Η Β’ Βατικανή Σύνοδος και η νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία της Β΄ΜΕΡΟΣ

  • Dogma

Στην συνέχεια θα υπογραμμισθούν μερικά απαραίτητα σημεία προκειμένου να αναγνωσθή αυτή η διατριβή από τους ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι εν πολλοίς δεν ασχολούνται με τέτοια σοβαρά θεολογικά και εκκλησιολογικά ζητήματα, που σημαίνει ότι δεν ενεργοποιούν την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία τους. Αυτό συνιστά πνευματική ύπνωση, με άμεσες συνέπειες στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τελικά στην σωτηρία των μελών της. 

ΙΕΡΟΘΕΟΣ Μητροπολίτης Ναυπάκτου

Β ΜΕΡΟΣ – ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το πρώτο σημείο είναι ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ ορατής και αοράτου Εκκλησίας επί της γής, που είναι αντίθετο με την διδασκαλία των Πατέρων, για παράδειγμα του αγίου Ειρηναίου, ο οποίος διδάσκει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μυστηριακώς μέσα στην Εκκλησία. Στούς Πατέρες της Εκκλησίας συναντάμε την διδασκαλία ότι μία είναι η Εκκλησία με τις δύο μορφές της, την ορατή επί της γής και την αόρατη εν ουρανοίς. Όμως, η Β’ Βατικανή Σύνοδος επηρεασμένη από τον Αυγουστίνο, τους Προτεστάντες, αλλά και από απόψεις μερικών Ρώσων θεολόγων, όπως για παράδειγμα του Ευδοκίμωφ, που υποστήριζε ότι «γνωρίζομε που είναι η Εκκλησία, δεν έχομε όμως την εξουσία να εκφέρωμε κρίση και να ειπούμε που δεν είναι η Εκκλησία», του Νικολάου Μπερντιάεφ κλπ., διαμόρφωσε την άποψη για την μυστηριακή ενέργεια εκτός «τών ορατών ορίων» της Εκκλησίας επί της γής, υπονοώντας ότι υπάρχουν «αόρατα όρια» της Εκκλησίας επί της γής ή ότι υπάρχει «ένα μέρος της Εκκλησίας επί της γής που είναι αόρατο».

Το δεύτερο σημείο είναι ότι θέτει το Βάπτισμα «ως βάση της νέας Οικουμενικής αδελφότητας», θεωρεί ότι η ενότητα «εδράζεται στην αναγνώριση της μοναδικότητας του Βαπτίσματος», οπότε το Βάπτισμα «τελούμενο από τους επισήμως χωρισμένους από την Εκκλησία θεωρείται «ότι παράγει όλους τους καρπούς και αποτελεί πηγή Χάριτος»». Έτσι, παρήχθηκε η λεγομένη Βαπτισματική θεολογία, η οποία θεωρεί το Βάπτισμα ως στοιχείο ενότητος μεταξύ των Χριστιανών, αν και διαφέρουν ως προς την πίστη. Αυτό σημαίνει ότι άλλαξαν τα πατερικά κριτήρια για την αναγνώριση της Εκκλησίας, οπότε, κατά την Βαπτισματική θεολογία, «τό αιρετικό βάπτισμα είναι το ένα Βάπτισμα», δηλαδή η μυστηριακή ενότητα της Εκκλησίας «δέν εντοπίζεται πλέον σε μια ταυτότητα βασισμένη στην ενότητα της πίστεως, αποστολικής διαδοχής, ιερωσύνης και μυστηρίων». Οπότε, μπορεί κάποιος, λόγω του βαπτίσματος που γίνεται από αιρετικούς, σχισματικούς, ακόμη και μη βαπτισμένους, να είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, ανεξάρτητα από την πίστη, την αποστολική διαδοχή και τα Μυστήρια, πράγμα που αντιβαίνει στην ορθόδοξη διδασκαλία, η οποία συνδέει στενά την Ορθοδοξία με την Εκκλησία και την θεία Ευχαριστία. Επομένως, διακρίνεται «ο Χριστός των Μυστηρίων» (τού Βαπτίσματος) από «τόν Χριστό της δογματικής αληθείας».

