Η Υπαπαντή του Κυρίου
Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Μετά σαράντα ημέρες από την ενανθρώπηση του Κυρίου, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν το θείο βρέφος στο Ιερό, σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο. Τότε και ο πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά». Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια».
Όλη η υμνογραφία της μεγάλης εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου τονίζει βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομότου Ιωσήφ με την Παναγία και τον Χριστό στον Ναόσαράντα ημέρες μετά τη Γέννηση του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα πνευματικά μάτια, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: την κατάπληξη των αγίων αγγέλων, που αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα στη γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα. Και η μόνη εξήγηση που δίνουν είναι η φιλανθρωπία του Θεού. «Οι Ασώματοι βλέποντας τον Υιό της Θεοτόκου να οδηγείται προς τον Συμεών έλεγαν: Θαυμαστά και παράδοξα και ακατάληπτα θεωρούμε. Ο Δημιουργός του Αδάμ βαστάζεται ως βρέφος και χωράει στις αγκάλες του Γέροντα, λόγω της φιλανθρωπίας Του».
Στο μέγα αυτό μυστήριο της ενανθρώπησής Τουμετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται σε αυτό και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά. «Ο Μωυσής αξιώθηκε να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού» .
Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών από τη συνάντησή του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού («Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες»), αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά («Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου;»).
Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο, επιθυμία που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά, συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί απιστία – αλλά γιατί ζει τη (σχετική) πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο Απόστολος Παύλος: «Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό».
Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα ο Συμεών, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή πραγματοποιήθηκε η αρχική υπόσχεση του Θεού ότι θα έλθει ως άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο από την πτώση σου στην αμαρτία. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ που ζει στον Άδη και να φέρω στην Εύα, το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο».
Η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί ασφαλώς και για τούς πιστούς κάθε εποχής παραδειγματικά. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος που κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».