Τα εξωτερικά και εσωτερικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν την πτώση της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν προηγηθεί της Αλώσεως, έχοντας προκαλέσει θρησκευτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αλλοιώσεις. Μία βαθειά σύγχυση που λειτούργησε διαλυτικά στο σώμα της Αυτοκρατορίας. Οι Δυτικές επιρροές και οι συνεχείς υποχωρήσεις των φορέων εξουσίας στις παπικές απαιτήσεις, για την αναμενόμενη στρατιωτική βοήθεια, οδήγησαν στον κίνδυνο της απώλειας της πνευματικής και πολιτισμικής ταυτότητας του Βυζαντίου, το οποίο κινδύνευε να μεταβληθεί σε προτεκτοράτο των Φράγκων.
Για τα εκ των έσω αίτια της πτώσεως της ΚΠόλεως μεταφέρουμε με σεβασμό και συγκίνηση πληροφορίες και εκτιμήσεις του μακαριστού Αρχιμανδρίτη Αυγουστίνου Ν. Καντιώτη σε άρθρο του στην «ΚΙΒΩΤΟ», το «Μηναίον φυλλάδιον Ορθοδόξου διδαχής», το αφιερωμένο στα 500 χρόνια από την Άλωση, τον Μάιο-Ιούνιο του 1953, σσ. 201-207:
«…Ο τελευταίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ´ Παλαιολόγος βρήκε το Δημόσιο Ταμείο κενό. Όταν ζήτησε την συνδρομή των πλουσίων, οι μεγιστάνες ισχυρίστηκαν ότι ήταν φτωχοί. Οι Τούρκοι όμως, μετά την Άλωση, ανακάλυψαν στα υπόγεια των μεγάρων τους θησαυρούς ικανούς να εξοπλίσουν στρατούς και στόλους…».
Σε εξομολόγηση του Γενναδίου, πρώτου μετά την Άλωση Πατριάρχη, εμπεριέχεται θρήνος για την ηθική και θρησκευτική κατάσταση των κατοίκων της Πόλης: «…Πανταχού διεσπάρημεν», λέει ο Γεννάδιος, «όνειδος προκείμεθα ου γείτοσι μόνον, αλλά και πάσιν ανθρώποις. Χλευασμός τοις πάσι εγενόμεθα. Παράδειγμα συμφοράς εις τον ανθρώπινον κατέστημεν βίον. Της δόξης σου, Κύριε, κατεφρονήσαμεν…. Αι γλώσσαι ημών εβλασφήμησαν κατά των Αγίων σου… Οι ποιμένες ηπατώμεν τον λαόν του Θεού και εν αρετή σχήματι, πονηρίαν εδιδάσκομεν… Ορφανοίς ου κρίνοντες και κρίσιν χηρών ου προσέχοντες… Συ δε, Κύριε, ηπείλεις και ουκ εφροντίζομεν. Εδίδασκες και ουκ εβουλόμεθα συνιέναι του αγαθύναι. Εκέλευες μετανοείν και ου προσείχομεν, ουδ᾽ επολιτευόμεθα καθώς ενετείλω ημίν (κατά τις εντολές σου), ίνα ευ ημίν γένηται… Και δια τούτο ότε τας χείρας ημών εξετείνομεν προς Σε, απέστρεφες τους οφθαλμούς αφ᾽ ημών… Πώς αν εδέξω χείρας αίματος πλήρεις; Κύριε, πάντα όσα εποίησας ημίν, εν αληθινή Κρίσει εποίησας…».
Αυτά και άλλα δημοσιεύει ο αείμνηστος Αυγ. Καντιώτης από την εξομολόγηση του Γενναδίου, η οποία σώζεται σε χειρόγραφο που βρέθηκε το 1882 στην «Ιερά Μονή Κοιμήσεως» στα Μετέωρα.
