Των Βασίλη Μηνακάκη, Σάκη Ιωαννίδη
Παρίσι, 29 Απριλίου 1919. Ο Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ τηλεφωνεί στον Ελευθέριο Βενιζέλο για να έρθει στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου συνεδρίαζε το Ανώτατο Συμβούλιο, στο πλαίσιο της Διεθνούς Διάσκεψης Ειρήνης. Ο Eλληνας πρωθυπουργός φτάνει στις 2.45 μ.μ. Ακολουθεί –όπως καταγράφει στο ημερολόγιό του– η εξής στιχομυθία με τον Βρετανό ομόλογό του:
– Εχετε διαθέσιμον στρατόν;
– Εχομεν. Περί τίνος πρόκειται;
– Απεφασίσαμεν σήμερον μετά του [Αμερικανού] προέδρου Ουίλσωνος και του κυρίου Κλεμανσώ [πρωθυπουργού της Γαλλίας] ότι δέον να καταλάβετε την Σμύρνην.
– Είμεθα έτοιμοι.
Λίγο αργότερα, ένα επείγον τηλεγράφημα που υπογραφόταν από τον Βενιζέλο έφτανε στον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, στο Γενικό Στρατηγείο της Θεσσαλονίκης: «Τούτην την στιγμήν, το Ανώτατον Συμβούλιον της Διασκέψεως με πληροφορεί ότι, εν τη σημερινή συνεδριάσει του, απεφάσισεν όπως η στρατιωτική δύναμις περί ης σας τηλεγράφησα, αναχωρήσει αμέσως εις την Σμύρνην. Η απόφασις ελήφθη παμψηφεί. Ζήτω το Εθνος».
Μία ημέρα μετά, αντίστοιχο μήνυμα λάμβανε και ο Ηλίας Μαυρουδής, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στη Σμύρνη. Αποστολέας και αυτού ο Βενιζέλος: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην, ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. […]».
Ξημερώματα της 2ας Μαΐου ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στη Σμύρνη. Την ίδια ημέρα, οι κάτοικοί της διάβαζαν μια προκήρυξη που είχε γραφτεί στην τουρκική γλώσσα και την υπέγραφε –ως διοικητής του Στρατού Κατοχής– ο συνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Ζαφειρίου: «Φέρω εις γνώσιν ημών ότι κατ’ εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων αυτής) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και την προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως. Ουδαμώς σκοπεύει να προκαταλάβη τας αποφάσεις της Συνδιασκέψεως περί της τύχης των εδαφών, μετά των οποίων άλλωστε επί τρισχίλια ήδη έτη τοσούτοι δεσμοί συνδέουσι την Ελλάδα. […]».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η επιλογή του Βενιζέλου να αποβιβαστεί τότε ελληνικός στρατός στη Σμύρνη συζητήθηκε αρκετά – και συζητείται ακόμη. Επρεπε ή όχι να προχωρήσει στην απόβαση στη Σμύρνη;
Πρόκειται για ένα από τα πολλά ερωτήματα που έχουν αναδειχθεί γύρω από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ευρύτερα την περίοδο 1919-1922. Επ’ αυτού καταθέτουν σήμερα την άποψή τους τέσσερις ιστορικοί, εγκαινιάζοντας έναν κύκλο δημοσιεύσεων της «Κ», στα οποία έγκριτοι ιστορικοί, ερευνητές και πανεπιστημιακοί καταθέτουν τις –όχι πάντα συγκλίνουσες– απόψεις τους επί ανάλογων ερωτημάτων, φωτίζοντάς τα από διάφορες οπτικές και συμβάλλοντας σε έναν γόνιμο ιστορικό διάλογο.
Αποτέλεσμα τριών συνεχόμενων συγκυριών
Του Γιώργου Μαυρογορδάτου
Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν εξαρχής προδιαγεγραμμένη από τον ελληνικό αλυτρωτισμό ή και «μεγαλοϊδεατισμό». Αντίθετα, ήταν στην ουσία συγκυριακή, αφού προέκυψε από τρεις συνεχόμενες συγκυρίες.