Αυτό σημαίνει ότι υφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, αφού, όπου δεν υπάρχει πίστη-δόγμα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για Μυστήρια. Το δόγμα δεν χωρίζεται από την «πνευματικότητα». Η εκκλησιαστική αυθεντικότητα έχει σχέση με το ορθόδοξο δόγμα και τα Μυστήρια που βρίσκονται εντός των ορίων της Εκκλησίας. Υπάρχει σαφέστατη ενότητα μεταξύ του Βαπτίσματος και της ενότητας της πίστεως, και δεν μπορεί να υπάρξη διάσπαση μεταξύ «τού Χριστού των Μυστηρίων και του Χριστού της δογματικής Αλήθειας». Η ενότητα της Εκκλησίας, κατά τους Πατέρες, συνίσταται από τα «κοινά Μυστήρια», «τήν κοινή πίστη» και τον Επίσκοπο.

Το τρίτο σημείο, συνέχεια του προηγουμένου, είναι ότι γίνεται διάσπαση μεταξύ των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Ενώ η βασική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Ευχαριστίας, οπότε το Βάπτισμα ολοκληρώνεται με το (καί στό) Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, εν τούτοις η Σύνοδος αυτή έκανε την διάσπαση μεταξύ των Μυστηρίων. Ήδη αυτό προϋπήρχε στους Ρωμαιοκαθολικούς, γιατί στην εκκλησιαστική τους πρακτική αποσυνδέουν το Βάπτισμα από το Χρίσμα και την θεία Κοινωνία, αφού βαπτίζονται στην μικρή ηλικία, αλλά αργότερα κατά την εφηβεία τους χρίονται και κοινωνούν για πρώτη φορά στην θεία Ευχαριστία. Όμως, η Β’ Βατικανή Σύνοδος προχώρησε στο να αναγνωρίση το Βάπτισμα στους περισσότερους Προτεστάντες, όχι όμως και την θεία Ευχαριστία, ενώ στους ορθοδόξους αναγνωρίζει την εγκυρότητα της θείας Ευχαριστίας, αλλά θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι στερούνται όχι το πλήρωμα του Χριστού, αλλά το πλήρωμα της κοινωνίας με τον εκπρόσωπο του Χριστού, τον Πάπα.

Η διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της «Ρωμαιοκαθολικής» είναι σαφεστάτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διασπά την ενότητα μεταξύ των Μυστηρίων, αφού το Βάπτισμα οδηγείται προς την θεία Κοινωνία, οπότε η μυστηριακή βάση της κοινωνίας συνίσταται σε όλα τα Μυστήρια «ενωμένα σε μια κοινή ζωή και σε ένα κοινό Ποτήριο». Αντίθετα, στην «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», σύμφωνα με την εκκλησιολογία της Β’ Βατικανής Συνόδου, η μυστηριακή βάση της κοινωνίας είναι το ένα Βάπτισμα, και με την μετοχή στην θεία Ευχαριστία, η οποία όμως επιφυλάσσεται σε αυτούς που είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της.

Το τέταρτο σημείο είναι ότι γίνεται διάσπαση μεταξύ του Σώματος του Χριστού και της Εκκλησίας, δηλαδή μπορεί κανείς να ενσωματωθή στον Χριστό με το Μυστήριο του Βαπτίσματος, χωρίς, όμως, να είναι μέλος της «Καθολικής Εκκλησίας». Έτσι, το ίδιο το Μυστήριο του Βαπτίσματος, κατά την Β’ Βατικανή Σύνοδο, μπορεί να παράγη διαφορετικά αποτελέσματα εκτός και εντός της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Κατά την Σύνοδο αυτή οι αιρετικοί και οι σχισματικοί (Προτεστάντες και Ορθόδοξοι) μπορούν να ενωθούν με τον Χριστό, χωρίς, όμως, να είναι μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Έτσι, εισάγεται η αντιπατερική και αντιεκκλησιαστική αρχή της «μερικής ή ατελούς κοινωνίας». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο μέτρα, «ένα μέτρο για την Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός και ένα άλλο για μία Εκκλησία που αναδύθηκε λόγω των ιστορικών συγκυριών»· υπάρχουν «δύο διαφορετικές τάξεις βαπτιζομένων, δύο είδη ενότητας, Βαπτισμάτων, κοινωνίας και εκκλησίας», πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με την πατερική παράδοση.

