Dogma

Η βροχή που έσωσε τους ναυτικούς

Στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

Ο αββάς Γρηγόριος διηγείται τα εξής: «Στο πλοίο, καθώς επέστρεφα από το Βυζάντιο, μπήκε κάποιος σκριβών (σωματοφύλακας του Βασιλιά) με την γυναίκα του και την ακολουθία του. Όταν λοιπόν φθάσαμε στη μέση του πελάγους, μας έλειψε το νερό κι ήμασταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ήταν ένα ελεεινό θέαμα να βλέπεις γυναίκες, άνδρες και μικρά παιδιά να λιποθυμούν από τη δίψα, να πίνουν από την θάλασσα και να είναι σαν νεκροί.

Αφού λοιπόν κάναμε τρεις μέρες σ’ αυτή την τόσο επικίνδυνη κατάσταση και δεν είχαμε ελπίδα ζωής, ο σωματοφύλακας, βλέποντας την συνοδεία του να υποφέρει, έβγαλε το ξίφος του για να σκοτώσει τον πλοίαρχο και τους ναύτες, διότι τους θεώρησε υπεύθυνους και αίτιους που χανόμασταν, μια και δεν γέμισαν νερό για τις ανάγκες των επιβατών του πλοίου.

Εγώ, βλέποντας την σκηνή, παρακαλούσα με όλη μου την δύναμη τον σκριβώνα και του έλεγα: «Μην το κάνεις αυτό, αλλά μάλλον ας παρακαλέσουμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον ποιούντα μεγάλα και ανεξιχνίαστα ων ουκ έστιν αριθμός, να μας σώσει. Όπως βλέπεις, πολλοί από τους επιβάτες και το πλήρωμα καταγίνονται με την προσευχή και ο Θεός δεν μπορεί να μην ακούσει».

Ησύχασε τότε ο στριβών και χαμήλωσε το ξίφος του. Μετά από λίγο ακούμε τον πλοίαρχο, ο οποίος ήταν άνθρωπος ευλαβής, να φωνάζει πολύ δυνατά: «Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός ημών», τόσο που εμείς καταπλαγήκαμε από τη φωνή του. Μετά λέει στους ναύτες: «Ξεδιπλώστε τις δερμάτινες τέντες» και καθώς τις άπλωσαν, να ένα σύννεφο ήλθε πάνω από το πλοίο κι έβρεξε τόσο νερό, μέχρι που γέμισαν όλα τα δοχεία μας. Ήταν δε το θαύμα μέγα και φοβερό, επειδή αν και το πλοίο αρμένιζε, μας συνακολουθούσε το σύννεφο και δεν έβρεξε έξω από το πλοίο.