Η πρώτη συγκυρία προήλθε από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μέχρι το 1914, δεν υπήρχε «Μικρασιατική πολιτική», όπως έγραφε και ο Ιωάννης Μεταξάς το 1924. Δεν υπήρχε δηλαδή ούτε σκέψη για εδαφική επέκταση στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος απέκλειε ουσιαστικά τη διεκδίκηση άλλων τουρκικών εδαφών και απέβλεπε πλέον στη μελλοντική ειρηνική συνύπαρξη Ελλάδας και Τουρκίας, που θα εξασφάλιζε και την αμοιβαία προστασία των ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία και των τουρκικών ή γενικότερα μουσουλμανικών στην Ελλάδα. Η πολιτική του ταίριαζε απόλυτα σε μία χώρα που έβγαινε κερδισμένη από τους πολέμους.
Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για την Τουρκία. Ως αντίδραση στην ήττα και στην απώλεια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Νεότουρκοι υιοθέτησαν ως συνταγή σωτηρίας τον «εκτουρκισμό» της, με αναπόφευκτο κριτήριο το μουσουλμανικό θρήσκευμα. Για την ασφάλεια ειδικά της Μικράς Ασίας, αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόκτηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα. Επιπλέον, οι ελληνικοί πληθυσμοί των απέναντι μικρασιατικών παραλίων έπρεπε να εκδιωχθούν ή να εκτοπισθούν.
Ετσι, το 1914 η Ελλάδα αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο νέου πολέμου με την Τουρκία, στον οποίο όμως θα ήταν ολομόναχη, χωρίς συμμάχους. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποτρέψει, αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, αλλά και για την ανταλλαγή ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας με μουσουλμανικούς από την Ελλάδα.
Προέκυψε όμως εντελώς νέα συγκυρία μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συμμετοχή της Τουρκίας σ’ αυτόν. Ματαιώθηκε το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής συμφωνίας, ενώ προσφέρθηκε στην Ελλάδα μία μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσει την Τουρκία στο πλευρό ισχυρών συμμάχων. Ηταν επίσης η τελευταία ευκαιρία για τη διάσωση των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας, αφού αυτοί απειλούνταν με άμεσο και οριστικό αφανισμό. Ετσι ο Βενιζέλος κατέληξε να επιδιώκει από το 1915 την επέκταση του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία ως μοναδικό τρόπο για τη διάσωση του ελληνισμού εκεί, αλλά και για την παλιννόστηση όσων είχαν ήδη φύγει ως πρόσφυγες.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Βενιζέλος μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει ότι η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ μόνη της ενδεχόμενη αντίσταση από την ηττημένη Τουρκία. Χρησιμεύει εδώ ο παραλληλισμός με την επίσης ηττημένη Γερμανία. Οπως ακριβώς και με τη Γερμανία, τα αρχικά σχέδια των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιλάμβαναν τη διαρκή εξουδετέρωση της Τουρκίας ως στρατιωτικής απειλής που θα μπορούσε στο μέλλον να ανατρέψει τους όρους της συνθήκης ειρήνης.
Πέρα από τους γνωστούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στον αριθμό και τον εξοπλισμό των δικών της ενόπλων δυνάμεων, η Γερμανία θα παρέμενε μόνιμα περικυκλωμένη από μία ακαταμάχητη συμμαχία τεσσάρων κρατών με επικεφαλής τη Γαλλία. Τον σιδερένιο κλοιό συμπλήρωναν η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και το Βέλγιο.
Τον ίδιο ακριβώς ρόλο στην περίπτωση της Τουρκίας επρόκειτο να παίξουν δύο κράτη με ανάλογα χαρακτηριστικά: η μεγαλωμένη Ελλάδα από τα δυτικά και η νεοσύστατη μεγάλη Αρμενία από τα ανατολικά. Η κοινή έχθρα απέναντι στους Τούρκους και η ζωτική ανάγκη διαφύλαξης των κεκτημένων αποτελούσαν την καλύτερη εγγύηση μελλοντικής τους συνεργασίας. Γι’ αυτό άλλωστε ο Βενιζέλος συνιστούσε στους Ελληνες του Πόντου να ενταχθούν στην Αρμενία, αφού η Ελλάδα ήταν μακριά και αδυνατούσε να ενσωματώσει την περιοχή τους.
