Ησυχασμός, Φιλοκαλικό κίνημα και ελληνική λαϊκή θρησκευτική συμπεριφορά – Γ’
Μια στάση που έχει ησυχαστική προέλευση, καθώς την συναντούμε και στα σχετικά σχόλια του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη και του αγίου Αθανασίου του Παρίου επί των εκδηλώσεων της λαϊκής λατρείας της εποχής τους, και για την οποία θα μιλήσουμε και στο επόμενο άρθρο μας.
Την ίδια στάση, όπως και στο προηγούμενο άρθρο παρατηρήθηκε, τηρεί ο Αλ. Παπαδιαμάντης και στις περιπτώσεις παγανιστικών εθίμων που επιβιώνουν συνδυασμένα με χριστιανικές πρακτικές, όπως για παράδειγμα σχετικά με τη θυσία ζώου που ακολουθούσε τον αγιασμό, τον οποίο τελούσε ο ιερέας, μετά την θεμελίωση ενός σπιτιού, και με σκοπό αυτό να είναι «καλοστεριωμένο». Φανερώνει έτσι την πνευματική κριτική του στον υποψιασμένο αναγνώστη συχνά με μία μόνο λέξη, ή με μια ειδική χρήση του λόγου, που αρκεί για να δηλώσει την αποδοκιμασία τους.
Μια στάση που έχει ησυχαστική προέλευση, καθώς την συναντούμε και στα σχετικά σχόλια του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη και του αγίου Αθανασίου του Παρίου επί των εκδηλώσεων της λαϊκής λατρείας της εποχής τους, και για την οποία θα μιλήσουμε και στο επόμενο άρθρο μας.
Ησυχαστική, κατ’ εξοχήν μάλιστα, είναι η στάση του Αλ. Παπαδιαμάντη απέναντι στους εφημερίους που ζούσαν και τελούσαν τα ιερατικά τους καθήκοντα μέσα στον κόσμο. Αναγνωρίζει, παραδέχεται και περιγράφει, με μεγάλη δόση χιούμορ μάλιστα, τις αδυναμίες τους, που σχετίζονται είτε με την αγραμματοσύνη τους, είτε με την προσπάθειά τους να βρουν οικονομικούς πόρους για να θρέψουν τις πολυμελείς – συνήθως – οικογένειές τους. Δεν ρίχνει όμως τον λίθο του αναθέματος, αφήνοντας πάντοτε περιθώριο για μετάνοια και αλλαγή, όπως και στην περίπτωση του ιερέα που προαναφέρθηκε.
Σχετίζονται οι αφηγήσεις του αυτές με τις ανάλογες λαϊκές περί ιερέων ευτράπελες διηγήσεις του ελληνικού λαού, και περιλαμβάνονται στα κείμενά του όχι με σκοπό τον άκριτο σατιρισμό, αλλά αντιθέτως με στόχο τη βελτίωση, ενίοτε μάλιστα με ιδιαιτέρως διακριτικό τρόπο, των κακώς κειμένων ή κακώς τελουμένων. Πρόκειται για μια στάση ανάλογη αυτής που οι ησυχαστές πατέρες τηρούσαν για τους ιερείς που ξέφευγαν από τα καθιερωμένα.
Από την άλλη πλευρά, η προσήλωσή του ελληνικού λαού στα μικρά και ταπεινά ξωκλήσια, τα οποία συχνά περιγράφει σαν λαμπρούς, εν πνεύματι και όχι υλικά, ναούς, έχει επίσης ησυχαστικές ρίζες. Όπως και οι παραδοσιακοί ησυχαστές, ο ελληνικός λαός αναπαύεται στα παλαιά βυζαντινά και μεταβυζαντινά ναΰδρια, και βλέπει πίσω από τον διάκοσμό τους το πνευματικό μεγαλείο του πρωτοτύπου, του ιερού προσώπου που απεικονίζουν. Την μετάβαση αυτή από το υλικό στο πνευματικό, από το εδώ στο επέκεινα, βιώνει ο λαός μέσω της λατρείας και των λαϊκών εθίμων που τη συνοδεύουν, ακριβώς όπως και οι ησυχαστές δίδασκαν, αναφερόμενοι στους εξωτερικούς τύπους της θείας λατρείας.
Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες αναφορές του Αλ. Παπαδιαμάντη στις οποίες φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε και προσλάμβανε την εικονογραφία. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλ. Παπαδιαμάντης έβλεπε τις εικόνες ήταν παρόμοιος με τον τρόπο που όχι μόνον οι ησυχαστές, αλλά και ο απλός και ευσεβής ελληνικός λαός τις ερμήνευε και τις προσλάμβανε.
Τέλος, άλλο ένα παράδειγμα, από τα πολλά που θα μπορούσαν να παρατεθούν, θα αναλυθεί στη συνέχεια. Με σαφή επίδραση από τη διδασκαλία των ησυχαστών πατέρων, ο ελληνικός λαός συνηθίζει την τέλεση «Σαρανταλείτουργων» σε διάφορες περιστάσεις, όπως για τη συγχώρηση των αμαρτιών των νεκρών, για την αποτροπή θλίψεων, αναγκών, ασθενειών και μαγικών επιβουλών, αλλά και για τη συγχώρηση παλαιών αμαρτιών των ζωντανών, σε συνδυασμό με εξομολόγηση και μετάνοια. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης αναφέρει και περιγράφει συχνά τέτοιες λειτουργικές εθιμικές πρακτικές, με τρόπο που φανερώνει τη συγκατάθεση και την επιδοκιμασία του, ακριβώς όπως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τα θεωρεί, και όπως ο λαός τα χρησιμοποιεί, υπακούοντας στις σχετικές πνευματικές νουθεσίες, όπως κατ’ εξοχήν τις πρόβαλλε η ησυχαστική παράδοση.