Το πέμπτο σημείο, συνέχεια του προηγούμενου, είναι ότι «η πλήρης πραγματοποίηση της Εκκλησίας απαιτεί κοινωνία με τον Πάπα». Για να υπάρξη πληρότητα στην θεία Ευχαριστία, πέρα από την παρουσία του Χριστού, πρέπει να αναγνωρισθή το πρωτείο του Πάπα και να υπάρξη κοινωνία μαζί του. Έξω από τον Πάπα ο κάθε Επίσκοπος δεν μπορεί να ασκήση την εξουσία του και «η τοπική Εκκλησία «τραυματίζεται» και δεν μπορεί να «πραγματοποιηθεί «πλήρως», ως μια συγκεκριμένη (τοπική) Εκκλησία». Η αναγνώριση του Πάπα αποτελεί «ουσιώδες» στοιχείο που υπερέχει πάνω από όλα, ακόμη «καί του «στοιχείου» του Κυρίου στην θεία Ευχαριστία», και αυτό το «ουσιώδες» στοιχείο «είναι ο Ανώτατος Ποντίφηκας». Οι εκτός της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» εκκλησιαστικές κοινότητες μπορούν «νά έχουν τον Χριστό στην Ευχαριστία», αλλά «είναι «τραυματισμένες», διότι στερούνται του εκπροσώπου του στην γή, δηλαδή του Ανώτατου Ποντίφικος».

Το έκτο σημείο είναι ότι στην απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου απουσιάζει παντελώς η διάκριση των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. και μάλιστα υποστηρίζεται ότι και έξω από την Εκκλησία, ακόμη και σε αιρετικούς και σχισματικούς ενεργεί η Χάρη του Θεού, χωρίς να γίνεται διασάφηση τί Χάρη ενεργεί. Κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, ενώ η ενέργεια του Θεού είναι απλή, εν τούτοις υπάρχουν διάφοροι βαθμοί μεθέξεώς της, ανάλογα με τα αποτελέσματά της. Έτσι, όλη η κτίση μετέχει στην δημιουργική, συνεκτική και προνοητική ενέργεια του Θεού, όμως «τό Άγιον Πνεύμα ενεργεί καθαίροντας, φωτίζοντας και αγιάζοντας μόνον μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας». Άν υπήρχε ταυτότητα ενεργειών, τότε δεν θα υπήρχε διάκριση, οπότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν στην θεοποιό ενέργεια του Θεού, πράγμα που είναι απαράδεκτο από πατερικής πλευράς.

Το έβδομο σημείο είναι ότι στο διάταγμα περί Εκκλησίας και περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στις μεθοδείες του διαβόλου πριν και μετά το Βάπτισμα, δηλαδή τα διατάγματα αυτά «στερούνται μιας στοιχειώδους δαιμονολογίας». Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α’ Ιω. γ’, 8), οπότε η απουσία οποιασδήποτε δαιμονολογίας έχει συνέπειες στην Χριστολογία και την Εκκλησιολογία. Είναι γνωστόν ότι στις Κατηχήσεις που προηγούνται του Βαπτίσματος γίνονται οι «εξορκισμοί» και η αποταγή του διαβόλου και των ενεργειών του.