Επιπλέον, πέρα από τη συνδυασμένη ισχύ Ελλάδας και Αρμενίας, πέρα από τη βρετανική ισχύ, υπήρχε και η προοπτική στρατιωτικής παρουσίας σε περιοχές της Μικράς Ασίας από δύο ακόμη Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία και Ιταλία). Τέλος, όπως και στην Κεντρική Ευρώπη, τη μονιμότητα όλων των ρυθμίσεων επρόκειτο να εξασφαλίζει η νεοπαγής Κοινωνία των Εθνών με υπέρτατη εγγύηση τις ΗΠΑ.
Στην οπτική αυτή, ο Βενιζέλος δεν υπήρξε ούτε λιγότερο διορατικός ούτε περισσότερο απερίσκεπτος από όλους τους άλλους ηγέτες –Μεγάλων Δυνάμεων ή και μικρότερων χωρών– που συνδιαμόρφωσαν μία νέα τάξη πραγμάτων εις βάρος των ηττημένων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πιστεύοντας ότι αυτή θα έχει διάρκεια και αντοχή.
Η τρίτη και τελευταία συγκυρία αφορά ειδικά τον Μάιο του 1919. Τότε η Ιταλία απουσίασε για λίγο από τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, ενώ επιχειρούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, καταλαμβάνοντας η ίδια τη Σμύρνη. Προκάλεσε έτσι τη βίαιη αντίδραση των άλλων νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ). Αυτές στράφηκαν στην Ελλάδα, ώστε να καταλάβει εκείνη τη Σμύρνη, προλαβαίνοντας τους Ιταλούς, όπως και έγινε. Τέτοια ευκαιρία δεν επρόκειτο να ξαναπαρουσιαστεί. Αν ο Βενιζέλος είχε διστάσει ή καθυστερήσει, τη Σμύρνη θα την είχαν καταλάβει κατά πάσα πιθανότητα οι Ιταλοί και ασφαλώς δεν θα την παραχωρούσαν ύστερα στην Ελλάδα.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι με τις τότε συνθήκες, στην τότε συγκυρία, ναι, ήταν μονόδρομος.
* Ο κ. Γιώργος Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ηταν αδιανόητο να μη σταλεί στρατός στη Μικρασία
Του Ευάνθη Χατζηβασιλείου
Η αποτίμηση μιας τόσο σημαντικής απόφασης πρέπει να γίνεται προσεκτικά και χωρίς να υποκύπτουμε στους πειρασμούς του πρωθύστερου. Οφείλουμε να αποστασιοποιηθούμε από ερμηνείες μεταγενέστερες (και επομένως «επιχρωματισμένες» από τη μετέπειτα εμπειρία), που συχνά είναι προϊόντα των τρομερών παθών του Εθνικού Διχασμού. Με άλλα λόγια, θα πρέπει, εκατό χρόνια μετά, να μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απόφαση με όρους εκείνης της εποχής και των διλημμάτων της, και όχι, π.χ., με γνώμονα τη μεταγενέστερη κατηγορία των αντιβενιζελικών που (τραυματισμένοι από τη Δίκη και την εκτέλεση των Εξ) θέλησαν να μεταθέσουν την ευθύνη για την Καταστροφή στην αρχική απόφαση του Βενιζέλου.
Ο Eλληνας πρωθυπουργός, από το 1914, όφειλε να διαχειριστεί μια τρομακτικής έντασης πίεση, στο μέσον ενός Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου ήταν φανερό (ή έστω, εξαιρετικά πιθανό) ότι η εποχή των αυτοκρατοριών στην ευρύτερη περιοχή της «Εγγύς Ανατολής» έφθανε στο τέλος της και θα εδραιωνόταν πλέον το μοντέλο διακυβέρνησης του έθνους-κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, οι διάσπαρτες ελληνικές κοινότητες στην περιοχή, εφόσον περιέρχονταν υπό την εξουσία ενός εχθρικού έθνους-κράτους, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της εκδίωξης ή ακόμη και της εξόντωσης. Αυτό είχε ήδη συμβεί με τους Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχαν εκδιωχθεί μετά την προσάρτησή της από τη Βουλγαρία και κυρίως μετά το 1906. Εξάλλου, εξαιρετικά έντονες πιέσεις δεχόταν ο ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον «πρώτο διωγμό», μετά το 1914. Ηταν λοιπόν σαφές το δίλημμα: εάν η Ελλάδα δεν διεκδικούσε τη ζώνη της Σμύρνης, θα άφηνε μοιραία τους Ελληνες της περιοχής να εκδιωχθούν σε τραγικές συνθήκες.
