Προσδοκώντας τον δε, λυτρώνεται από την αμαρτία και τη σκοτία των παθών, ώστε αγνισμένη εντελεχώς καθίσταται δοχείο καθαρό του επουράνιου μύρου και άξια για τη Βασιλεία των Ουρανών, όπου «τα αιώνια και ατελεύτητα και αδιάδοχα, στα οποία δεν υπάρχει νύχτα· όπου δεν υπάρχει ύπνος, η μίμηση του θανάτου· στην οποία δεν υπάρχει φαγητό, δεν υπάρχει ποτό, τα υπηρετήματα της [επίγειας] αδυναμίας μας, δεν υπάρχει νόσος, δεν υπάρχουν πόνοι, ούτε ιατρεία, ούτε δικαστήρια, ούτε εμπόρια… αλλά χώρα ζώντων, που δεν πεθαίνουν δια της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή εν Χριστώ Ιησού» (Αββάς Παλλάδιος, στο Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Α’ σελ. 108). Ορίζοντες υπερφυείς στους οποίους χάνεται το μάτι ημών των κοινών θνητών…
Άνθρωποι όπως τους θέλει ο όσιος, έστω και αν βρίσκονται μέσα στη σάρκα ακόμη, έχουν ωστόσο νεκρώσει τα μέλη τους «τα επί γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν» (Κολ. 3.5). Πολύ χαρακτηριστικά ο υμνωδός επισημαίνει και αντιθέτει:
«Πριν από τον σωτήριο Σταυρό, όταν βασίλευε η αμαρτία, όταν επικρατούσε η ασέβεια, μακαριζόταν η σωματική τρυφή των ανθρώπων, και λίγοι καταφρονούσαν τις σαρκικές ορέξεις· αφού όμως έχει πραχθεί το μυστήριο του Σταυρού και σβήσθηκε η τυραννία των δαιμόνων δια της θεογνωσίας, πολιτεύεται πάνω στη γη η αρετή των ουρανών. Γι’ αυτό τιμάται η νηστεία, λάμπει η εγκράτεια, κατορθώνεται η προσευχή» (Απόστιχο Αίνων Παρασκευής Τυρινής).
Οι φιλόθεοι, έχουν νεκρώσει τα μέλη τους «τα επί γης». Στην άνω Βασιλεία, για την οποία προπαρασκευάζονται ενδελεχώς, τούτα δεν έχουν θέση. Έτσι πεθαίνουν για να μην πεθάνουν. «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις». Αν πεθάνεις ως προς τα πάθη και τις κακίες, δεν θα πεθάνεις ψυχικά όταν πεθάνεις σωματικά.
Τη ζωηφόρα νέκρωση τη ζούσε έντονα ο Παύλος και δεν το συγκάλυπτε – η φλόγα του θείου έρωτα δεν μπορεί να συγκαλυφθεί. Του ξέφυγε και το είπε: «Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2.20).
Συνεχίζει ωστόσο ο κορυφαίος λέγοντας πως αν και επιθυμεί «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», παραμένει στο σώμα και στη γη προς χάριν των πιστών, για να τους διδάσκει τον Χριστό (Φιλ. 1.24-25). Άλλο ένα λοιπόν γνώρισμα του θεοφιλούς είναι η διάδοση του μηνύματος της σωτηρίας, ο ευαγγελισμός του Χριστού.
Όλοι οι άγιοι θεωρούσαν τον εαυτό τους τόσο χρεωμένο, που ό,τι και αν έκαναν, την όποια θυσία τους τη λογίζονταν σαν μηδαμινή. Έλεγαν και πίστευαν «Δούλοι αχρείοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17.10).
«Ψυχή η αληθινά φιλόθεη και φιλόχριστη, και αν μύριες δικαιοσύνες κάνει, τις έχει με τον νου της σαν να μην έχει κάνει τίποτε λόγω του ακόρεστου πόθου προς τον Κύριο. Και αν καταδαπανήσει το σώμα με νηστείες και αν με αγρυπνίες, διάκειται σαν να μην έχει καθόλου αρχίσει να κοπιάζει για τις αρετές. Και αν καταξιωθεί να τύχει διάφορα χαρίσματα του Πνεύματος ή και αποκαλύψεις και μυστήρια ουράνια, είναι σαν να μην έχει ακόμη αποκτήσει τίποτε μέσα της λόγω της άμετρης και ακόρεστης αγάπης προς τον Κύριο», μας λέει στο ίδιο σημείο ο ανωτέρω όσιος Μακάριος.
Τα κατορθώματα των αγίων τα βλέπουν οι άλλοι, ποτέ οι ίδιοι. Τα διαπιστώνει όλος ο κόσμος εκτός από τους ίδιους! Έχουν την αίσθηση ότι δεν έχουν κινηθεί και δεν έχουν κατορθώσει το παραμικρό. Μελετώντας σε βάθος τον όγκο των θείων ευεργεσιών, νιώθουν τόσο ανάξιοί τους και μηδαμινοί και χρεωμένοι, που νομίζουν ότι βαρύνουν τον πλανήτη με την παρουσία τους. Και κάθε μέρα «βάζουν αρχή» σαν τον όσιο Πίωρ (Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Γ’ σελ. 308) και ανανεώνουν την απόφαση και τον κατά Θεόν αγώνα τους. Νιώθουν αχρείοι δούλοι και ας έχουν παραδώσει ολόψυχα, ολόθερμα και θυσιαστικά τον εαυτό τους στον Ιησού.
Ιερομόναχος Ιουστίνος