Dogma

Η θλίψη για τον θάνατο

 Το ευαγγελικό περιστατικό που διαδραματίσθηκε στη Ναΐν (Λουκ. 7.11-16) μας φέρνει μπροστά στην πραγματικότητα του θανάτου.

Σήμερα διδασκόμαστε ότι η υπέρβαση του θανάτου είναι ο Ζωοποιός και Ζωοδότης Κύριος. Όλοι οι πιστοί γνωρίζουμε ότι ο θάνατος έχει προσωρινό χαρακτήρα – στις περιπτώσεις μάλιστα των αγίων έχει και πανηγυρικό χαρακτήρα. Ωστόσο ας γίνουμε πιο συγκαταβατικοί και ανθρώπινοι.

Είναι φυσικό να θλιβόμαστε για τον θάνατο των ανθρώπων, ακόμη και στις αποβιώσεις των ενάρετων. Όχι βέβαια εξαιτίας απελπισίας – να η διαφορά από τους θανάτους των ασεβών – αλλά εξαιτίας του πρόσκαιρου χωρισμού και της στερήσεως του ανθρώπου μας ή και της στερήσεως του παραδείγματος και του λόγου του, αν επρόκειτο για διακεκριμένη μορφή. Θρηνούσαν, λέει, «πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει μετ’ αυτών ούσα η Δορκάς», η ελεήμων Ταβιθά, που είχε μόλις είχε αναπαυθεί εξαιτίας νόσου (Πρ. 9.36-39).

Αφ’ ετέρου – πώς να το κάνουμε; – ορισμένοι παράγοντες και παράμετροι μεγεθύνουν τη λύπη. Ενδέχεται αυτός που «μετήλλαξε το ζην» να ήταν στενός συγγενής ή φίλος μας ή πνευματικός αδελφός ή πολύ μάλλον καθοδηγητής μας· δεν ξεχνιέται εύκολα η έλλειψή του – «ο δίκαιος χάνεται, μα το φως που σκορπίζει γύρω του μένει» (Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ, Βιβλίο έκτο, 3, η). Ακόμη μπορεί ν’ αποδήμησε ξαφνικά· να ήταν νέος σαν τον κηδευόμενο της Ναΐν και διάφοροι ποικίλοι συντελεστές αυξητικοί του πένθους. Λ.χ. ο σημερινός νεκρός δεν ήταν μόνο νέος, αλλά και μοναχοπαίδι, αλλά και χήρας.

Δεν αποκλείουμε τη θλίψη, αφού δεν την απέκλεισε ο Κύριος: Δεν μάλωσε τη δύστυχη που οδυρόταν για το γιό της. Ο Πέτρος δεν μάλωσε τις χήρες που έκλαιγαν την Ταβιθά. Η Θεοτόκος παριστάνεται επανειλημμένα από τον Υμνολογία να θρηνεί κάτω από τον Σταυρό, αν και δεν έχουμε σαφή ευαγγελική μαρτυρία – εκείνη όμως η ρομφαία, το σπαθί, που της είχε προαναγγείλει ο Συμεών ότι θα της έσχιζε την καρδιά (Λουκ. 2.35), μπορούσε να μη της προκαλούσε πόνο και συντριμμό;

Μα γιατί πάμε μακριά; Ο ίδιος ο Κύριος είχε πικραθεί και δακρύσει μπροστά στο κατάντημα της φύσεώς μας, μπροστά στον θάνατο του αγαπημένου Του Λαζάρου, που ήδη δυσοσμούσε… Ένιωσε μέσα Του τόση θλίψη που «ενεβριμήσατο τω πνεύματι», δηλαδή κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, αγανάκτησε και χρειάσθηκε να επιπλήξει την άμετρη λύπη Του για ν’ αυτοκυριαρχήσει· και ας ήξερε ότι θα ανάσταινε τον φίλο Του και ότι η ασθένεια (και το αποτέλεσμά της, ο θάνατος εκείνου) θ’ απέβαιναν «υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθεί ο υιός του Θεού δι’ αυτής» (Ιω. 11.1-44).

 

Ιερομόναχος Ιουστίνος