«Ιερή Παράδοση» και Εκκλησια
Του Αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Παράδοση είναι κάτι το οποίο είναι διαχρονικά κοινό σε κοινωνίες, λαούς, έθνη, χώρες και ηπείρους. Είναι αυτό που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά και παραμένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο. Είναι αρχές, ιδέες, ήθη και έθιμα και κυρίως βιώματα.
Όταν μιλούμε για Ιερά Παράδοση, αναφερόμαστε σε κάτι πολύ ιερό, ιδιαίτερο και σημαντικό. Πρόκειται για το σύνολο της Πίστης μας. Η Παράδοση αυτή εμπεριέχει την γραπτή και την άγραφη παράδοση της Ορθόδοξης Πίστης. Περιέχει δηλαδή την Αγία Γραφή και τα Κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως και τις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Όλα αυτά αποτελούν την Πίστη.
Ως προς την Παλαιά Διαθήκη, έχουμε Θεοφάνειες και Αποκαλύψεις που ο Θεός επέτρεψε να ζήσουν προετοιμασμένοι για αυτό άνθρωποι, τις οποίες, αφού αρχικά μετέφεραν στόμα με στόμα, στην συνέχεια τις κατέγραψαν και απετέλεσαν τα πρώτα ιερά γραπτά κείμενα. Οι Ισραηλίτες συνεχώς μιλούσαν για τους σπουδαίους προγόνους τους. Συχνά με διάφορες αφορμές, εξιστορούσαν τα θαυμάσια που έζησαν οι Πατριάρχες, οι Δίκαιοι, οι Κριτές, οι Προφήτες. Μιλούσαν στους νέους για όσα έζησαν οι πατέρες του γένους τους. Από τον έναν στον άλλον διέδιδαν τα ιερά λόγια και έτσι όλα αυτά «συνέθεσαν» την παράδοση. Είναι σημαντικό δε ότι όλα αυτά δεν αποτελούσαν μόνο καρπό εμπειρίας ή και θύραθεν σοφίας, αλλά είχαν θεία την προέλευση τους, την θεοπνευστία τους.
Μπορούμε να αναφέρουμε, ως προς την Ιερά Παράδοση, δύο σημαντικά σημεία: α) Την σταθερότητα και β) την συνέχειά της. Με τον όρο σταθερότητα εννοούμε ότι υπάρχουν αλήθειες που είναι αμετακίνητες. Τις ονομάζουμε δόγματα. Ένα από αυτά για παράδειγμα είναι ότι ο θεός είναι Ένας. Αυτό, όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν αλλάζει. Με τον όρο συνέχεια εννοούμε ότι μπορεί να υπάρξει κάποια εξέλιξη στο παραδεδομένο. Πρόκειται δηλαδή για την ανάπτυξη ή μια συνέχεια σε κάτι ήδη γνωστό. Πρόκειται για μια συμπλήρωση και διασάφηση μιας αλήθειας, η οποία χρειάζεται να γίνει, με αφορμή την ύπαρξη κάποιας αιρετικής διδασκαλίας. Γενικότερα, με βάση τα προηγούμενα, μπορούμε να πούμε ότι χρειάζεται η Εκκλησία να «διαβάζει» τις εξελίξεις της κοινωνίας και να κινείται ανάλογα. Να χρησιμοποιεί, για παράδειγμα, σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας, να κάνει χρήση της τεχνολογίας προκειμένου να μεταφέρει το μήνυμά της, χωρίς όμως αυτό να αλλοιώνει την αλήθεια της.
Χρειάζεται προσοχή και σε ένα ακόμα θέμα, συναφές με τα προηγούμενα. Η μάστιγα της «τυπολατρίας». Δυστυχώς, συνηθίζεται και από ανθρώπους που πιστεύουν στον Θεό, να προσκολλώνται στο γράμμα του νόμου και να χάνουν την ουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αργία του Σαββάτου από τους Ιουδαίους της εποχής του Χριστού.
Τέλος, ένα ακόμα βασικό ζήτημα είναι ο τρόπος μεταφοράς της Παραδόσεως από την μια γενιά στην άλλη. Η παράδοση μεταφέρεται προφορικώς, μέσω γραπτών κειμένων, μέσω της υμνολογίας, της ποίησης, της μουσικής, των ηθών και εθίμων, των εορτών κ.α.
Στην Βίβλο μπορούμε να σταθούμε σε τρία χωρία που υπάρχει αναφορά στο ζήτημα που εξετάζουμε. Διαβάζουμε στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο όταν ρωτούν οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς τον Χριστό περί παραδόσεων: «Γιατί δεν ζουν οι μαθητές σου σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων μας, αλλά τρώνε με ακάθαρτα χέρια» (Μρ.7,5). Γίνεται σαφές ότι υπήρχαν προφορικές και γραπτές παραδόσεις περί των καθαρμών, οι οποίες όμως, με τον τρόπο που γίνονταν, στερούσαν στους ανθρώπους την πραγματική ελευθερία και θεογνωσία.
Ο Απόστολος Παύλος επίσης αναφέρεται σε «πατρικές παραδόσεις»: «Ασφαλώς έχετε ακούσει για την διαγωγή μου όσον καιρό ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, ότι καταδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον ιουδαϊσμό πιο πολύ από όλους τους συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις» (Γαλ. 1,13-14). Και σε αυτήν την περικοπή φαίνεται σαφώς ότι ο Απόστολος των Εθνών είχε υπόψιν του τις παραδόσεις των Ιουδαίων και ήταν πιστός τηρητής τους. Παραδόσεις όμως που σταμάτησε να ακολουθεί όταν είδε το φως το αληθινό.