Το συμπέρασμα της διατριβής αυτής είναι ότι η Β’ Βατικανή Σύνοδος «αντιπροσώπευε μια ρήξη με το άμεσο παρελθόν της και την εκκλησιολογία του Πίου XII, αλλά δεν σήμαινε και επιστροφή στις αρχέγονες ρίζες και συγκεκριμένα στην πατερική παράδοση περί Εκκλησίας του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Και οι αποφάσεις της Συνόδου τίθενται μέσα στην προοπτική του οικουμενισμού και την προοπτική ότι υπάρχει μεταξύ όλων των Χριστιανών ενότητα, έστω και με μια απλή μορφή και καλούνται να αποκτήσουν την πλήρη ενότητά τους, όταν αποδεχθούν την εξουσία του Πάπα. Οπότε, κατά την Σύνοδο αυτή η εκκλησιαστική διαίρεση δεν είναι δογματική, δεν αφορά την πίστη, δεν είναι εκκλησιαστική, αλλά απλώς κανονική, συνδέεται με την αναγνώριση του Πάπα ως αρχηγού όλου του Χριστιανισμού. Έτσι εξηγείται και ο τρόπος που πολλοί οικουμενιστές ομιλούν για τον διάλογο μεταξύ των «Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών».

Ο συγγραφεύς της διατριβής αυτής καταλήγει στην εξής επισήμανση:

«Το συμπέρασμά μας είναι πώς η νέα εκκλησιολογία του UR (διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου) συνιστά την πνευματική και θεολογική πρόκληση των ημερών μας, έναντι της οποίας κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός παραμένει αδιάφορος, με διακινδύνευση του εαυτού του, διότι εγκυμονεί σωτηριολογικές συνέπειες. Εν όψει μίας τρομακτικά διχαστικής και παραπλανητικής αίρεσης, καλούμεθα να συνομολογήσουμε σήμερα τον Χριστό, όπως έπραξαν οι πρόγονοί μας την εποχή του Αρειανισμού. Η ομολογία της πίστεώς μας, ωστόσο, δεν είναι απλώς στο πρόσωπό του στην Ενσάρκωση, αλλά στο πρόσωπό του στην συνέχεια της Ενσαρκώσεως, στην Εκκλησία. Το να ομολογεί κανείς την πίστη σήμερα σημαίνει να ομολογεί και να διακηρύττει την ενότητα της θείας και ανθρώπινης φύσης του στο Σώμα Του, την Μία και Μόνη Ορθόδοξη Εκκλησία «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως»».

Η διατριβή είναι σημαντική, γιατί, αφ’ ενός μεν σχολιάζεται ορθοδόξως η απόφαση της Β’ Βατικανής Συνόδου στο θέμα της εκκλησιολογίας και του οικουμενισμού, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι «Ρωμαιοκαθολικοί» αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, παρά και τις αντιδράσεις μερικών άλλων, αφ’ ετέρου δε γιατί αναγνωρίζουμε και μερικούς Ορθοδόξους οικουμενιστές, Ιεράρχες και θεολόγους, οι οποίοι διαπνέονται από τις ίδιες αντιλήψεις περί εκκλησιολογίας και βαπτισματικής θεολογίας, δηλαδή εκφράζονται «μέ σχεδόν ταυτόσημους όρους με εκείνους στα κείμενα της Β’ Βατικανής Συνόδου και της σύγχρονης ρωμαιοκαθολικής θεολογίας».

Πράγματι, υπάρχουν Ορθόδοξοι Κληρικοί και θεολόγοι οι οποίοι αναλύοντας σχετικούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων για τον τρόπο με τον οποίο δέχονται τους αιρετικούς που επιστρέφουν στην Εκκλησία, μέσα από την προοπτική ότι οι Πατέρες αναγνώριζαν ότι υπάρχουν στοιχεία εκκλησιαστικότητας και έξω από τα όρια της Εκκλησίας, χωρίς να θέλουν να καταλάβουν ότι η οικονομία που μετέρχονται οι Πατέρες για την επιστροφή των αιρετικών και των σχισματικών στην Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι αποδέχονται ότι εκτός της Εκκλησίας υπάρχουν μυστήρια. Άλλωστε, και η οικονομία είναι μια σαφέστατη θεολογία.

Τελικά, «η θεωρία της Βαπτισματικής ενότητας, που παρουσιάστηκε στο UR (διάταγμα περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου), είναι ασύμβατη με την εκκλησιολογία των Αγίων Πατέρων». Η διδακτορική αυτή διατριβή πρέπει να διαβασθή προσεκτικά.–

TOP NEWS