Από ένα όμορφο βιβλίο θα δανεισθώ την σημερινή ιστορία που είναι διδακτική, αλλά συνάμα και ψυχικά τονωτική για την εποχή μας, μία εποχή όπου έχουμε χάσει τον προσανατολισμό και τους στόχους μας.
Η ιστορία αναφέρεται σε τρία δένδρα που στέκονταν στην κορυφή ενός λόφου και έκαναν όνειρα για το αβέβαιο μέλλον τους. Σκέφτονταν τι θα ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν.
Το πρώτο δένδρο επιθυμούσε να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο ξυλόγλυπτο όμορφα σκαλισμένο που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός.
Το δεύτερο επιθυμούσε να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι με γερό σκαρί – όμορφο μεγαλόπρεπο – που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα, κάνοντας ταξίδια με τέτοια υψηλά πρόσωπα.
Το τρίτο επιθυμούσε να γίνει το πιο ψηλό και το πιο δυνατό δένδρο του δάσους, έτσι ώστε οι άνθρωποι που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου να σκέπτονται τον ουρανό και τον Θεό.
Τα χρόνια πέρασαν και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Πήγαν υλοτόμοι και άρχισαν την δουλειά τους. Έκοψαν το πρώτο δένδρο. Αυτό που σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκανε δοχείο για την τροφή των ζώων και παχνί για τα άχυρα. Έκοψαν και το δεύτερο δένδρο. Αυτό που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι για να μεταφέρει βασιλιάδες έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που το είχαν φτωχοί ψαράδες για να ψαρεύουν. Έκοψαν τέλος και το τρίτο δένδρο το οποίο ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους. Κάποιος ξυλοκόπος το έβαλε στην αποθήκη του με σκοπό να το χρησιμοποιήσει αργότερα.
Τα δένδρα απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων ξέχασαν ακόμη και τα όνειρα που είχαν κάνει.
Κάποια μέρα, όμως, ένας άνδρας και μία γυναίκα ήλθαν στον στάβλο που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα. Εκεί η γυναίκα γέννησε ένα μικρό παιδί. Το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία. Σ΄ εκείνο το παχνί απόθεσαν όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια αλλά τον ίδιο τον Θεό που έγινε «παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός». Έτσι, αξιώθηκε αυτή η φάτνη να δεχθεί μέσα της, τον θησαυρό των θησαυρών τον ίδιο τον Θεό.
Στο μικρό ψαροκάικο που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο, μετά από πολλά χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες. Ένας απ΄ αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και, ξαφνικά, ξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να αντέξει. Οι ψαράδες τότε ξύπνησαν Εκείνον που κοιμόταν, ο οποίος, μόλις σηκώθηκε, διέταξε την φουρτουνιασμένη θάλασσα να γαληνέψει. Η θάλασσα αμέσως ηρέμησε. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ. Έτσι και το δεύτερο δένδρο που είχε φιλοδοξίες να γίνει μεγάλο πλοίο που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο τον Χριστό και τους μαθητές.
Τέλος, το τρίτο δένδρο που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μία μέρα το πήραν και το έκαναν ένα Σταυρό. Σ΄ αυτό τον Σταυρό πάνω κρέμασαν τον Χριστό. Το δένδρο αυτό έγινε το πιο ψηλό απ΄ όλα. Έγινε το ξύλο της ζωής «ουρανού ισοστάσιο».
Έτσι, το κάθε δένδρο της ιστορίας απόκτησε όχι μόνο αυτά που ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα, όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε.
Από τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Πολλές φορές δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού για μας και τι ζητά από τον καθένα μας. Πρέπει να μην λησμονούμε ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο. Στη ζωή μας, τα πράγματα, τις περισσότερες φορές, υφαίνονται μυστικά και ευεργετικά με ένα αόρατο τρόπο, άσχετα εάν εμείς έχουμε άλλα σχέδια στο μυαλό μας που τα βλέπει ο Θεός και «γελάει»!
Τελικά, το μόνο που χρειάζεται απ΄ όλους μας είναι η ζωντανή πίστη που, συγχρόνως, γίνεται και εμπιστοσύνη στο Θεό!