Το 1914, ήταν φανερό ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να τους προστατεύσει: η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια σημαντική δύναμη, πολύ ισχυρότερη από την Ελλάδα, ενώ επιπλέον διέθετε την υποστήριξη μιας μεγάλης Δύναμης, της Γερμανίας. Παράλληλα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε και τη βουλγαρική δυσφορία για την απώλεια της παράκτιας μακεδονικής ζώνης στους Βαλκανικούς Πολέμους. Επομένως, το 1914, μια ελληνική κίνηση στην Ιωνία θα οδηγούσε, σχεδόν με βεβαιότητα, σε διμέτωπο αγώνα με ισχυρότερους αντιπάλους και έπρεπε να αποκλειστεί.
Ωστόσο, μετά το 1918, η Βουλγαρία είχε τεθεί εκτός μάχης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλυόταν, και ο Βενιζέλος μπορούσε να στείλει τον στρατό στη Σμύρνη ως μέρος ενός μεγάλου διεθνούς συνασπισμού ή έστω με την υποστήριξη ορισμένων μεγάλων δυνάμεων και την ανοχή άλλων. Hταν λοιπόν εφικτή και γεωπολιτικά και διεθνοπολιτικά μια τέτοια κίνηση. Ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν ότι δεν μπορούσε να πάρει την Πόλη (οι σύμμαχοι δεν θα του την έδιναν και επιπλέον οι Ελληνες δεν ήταν πλειοψηφία του πληθυσμού της). Ακόμα, δεν μπορούσε, λόγω της μεγάλης απόστασης, να ενεργήσει στον Πόντο, όπου επίσης οι Ελληνες δεν ήταν πλειοψηφία. Η Σμύρνη όμως ήταν μια εφικτή επιλογή. Και η απόκτησή της, κατά τη στρατηγική του Βενιζέλου, αναβαθμίζοντας τη διεθνή θέση της χώρας, θα της επέτρεπε να προστατεύσει και τους άλλους πληθυσμούς που δεν θα εντάσσονταν στο ελληνικό κράτος – π.χ. τους Ελληνες του Πόντου που θα εντάσσονταν σε ένα άλλο, αλλά φίλιο έθνος-κράτος, το αρμενικό. Ηταν λοιπόν μια στρατηγική κίνηση η αποστολή του στρατού στη Σμύρνη: προστάτευε τον ελληνικό πληθυσμό της Ζώνης και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την προστασία και άλλων ελληνικών κοινοτήτων. Βασιζόταν, βέβαια, στην ικανότητα της Ελλάδας να αποκτήσει και να διατηρήσει (κάτι που δεν έκανε μετά τις εκλογές του 1920) τη στήριξη ενός μεγάλου διεθνούς μετώπου.
Δεν ήταν, όμως, μόνον το ότι το 1919 αναδυόταν μια ευκαιρία. Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν μπορούσε ο Βενιζέλος να μη στείλει τον στρατό στη Σμύρνη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα, νικήτρια στον πόλεμο και μέλος του διεθνούς συνασπισμού των νικητών, θα άφηνε τους Ελληνες της Ιωνίας να εκδιωχθούν, ενώ δεν αντιμετώπιζε τη στιγμή εκείνη μια ισχυρή αντίσταση από το εσωτερικό της Τουρκίας (το κεμαλικό κίνημα γιγαντώθηκε αργότερα). Εάν ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν ενεργούσε και άφηνε τον ελληνισμό της Σμύρνης να χαθεί, όταν όλα τα πλεονεκτήματα φαίνονταν να είναι στα χέρια της Ελλάδας, θα είχαμε περάσει τα επόμενα εκατό χρόνια συζητώντας για την «προδοσία του Βενιζέλου».