Εκτός από τις συγκλονιστικές πληροφορίες ο σοφός Αρχιμανδρίτης Αυγ. Κ. εκφράζει προσωπικές του θεολογικές θέσεις τονίζοντας ότι η κύρια αιτία της συμφοράς υπήρξε η «πλεονάσασα αμαρτία». Ότι η σιμωνία, η βλασφημία, η φιλοδοξία, η φιλαργυρία και τόσα άλλα ήσαν «οι νεκροθάπτες του Βυζαντινού μεγαλείου και ισχυρότατοι σύμμαχοι του κατακτητού». Και προσθέτει: «Ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον. Ουδείς ευφυής οικονομικός συνδυασμός, ουδεμία συμμαχία μετά ξένων εθνών θέλει σώσει ημάς, απιστούντας και νεοειδωλολατρούντας!… Ενώπιόν μας σήμερον ίστανται η ζωή και ο θάνατος. Η ζωή εν Χριστώ και ο θάνατος μακράν του Χριστού. Ας γευθώμεν της Αθανάτου Ζωής εν λόγοις, εν έργοις και μυστηρίοις κοινωνούντες Αυτώ. Χριστός ηγείσθω… Ας μη λησμονώμεν ότι ο Θεός εκ της δουλείας του 1453 εξήγαγε το ηρωικόν 1821».
Η τελευταία φράση του αοιδίμου Ιεράρχη Αυγουστίνου Καντιώτη μας επιτρέπει να θίξουμε την ασύλληπτη από την ανθρώπνη διάνοια Σοφία της θείας Πρόνοιας. Σοφία αλλά και Αγάπη, στις οποίες σχεδόν πάντα καταλήγουμε όταν, μετά από μεγάλα δυσάρεστα γεγονότα, θέτουμε το ερώτημα: Γιατί ο Θεός επέτρεψε να γίνει κάτι τόσο κακό;
Ο Ελληνισμός μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας το 1453
Η περιγραφή και ο θρήνος για την Άλωση καταγράφηκε από τους Δούκα, Κριτόβουλο, Σφραντζή (ή Φραντζή) και Χαλκοκονδύλη, τους τέσσερις Έλληνες ιστορικούς, οι οποίοι έζησαν εκείνα τα χρόνια, είτε μέσα είτε μακριά από την Πόλη, και βίωσαν τα γεγογότα ή συγκέντρωσαν πληροφορίες από τους αυτόπτες και τους δράστες του δραματικού γεγονότος (Έλληνες, Φράγκους, Τούρκους).
Ειδικότερα ο Φραντζής, πιστός φίλος και σύμβουλος του Κωνσταντίνου ΙΑ´ Παλαιολόγου, έμεινε με αυταπάρνηση κοντά στον Αυτοκράτορα μέχρις εσχάτων, υπηρετώντας συγχρόνως την εθνική ιδέα ως στρατιώτης, ως πολιτικός και ως ιστορικός. Γιατί ο Κωνσταντίνος ΙΑ´ δεν υπήρξε, για τους Έλληνες, μόνον ο Βασιλεύς που έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος, αλλά ο Εθνικός ήρωας και ο εθνομάρτυρας, ο οποίος με τη θυσία του προεικόνισε τη Νέα Ελλάδα, τον δρόμο της Εθνικής Αναγεννήσεως και της Εθνικής ελευθερίας.
Λίγο πριν από την Άλωση, στις εκ μέρους του Μωάμεθ προτάσεις για συνδιαλλαγή, που θα του εξασφάλιζε σωτηρία και ηγεμονία, ο Κωνσταντίνος απάντησε: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτ᾽ εμόν εστίν, ούτε άλλων των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου φεισόμεθα (δεν θα λυπηθούμε) της ζωής ημών».
Η απάντηση αυτή, έχοντας εθνικό καθαρά χαρακτήρα, τερμάτισε την οικουμενική πολυεθνική αποστολή της Νέας Ρώμης/Ρωμανίας, την οποία είχε προετοιμάσει η επέκταση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την οποία διαδέχθηκε η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντίου.
Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι, ενώ προ της Αλώσεως, όλοι οι χρησμοί προμηνούσαν όλεθρο και καταστροφή, αμέσως μετά την Άλωση, οι χρησμοί και οι λαϊκές παραδόσεις διατυμπανίζουν τις ελπίδες Ελλήνων Ρωμηών για την –με τη βοήθεια του Θεού–, μέλλουσα τύχη του Ελληνικού Γένους. Ριζωμένη ήταν πάντοτε για το Ελληνικό Γένος η πεποίθηση ότι οι ζωντανοί οργανισμοί δεν πεθαίνουν, απλώς μεταμορφώνονται.
Βέβαια η Άλωση ήταν μία κρισιμότατη στιγμή για την Ελληνική Ιστορία. Γιατί άρχιζε για τους Έλληνες μία περίοδος μακράς δοκιμασίας με μειωμένες ή ανύπαρκτες τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις τους. Αν, μαζί με αυτές, έχαναν και τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις τους, είναι αμφίβολο το αν θα ξεπερνούσαν τις συνέπειες της Πτώσεως της Βασιλεύουσας, η οποία, με την ελληνοχριστιανική σύζευξη, υπήρξε η συνισταμένη μιας μοναδικής πολιτισμικής ακτινοβολίας.
