Η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα και στην Τουρκία (Β)
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Είδαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, ποιές είναι οι ενέργειες, στις οποίες προβαίνει η Ελλάδα, για να εκπληρώσει, όχι μόνο θεσμικά αλλά και εμπράκτως, τον σεβασμό της στο ανθώπινο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας τόσο των ημεδαπών όσο και των αλλοδαπών αλλόθρησκων ή αλλοδόξων ατόμων, άσχετα αν οι τελευταίοι έχουν εισέλθει νόμιμα ή παράνομα στην χώρα.
Και, όταν βέβαια ομιλούμε για δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας, δεν εννοούμε μόνο το δικαίωμα του καθενός να επιλέγει αυτοβούλως τα θρησκευτικά (με την θετική ή αρνητική έννοια) πιστεύματά του, να πιστεύει δηλ. ή να μη πιστεύει τον Θεό που θέλει. Εννοούμε και τα παρελκόμενα αυτής της ελευθερίας του: Να μορφώνεται δηλ. σύμφωνα με αυτά που επιτάσσει η θρησκευτική του πεποίθηση, αλλά και να ασκεί ακωλύτως τα θρησκευτικά του καθήκοντα σε ευκτήριους οίκους προορισμένους για την λατρεία του Θεού του.
Ουδεμία δικαιοκρατούμενη χώρα μπορεί να καυχηθεί σήμερα ότι σέβεται το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας των ατόμων που κατοικούν σε αυτήν, όταν αναγνωρίζει μεν θεωρητικά σε όλους το δικαίωμα να πιστεύουν στον Θεό που επιλέγουν, στην πράξη όμως τούς στερεί, με διάφορα προσχήματα, το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης ή της άσκησης της λατρείας στους δικούς τους ευκτήριους οίκους.
Υπογραμμίζω την σκέψη αυτή, διότι αποτελεί ένα είδος εισαγωγής στα πεπραγμένα της Τουρκίας έναντι του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Ας βάλουμε λοιπόν τον «δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων» από την «σταύρωση» του εν λόγω δικαιώματος, ιδίως των Ορθοδόξων που κατοικούν στην γειτονική χώρα.
Και πρώτα απ’ όλα ας δούμε, τί γίνεται με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, της κεφαλής δηλ. της Ορθοδοξίας που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, όπως γινόταν ήδη από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια από την Άλωση και καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Για την εκλογή σήμερα ενός Ορθόδοξου Ιεράρχη ως Οικουμενικού Πατριάρχη, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις:
Μια θετική και μια αρνητική. Απαιτείται δηλ. θετικά μενο υποψήφιος για την ανάδειξή του στον Οικουμενικό Θρόνο να είναι Τούρκος υπήκοος, αρνητικά δε να μη προβάλει η Τουρκία vetoστην εκλογή του.Αυτού του vetoέκανε πολλές φορές χρήση η Τουρκία στο παρελθόν. Πιο χαρακτηριστική απ’ όλες τις σχετικές περιπτώσεις είναι εκείνη που συνδέεται με το πρόσωπο του μακαριστού Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ο οποίος προτάθηκε το 1972 από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως διάδοχος του αποβιώσαντος στις 7 Ιουλίου εκείνου του έτους αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα Σπύρου.
Η διαγραφή του ονόματός του μαζί με τα ονόματα άλλων τεσσάρων υποψηφίων από τον κατάλογο των εκλογίμων εκ μέρους του Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος αποτελεί το αρμόδιο όργανο της Τουρκικής Κυβέρνησης που εμπλέκεται στην εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, υποχρέωσε την Πατριαρχική Σύνοδο να αφαιρέσει μεταξύ άλλων από τον σχετικό κατάλογο και το όνομα του Μελίτωνος και να προσθέσει σε αυτόν ισάριθμα νέα ονόματα υποψηφίων ηπίων τόνων, όπως ήταν και ο τότε Μητροπολίτης Ίμβρου και ΤενέδουΔημήτριοςΠαπαδόπουλος, ο οποίος εξελέγη τελικά Οικουμενικός Πατριάρχης στις 16 Ιουλίου 1972, για να τον διαδεχθεί μετά την εκδημία του στις 2 Οκτωβρίου 1991 ο σημερινός Πατριάρχης ΒαρθολομαίοςΑρχοντώνης. Για την άρνηση της υποψηφιότητας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιακώβου, ας μη μιλήσουμε καλύτερα. Διότι ο Ιάκωβος, εξ αιτίας του δυναμικού του χαρακτήρα, της πολύ ισχυρής θέσης που είχε στις Ηνωμένες Πολιτείες και της διαπλοκής του με το αμερικανικό κατεστημένο, ήταν τόσο μισητός στην Τουρκία, η οποία όχι μόνο διεμύνησε στην Πατριαρχική Σύνοδο ότι δεν θα δεχόταν την συμπερίληψη του ονόματός του στον σχετικό κατάλογο των εκλογίμων, αλλά απαγόρευσε ακόμη και την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη!
Πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι η πολιτική της Τουρκίας στο ζήτημα της εκλογής του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν έχει μόνο παρελθόν. Έχει και μέλλον, καθώς έχουν αρχίσει από τώρα οι διεργασίες για την διαδοχή του υπερηλίκου Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να επισπεύσει την εκλογή του διαδόχου του παραιτούμενος από τον Πατριαρχικό Θρόνο. Είναι ήδη γνωστές δύο περιπτώσεις υποψηφίων για το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Πρόκειται αφ’ ενός για τον Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ Αδαμάκη, πρώην Μητροπολίτη Γαλλίας, και αφ’ ετέρου για τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, κ. Ελπιδοφόρο Λαμπρινιάδη, πρώην Μητροπολίτη Προύσης. Εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι ο Γέρων Χαλκηδόνος, κ. Εμμανουήλ, λόγω κυρίως της προηγούμενης θητείας του στην Γαλλία, αποτελεί για την Τουρκία μάλλον «κόκκινο πανί», όπως συνέβη με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβο, και εάν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, κ. Ελπιδοφόρος, με τις καιροσκοπικές επιλογές του (βλ. πρωτίστως την προκλητική παρουσία του στα εγκαίνια του πολιτιστικού κέντρου της Τουρκίας στην Νέα Υόρκη) καλλιεργεί το προφίλ ενός υπάκουου στην Τουρκία Ιεράρχη, ο οποίος μπορεί να προσπερνά ακόμη και τις πιο χονδροκομμένες βαρβαρότητες της Κυβέρνησης της Άγκυρας, σαν αυτή που ενέχει η μετρατροπή της Αγίας Σοφίας σε Μουσουλμανικό Τέμενος, δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, για να αντιληφθεί κάποιος, γιατί οι διαγραφές με το μολύβι του Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τον κατάλογο των εκλογίμων υποψηφίων ανοίγουν τον δρόμο για την κατάληψη του Οικουμενικού Θρόνου από τον κ. Ελπιδοφόρο, που μπορεί να μη είναι αρεστός στους κόλπους των Ορθοδόξων, είναι όμως «του χεριού» της Άγκυρας, η οποία επιβάλλει τελικά την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάτρχη που επιθυμεί.
Έτσι γινόταν ανέκαθεν, κατά κανόνα, και έτσι θα εξακολουθήσει, δυστυχώς, να γίνεται και στο μέλλον. Ο Νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποφασίζει στην πράξη, ποιός θα είναι ο Αρχηγός της Ορθοδοξίας! Και ύστερα έχει το θράσος η Τουρκία να διαμαρτύρεται για τον διορισμό των Μουφτήδων, των τοπικών δηλ. εκκλησιαστικών αρχών της μουσουλμανικής μειονότηταςτης Θράκης, από την Ελληνική Κυβέρνηση. Παραβάλλοντας κάποιος τους εκάστοτε ισχυρισμούς της Τουρκίας με την πρακτική που αυτή ακολουθεί στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας των αλλοθρήσκων υπηκόων της κινδυνεύει να χάσει την επαφή του με την κοινή λογική.
Ανάλογος είναι και ο σεβασμός που επιδεικνύει η Τουρκία και στον τομέα της θρησκευτικής εκπαίδευσης των Ορθοδόξων, οι οποίοι κατοικούν στην γειτονική χώρα μετά την κατάργηση το 1971 της Πατριαρχικής Θεολογικής Σχολής Χάλκης που είχε ιδρυθεί επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1844 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Δ΄ και λειτουργούσε στις εγκαταστάσεις της Σχολής επί του ομωνύμου νησιού των Πριγκηπονήσων.
Από την περίφημη αυτή Θεολογική Σχολή είχαν αποφοιτήσει αναρίθμητοι θεολόγοι και κληρικοί όλων των βαθμίδων, μεταξύ των οποίων διακρίνει κάποιος πολλούς φημισμένους Αρχιερείς, επικεφαλής των οποίων βρίσκεται ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
Η απαγόρευση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης έχει ως αποκλειστικό στόχο να πλήξει τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θα περιέλθει εκ των πραγμάτων σε κατάσταση μαρασμού, αφού δεν θα μπορεί να εκπαιδεύσει δικούς του Θεολόγους από τα «σπλάχνα» του, για να στελεχώσει με αυτούς την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αποτελεί την πηγή ανάδειξης των υποψηφίων για την εκλογή στο αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Όσοι δε Έλληνες Θεολόγοι επιχειρήσουν να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνουν Μητροπολίτες του Πατριαρχικού Θρόνου, θα αποκλείονται, αφού δεν θα έχουν την τουρκική υπηκοότητα. Οι δε έχοντες την τουρκική υπηκοότητα Έλληνες που θα έρχονται στην Ελλάδα, για να σπουδάσουν σε κάποια Θεολογική Σχολή και θα επιστρέφουν ύστερα στην Τουρκία, για να γίνουν Ιεράρχες του Πατριαρχείου, θα απορρίπτονται ως πράκτορες της Ελλάδος, που τους πήρε, τους εκπαίδευσε και τους έστειλε πίσω, για να αλώσουν με την σειρά τους αυτοί τώρα την Κωνσταντινούπολη!
Εξωφρενικοί συλλογισμοί που μόνον από βαρβάρους μπορείς να ακούσεις σήμερα. Είναι οι ίδιοι που πριν από λίγα χρόνια μετέτρεψαν το καύχημα της Ορθοδοξίας, την Αγία Σοφία, σε Τζαμί επικαλούμενοι το δίκαιο του κατακτητή. Όταν όμως ο κατακτητής και οι κληρονόμοι του είναι βάρβαροι, μόνον βαρβαρότητες μπορεί να περιμένει κάποιος από αυτούς. Βαρβαρότητες που γίνονται ακόμη πιο προκλητικές, όταν επιχειρούν να δικαιολογηθούν με την επίκληση του σημερινού πολιτισμού μας.