν σπουδαιότητα. Ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον “μεταδούς αὐτῶ τῆς ἑαυτοῦ θείας χάριτος καί ἐν κοινωνία ἑαυτοῦ διά ταύτης αὐτόν ποιησάμενος”. Θά ἠδύνατο νά λεχθῆ ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ τήν κατακλείδα τῶν λειτουργιῶν τῶν ἄλλων χαρακτηριστικῶν του “κατ’ εἰκόνα”, ἤτοι τοῦ λογικοῦ, τοῦ αὐτεξουσίου καί τοῦ κυριαρχικοῦ. Ἐκ τῆς λειτουργίας αὐτῶν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐπικοινωνία καί κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνον μετά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μετά τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ συνανθρώπου καί τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος… Ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ εἰς ἀπόλυτον συνάρτησιν μετά τοῦ λόγου, τοῦ αὐτεξουσίου καί τοῦ κυριαρχικοῦ της ἀνθρώπινης ὑπάρξεως τοῦ “κατ’ εἰκόνα”. Ἡ κοινωνία αὐτή τελεῖ ἐν ὑποταγή καί ὑπακοή εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ? εἶναι κοινωνία λογική, ἐλευθέρα, κυριαρχική του ἀνθρώπου, τοῦ ἐπιθυμοῦντος τήν πνευματικήν πρόοδον, τήν ἠθικήν ἀνέλιξην καί τήν σωτήριον παρά τοῦ Θεοῦ εὐδοκίμησιν», Ξεξάκη Νικολάου, Ορθόδοξος Δογματική Γ’, Η περι Δημιουργίας διδασκαλία, Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 170-171).
[21] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 311.
[22] Αυτόθι, σελ. 312.
[23] Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ αἴσθησις εἶναι εὐλογία μόνον μέσα εἰς τήν χριστοαίσθησιν? ἄνευ αὐτῆς, ἡ αἴσθησις εἶναι μία κατάρα καί φρίκη. Ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς ἐδημιουργήθη θεοειδῆς, χριστοειδῆς καί πνευματοειδής, διά νά γίνουν αἵ αἰσθήσεις τοῦ εἰς τήν οὐσίαν τῶν θεονοσταλγικαί, χριστονοσταλγικαί καί πνευματονοσταλγικαί» (Πόποβιτς Ι., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 20).
[24] Σαχάρωφ Σ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 312 – 313.
[25]Αυτόθι, σελ. 319. Ο καθηγητής Νικόλαος Ξεξάκης τονίζει σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα: «Τό ἐν τῷ ἀνθρώπω κατ’εἰκόνα δέν ἀπωλέσθη, δέν κατεστράφη, ἀλλ’ ὑπέστη ἀλλοίωσιν τινά, εἰς τά ἐπί μέρους χαρακτηριστικά αὐτοῦ. Ἡ ἐνδεχόμενη ἀπώλεια τοῦ κατ’εἰκόνα θά εἶχεν ὡς συνέπειαν τήν μετατόπησιν καί κατάταξιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν τάξιν τῶν ἀλόγων ζώων» καί «Ἡ κληρονομική μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος βασίζεται ἐπί τοῦ ἑνιαίου της ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἡ κατάστασις τῆς ἁμαρτωλότητος τῶν πρωτοπλάστων μετεδόθη κληρονομικῶς, βάσει τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἰς ὅλον τό ἀκόλουθον ἀνθρώπινον γένος» (Ξεξάκη Ν., Ορθόδοξος Δογματική Γ’, σελ. 206 – 207 και 222).
[26] Αυτόθι, σελ 319.
[27] Βλάχου Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ο Γέροντας Σωφρόνιος στην καθημερινή του ζωή, περιοδ. Πειραϊκή Εκκλησία, αρ. Φύλλου 191, Μάρτιος 2008, σελ. 26 (24-26).
[28] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 327.
[29] Αυτόθι, σελ. 335.
[30] Αυτόθι, 334 – 335.
[31] Αυτόθι, σελ. 340.
[32] Αυτόθι, σελ. 340.
[33] Ζαχαρία Αρχιμ., Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 30.
[34] Αυτόθι, σελ. 31.
[35] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 346 – 347.