Το Γένος χρειαζόταν τώρα κάποια δύναμη που θα εμπόδιζε την αλλοτρίωσή του και που θα εξασφάλιζε την επιβίωση και την ανάκαμψή του. Αυτή την τεράστια αποστολή ανέλαβε η Εκκλησία ως Εθναρχία, εγκατεστημένη όπως και πριν στην ΚΠολη και έχοντας να αγωνιστεί ενάντια, όχι μόνο στον βίαιο κατακτητή, αλλά και ενάντια στην αλλαξοπιστία ορισμένων πιστών ή στην μοιρολατρική τους στάση.
Η συμφωνία μεταξύ του ελληνομαθή Πορθητή Μωάμεθ με τον Πατριάρχη Γεννάδιο για την ελεύθερη άσκηση, εκ μέρους των υποδούλων, της Ορθόδοξης πίστης και της ελληνικής γλώσσας, φανέρωσε την αγάπη του Θεού προς τα παιδιά Του, τα οποία θα είχαν τη δυνατότητα να αναγεννηθούν και πάλι μέσα από τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, τα δύο οικουμενικά μεγέθη με τα οποία είχε οικοδομηθεί τον 4ο αι. η Αυτοκρατορία της Ρωμανίας από τον Μέγα και Άγιο Κωνσταντίνο Α´.
Ο μόνος θεσμός της βυζαντινής παραδόσεως που έμεινε σχεδόν άθικτος ήταν η Εκκλησία. Ο Μωάμεθ για την χηρεύουσα πατριαρχική θέση εξέλεξε Πατριάρχη τον Μοναχό Γεννάδιο (Γεώργιο Σχολάριο), κάτοχο μεγάλης παιδείας, ησυχαστή και γνωστό ανθενωτικό. Ο νέος Πατριάρχης ανακηρύχτηκε μιλλέτ-μπασή, δηλαδή Εθνάρχης των Ρωμηών (Ρουμ). Ο Οικουμενικός αυτός Πατριάρχης εκπροσωπούσε στην Υψηλή Πύλη του Σουλτάνου όλη την υπόδουλη Ρωμηοσύνη σε Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα και Αντιόχεια. Σύμφωνα με σύγχρονες πηγές ο Σουλτάνος αναγνώρισε στον Οικουμενικό Πατριάρχη τα δικαιώματα που είχαν οι Πατριάρχες του Βυζαντίου.
Σώζεται ένα φυλλάδιο, όπου ο Γεννάδιος, κατά παραγγελία του Μωάμεθ, έγραψε στα ελληνικά όλες τις βασικές αρχές του Ορθοδόξου Χριστιανικού δόγματος. Άλλωστε οι αποφάσεις του Πατριάρχη, μακριά από το “αλάθητο του Πάπα”, παρέμεναν στον ορθόδοξο Συνοδικό χαρακτήρα τους.
Ωστόσο στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι υπόδουλοι αγωνίστηκαν σκληρά για την πίστη τους και την υποτυπώδη ελληνική μόρφωσή τους. Εκτελέσεις Ιερέων και Αρχιερέων, κρυφό σχολειό στους νάρθηκες των εκκλησιών, σκληρή και άδικη φορολογία μαύριζαν την καθημερινή ζωή τους. Τούρκοι, τοπικοί άρχοντες, αδιαφορούσαν για τα συμφωνηθέντα μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων και πολύ συχνά μεταχειρίζονταν βία εναντίον των Κληρικών.
Δεν είναι του παρόντος να αφηγηθούμε με λεπτομέρειες μέσα από ποιες ανυπέρβλητες δυσκολίες δημιουργήθηκε ο μεγάλος Μικρασιατικός και Ποντιακός πολιτισμός με τις Εκκλησίες του, τους Αγίους του, τους Νεομάρτυρες, τους Λογίους του, τα σχολεία του και τις σπουδές των φορέων του στο εξωτερικό.
Άλλωστε, με το πέρασμα των αιώνων ο Ελληνισμός, δεμένος πάντα με την Ορθοδοξία, έλαμψε παντοιοτρόπως στη Δύση, μέσα από σπουδαία Ελληνικά κέντρα.