Όποιος είναι σε καλή πνευματική κατάσταση, οπωσδήποτε έχει μέσα του τη μετάνοια. Και να θέλει να τη διώξει –αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο– δεν γίνεται. Διότι, αν τη διώξει, δεν θα είναι σε καλή πνευματική κατάσταση. Επομένως, συνεχώς έχει κανείς μέσα του τη λύπη. Αλλά γίνεται έτσι; Μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να ζει μονίμως μόνο με το βίωμα της λύπης; Όμως, όχι. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και η χαρά κάπου εκεί παρούσα και η ευφροσύνη. Γι’ αυτό οι Πατέρες δημιούργησαν τη φράση «χαροποιόν πένθος» και τη λέξη «χαρμολύπη». Όπου υπάρχει η μετάνοια ως χάρισμα, η λύπη αυτή ως χάρισμα από τον Θεό, νιώθει κανείς ανακούφιση, παρηγορία, γλυκύτητα, νιώθει ένα ξαλάφρωμα· νιώθει κάτι το απερίγραπτο. Νιώθει δηλαδή τη χαρά που έρχεται και αυτή ως χάρη.
Όταν λοιπόν έρθει η χάρη του Θεού μέσα στον άνθρωπο που θέλει να μετανοήσει, που ζητάει να μετανοήσει, που κάνει αγώνα να μετανοήσει αληθινά –και γι’ αυτό αφήνει κατά μέρος τη διαβολική λύπη που εμποδίζει τον άνθρωπο να μετανοήσει– αυτή η χάρη που έρχεται του δίνει μετάνοια, η οποία είναι πλέον χάρισμα. Καθώς όμως η χάρη δημιουργεί μετάνοια μέσα του, δημιουργεί λύπη μέσα του, συγχρόνως δημιουργεί και χαρά και παρηγορία και ελπίδα.
Και ενώ από το ένα μέρος νιώθει κανείς μετάνοια, και μάλιστα τέτοια μετάνοια, σαν να είναι ενώπιον του δικαστηρίου του Θεού, σαν να κρίνεται από τον Θεό και σαν να τον στέλνει στον άδη –να θυμηθούμε αυτό που αναφέρεται στον βίο του αγίου Σιλουανού: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην και μη απελπίζου»– από το άλλο μέρος όμως, ακριβώς επειδή αρχοντικά και όχι με κλαψουρίσματα η ψυχή σαν να είπε: «Ναι, Θεέ μου, εγώ είμαι για τον άδη, εγώ είμαι για την κόλαση, γι’ αυτά που έκανα, μου αξίζει κόλαση καί το λέω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου», εκείνη τη στιγμή ακριβώς το ίδιο αυτό χάρισμα, που γίνεται μετάνοια και λύπη μέσα του, γίνεται συγχρόνως χαρά, ευφροσύνη, γίνεται συγχώρηση, λύτρωση, γίνεται σωτηρία, γίνεται παράδεισος. Ναι, παράδεισος. Έτσι, από κει που μοιάζει σαν να πηγαίνει κανείς προς την κόλαση, είναι μέσα στον παράδεισο. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο η ζωή του χριστιανού είναι συνεχώς μια χαρμολύπη, η ζωή του χριστιανού είναι συνεχώς χαροποιόν πένθος.
Να έχουμε, λοιπόν, παρακαλώ, υπ’ όψιν μας ότι υπάρχει η δαιμονική λύπη. Μακριά από αυτήν. Να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι υπάρχει η λύπη που δημιουργούν τα διάφορα δυσάρεστα γεγονότα και οι διάφορες άσχημες καταστάσεις. Είναι όμως και η λύπη της μετανοίας, η κατά Θεόν λύπη. Όταν υπάρχει αυτή η κατά Θεόν λύπη που γεμίζει την ψυχή από χαρά –η ίδια η λύπη γίνεται συγχρόνως και χαρά· παραμένει όμως στο βάθος ως λύπη, για να μην ξεφαντώσει, για να μην ξεφύγει ο άνθρωπος και χαθεί– τότε, και να είναι ο άνθρωπος μέσα σε θλίψεις, τις οποίες δημιουργούν τα διάφορα περιστατικά και οι διάφορες καταστάσεις της ζωής, δεν έχει ανάγκη καθόλου. Αλήθεια, έτσι είναι. Τίποτε δεν μπορεί να αφαιρέσει από την ψυχή του ανθρώπου αυτό το χαροποιόν πένθος, τη χαροποιό λύπη, αυτή τη χαρμολύπη, που είναι κατά Θεόν κατάσταση και είναι χάρισμα Θεού· τίποτε δεν μπορεί να του την αφαιρέσει, όταν υπάρχει στην ψυχή του. Έτσι, όσα προβλήματα κι αν έχει κανείς να αντιμετωπίσει, όσες δυσκολίες κι αν δημιουργούνται, όσες δυσάρεστες καταστάσεις κι αν του έρχονται έτσι ή αλλιώς, δεν τον επηρεάζουν καθόλου. Μέσα στην ψυχή του εν ολη τη θλίψει του έχει όχι απλώς χαρά, όχι περίσσια χαρά αλλά υπερπερίσσια, όπως λέει ο απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. 7:4).
Αυτά, αδελφοί μου, νόμισα ότι ήταν καλό να πω σήμερα στην αγάπη σας. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ απλά τα πράγματα, κι εμείς ως χριστιανοί δεν επιτρέπεται να αγνοούμε την αλήθεια, να αγνοούμε πώς έχουν τα θέματα αυτά και να παιδευόμαστε όπως οι άλλοι άνθρωποι. Ο χριστιανός μπορεί να περάσει τούτο ή εκείνο, μπορεί έτσι, μπορεί αλλιώς να του έρθουν τα της ζωής του, μπορεί να κάνει αμαρτίες, αλλά εφόσον μετανοήσει, και εφόσον έρθει αληθινή λύπη, κατά Θεόν λύπη μέσα στην ψυχή του, θα έρθει και χαρά. Ο χριστιανός, όπως κι αν έχει το πράγμα, είναι έτσι που δεν είναι οι άλλοι άνθρωποι, που δεν μπορούν να είναι οι άλλοι άνθρωποι. Είναι πράγματι ευτυχισμένος, πράγματι χαρούμενος, έχει πράγματι ευφροσύνη στην ψυχή του και έτσι περνάει τη ζωή του έχοντας συγχρόνως και το πένθος και τη λύπη και, όταν φύγει για τον άλλο κόσμο, κερδίζει την αιώνια ζωή.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Το μυστήριο του πόνου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 49 (απόσπασμα).