Ιδού Βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
«Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα , ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς», (Ιωαν. στ΄ 53). Πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε ¨Μυστήριο Μυστηρίων¨ , θείο δώροδώρο που ενώνει επουράνια και επίγεια, γη και ουρανό.
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας προτάσσεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προστακτική και προτρεπτική παραγγελία του Κυρίου μας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα» και «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου»,(Ματθ. κστ΄ 26-28).
Ο Κύριος δηλαδή , μας παροτρύνει ως φιλάνθρωπος Πατέρας να προσεγγίσουμε το Άγιο Ποτήριο και καταδέχεται , ως ύψιστη και Θεία Ταπείνωση , να καταστήσει τον άνθρωπο ¨κατ΄οικονομίαν¨ κοινωνό της θείας δόξας και μακαριότητάς Του. Κάθε πιστός , μεταλαμβάνει ολόκληρο το Σώμα και ολόκληρο το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όχι επειδή η ανθρώπινη υπόσταση είναι άξια ¨εκ φύσεως¨ , αλλά εξαιτίας της υπέρμετρης και ασύλληπτης, στην ανθρώπινη λογοκεντρική κρίση , Θείας Συγκατάβασης και Αγάπης του Θεανθρώπου. Και μάλιστα , ο Κύριος , μας προτρέπει όχι απλά να μεταλαμβάνουμε , αλλά να μεταλαμβάνουμε συνεχώς και πολλάκις: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», (Λουκ. κβ΄ 20). Έτσι, ο άνθρωπος θωρακίζεται πνευματικά και σωματικά , καθίσταται ¨θεοφόρος¨ και συνεχίζει τον πνευματικό του αγώνα με περισσή προσοχή και εγρήγορση , μεστός θείου φωτισμού και ευλογίας.
«Ιδού βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν, Πλαστουργέ , μη φλέξης με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον, αλλ΄ ουν κάθαρον εκ πάσης με κηλίδος». Ποιές προϋποθέσεις όμως , πρέπει ν΄ ακολουθούν οι πιστοί , προκειμένου η Θεία Κοινωνία ν΄αποτελέσει δεσμό και εφαλτήριο για την «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν , εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν , μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα»;
Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι το Άγιο Ποτήριο είναι «άνθραξ γαρ τους αναξίους φλέγων». Επιβάλλεται προ της Θείας Κοινωνίας η Ιερά Εξομολόγηση , με απώτερο στόχο, ο πιστός να προσεγγίσει τα Τίμια Δώρα με καθαρή και αναπαυμένη τη συνείδησή του από σφάλματα και αμαρτίες προς τον Θεό , προς το συνάνθρωπο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Σε καμία περίπτωση, η νηστεία δεν πρέπει ν΄αντικαθιστά την εξομολόγηση , διότι, η αποχή από συγκεκριμένες τροφές και γενικότερα η εγκράτεια , λειτουργεί επικουρικά στην όλη προετοιμασία. Χρειάζεται βέβαια η νηστεία , αλλά επιπρόσθετα και συμπληρωματικά και ποτέ διαγράφοντας ή ακυρώνοντας το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Ακολούθως , η προσευχή , η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και της ιερότητας του Θείου Μυστηρίου στο οποίο πρόκειται να προσέλθουμε, η συνδιαλλαγή με όσους αδικήσαμε και πικράναμε, η ακριβής και απερίσπαστη εξέταση της προσωπικής μας χοΪκότητας, συμβάλλουν καθοριστικά στη συνειδητοποίηση της θείας αναγωγής του ¨Μυστικού Δείπνου¨. Με άλλα λόγια , ο πιστός προετοιμάζεται κατά τα ανθρώπινα μέτρα και με την επικουρία του Παναγίου Πνεύματος, οδεύει ταπεινά προς ένωση με τον Νυμφίο της Εκκλησίας , έχοντας την απόλυτη πεποίθηση και τονίζοντας , κατά τον ιερό Χρυσόστομο , ότι «Συ ει αληθώς ο Χριστός , ο Υιός του Θεού του ζώντος και ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον Σώμα σου».
Παράλληλα, η πνευματική και σωματική καθαρότητα πριν τη Θεία Κοινωνία, βοηθούν τον πιστό να διατηρεί απρόσκοπτη τη συγκέντρωση του νου, καθώς και την προσοχή των σκέψεων και των λογισμών του , τόσο πριν όσο και μετά τη Θεία Μετάληψη. Άλλωστε, η πραότητα και αοργησία που προηγείται και έπεται του Αγίου Ποτηρίου , δεν αποτελεί ταυτοποιημένη και αυτόματη τακτική ανθρώπινης συμπεριφοράς , αλλά επέρχεται ως κάθετη απλωτική δωρεά από τον Ουρανό και προβάλλει ως ισόβια πνευματική κατάσταση, στον αγωνιστικό βωμό της ορθοπραξίας και της αρετής.
Η απόφαση και η συχνότητα προσέλευσης του πιστού στη Θεία Κοινωνία , καθώς και οι ειδικές προϋποθέσεις που κάθε φορά τη συνοδεύουν , πρέπει να ξεκινούν και να καταλήγουν στη διάκριση και στο πετραχήλι του ιερέα-πνευματικού. Ο μακαριστός γέροντας της Χίου , Κιορνήλιος Μαρμαρινός , έλεγε: «Η φωνή του γέροντά μου, (πνευματικού), είναι η φωνή του Χριστού». Επομένως, καθένας από εμάς , ας ταπεινώνεται και ας συμβουλεύεται τον πνευματικό του και ενθυμούμενος τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου , ότι «το βάπτισμα γεννά την ζωήν , η δε Θεία Κοινωνία τρέφει και διατηρεί την γεννηθείσαν εκ του βαπτίσματος ζωήν», αβίαστα, πλην όμως, με θείο πόθο , ζέση ψυχής και κατάλληλη προπαρασκευή , ας προσεγγίζει τα Πανάγια Δώρα.
«Ου γαρ εποιήσαμεν τι αγαθόν επί της γης, αλλά δια τα ελέη σου και τους οικτιρμούς σου , ους εξέχεας πλουσίως εφ΄ημάς, θαρρούντες προσεγγίζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω…». Μόνο τότε η Θεία Μετάληψη θα αποβαίνει «εις χαράν, υγείαν και ευφροσύνην, εις πίστιν ακαταίσχυντον, εις αγάπην ανυπόκριτον, εις πλησμονήν σοφίας, εις περιποίησιν των εντολών σου, εις προσθήκην της θείας σου χάριτος και της σης βασιλείας οικείωσιν…».