Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου
Με τη Θεοτόκο, η ανθρωπότητα υψώνεται μέσα από την πτώση της και καταφέρνει επιτέλους να πιάσει το χέρι πού της απλώνει ο Θεός. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με τη αποδοχή αυτή, έγινε δυνατόν να σαρκωθεί ο άναρχος και ασώματος Θεός, για «την ημετέραν σωτηρίαν».
Βλέπουμε λοιπόν ότι το έργο της σωτηρίας είναι αποτέλεσμα της συνέργειας δύο ελεύθερων θελήσεων: εκείνης του Θεού και εκείνης της Θεοτόκου, δηλαδή του ανθρώπου. Η θέληση του Θεού για γενική σωτηρία ήταν δεδομένη. Για να προχωρήσει όμως το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, χρειαζόταν και η ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Διότι μια σωτηρία πού θα επιβαλλόταν μονομερώς από τον Θεό, πού θα παραβίαζε την ανθρώπινη ελευθερία, το κατ’ εικόνα, δεν θα ήταν πραγματική σωτηρία αλλά βιασμός του ανθρώπου. Το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί Αν δεν πίστευε σ’ αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να το διακονήσει. Είναι λοιπόν η Θεοτόκος συνεργός, αυτόβουλη συνεργός στο έργο της σωτηρίας και όχι απλό όργανο: «Ιδού η δούλη κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1,38). Η Παναγία είναι το ιερό και άμωμο ανάθημα του ανθρωπίνου γένους στον Θεό. Η Παναγία είναι το αποκορύφωμα όλων των καθαρμών των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, το πιο εύοσμο άνθος όλης της ανθρωπότητας.
Ζώντας τον Χριστό και την Εκκλησία ανακαλύπτουμε την Μητέρα του Θεού και το μυστήριο της Μητρότητάς της. Καί, όπως κατέδειξε η Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου, ανακαλύπτοντας την «όντως Θεοτόκον», ανακαλύπτουμε τον ίδιο τον Χριστό και την Εκκλησία. Η Παναγία δεν είναι διόλου δυσνόητη. Ξέρει να σωπαίνει αλλά ξέρει να είναι και παρούσα εκεί πού την ζητούν. Η σιωπηλή της μαρτυρία, γίνεται άμετρον έλεος, για όσους επικαλούνται την χάρη της, γίνεται στοργή πάντα πόθον νικώσα.
Το μυστήριο της Θεοτόκου δεν μπορεί να αναλυθεί, να οριοθετηθεί με λόγια. Γι’ αυτό η στάση της Εκκλησίας αλλά και του καθενός πιστού ξεχωριστά μπροστά στη Θεοτόκο είναι ανάλογη μ’ εκείνην του Αρχαγγέλου Γαβριήλ κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού: στάση απορίας και θαυμασμού. Και μπροστά στην Θεοτόκο, δεν μπορούμε να πούμε τίποτ’ άλλο παρά: Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.