Με άλλα λόγια, από οποιαδήποτε οπτική γωνία και εάν εξεταστεί το θέμα, η αποστολή του στρατού στη Σμύρνη ήταν πράγματι μονόδρομος. Ηταν αδιανόητο η Ελλάδα, μέλος του συνασπισμού των νικητών, να καθίσει πίσω και να βλέπει τη βέβαιη καταστροφή της ιωνικής κοινότητας. Δεν θα ήταν εύκολο το εγχείρημα· αλλά αυτό είναι άσχετο με το δίλημμα που είχε σχηματιστεί. Μεταγενέστερες ερμηνείες δεν θα πρέπει να εκτρέπουν τη δική μας νηφάλια αποτίμηση.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Η μόνη λύση που θα διασφάλιζε τους ελληνικούς πληθυσμούς
Του Σπυρίδωνος Πλουμίδη
Η εκστρατεία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήταν επιβεβλημένη. Η πρωτογενής αιτία που οδήγησε την Ελλάδα στην ανατολική ακτή του Αιγαίου ήταν ο ανηλεής διωγμός που εξαπέλυσαν οι Νεότουρκοι εναντίον του ελληνικού στοιχείου στη Δυτική Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη το 1914. Την άνοιξη του 1914 150.000-200.000 ομογενείς κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια και κατέκλυσαν τη Μυτιλήνη, τη Χίο και τη Θεσσαλονίκη. Στόχος της νεοτουρκικής ηγεσίας ήταν να εκκαθαρίσει, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα βιλαέτια Αδριανουπόλεως, Προύσας και Αϊδινίου από το ελληνορθόδοξο και το βουλγαρορθόδοξο στοιχείο. Ο διωγμός του 1914 έθεσε την Ελλάδα ενώπιον ενός αδυσώπητου πολιτικού και ηθικού διλήμματος, που καμία κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει. Ο πρωτοφανής αυτός διωγμός, ο οποίος έχει μείνει στη μνήμη των Μικρασιατών ως η «Πρώτη Προσφυγιά», εξώθησε την κυβέρνηση Βενιζέλου να απειλήσει (29 Μαΐου 1914) με πόλεμο την Τουρκία, σε περίπτωση που η τελευταία δεν σταματούσε την εκδίωξη των ομογενών και δεν αποκαθιστούσε άμεσα την τάξη. Το έντονο ελληνικό διάβημα, όπως και αντίστοιχα αυστηρά διαβήματα της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, ανάγκασαν τους Νεότουρκους να αναδιπλωθούν και να θέσουν προσωρινό φραγμό στον διωγμό.
Ωστόσο, η κατάπαυση του διωγμού και μια προσωρινή ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, που συνομολογήθηκε τότε (9/22 Μαΐου 1914), δεν ικανοποίησαν τις ανησυχίες του Βενιζέλου, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι σε δεδομένη στιγμή οι Νεότουρκοι θα εκδίωκαν το σύνολο του εναπομείναντος ελληνισμού από την ασιατική Τουρκία. Την ίδια εκτίμηση έκανε και ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας (Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Ε΄), ο οποίος με (γαλλόγλωσσο) υπόμνημά του (2/15 Ιουλίου 1914) προς τις κυβερνήσεις των Μεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων τόνισε ότι «οι κυβερνώντες στην Τουρκία βρίσκονται καθ’ οδόν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο πλήρους εξόντωσης των Ελλήνων, ένα σχέδιο το οποίο ενέχει μεγάλους κινδύνους και για τις άλλες εθνότητες αυτής της χώρας».
Παράλληλα, καθ’ όλο το β΄ μισό του 1914 η κυβέρνηση Βενιζέλου δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από τους πρόσφυγες να απαιτήσει από την Τουρκία την παλιννόστηση και την αποζημίωσή τους. Τον Νοέμβριο ιδρύθηκε στην Αθήνα ο πρώτος προσφυγικός σύλλογος (ο Σύνδεσμος «Καρτερία») με αυτόν τον σκοπό. Τον Δεκέμβριο οι πιέσεις αυτές κλιμακώθηκαν με συλλαλητήριο των προσφύγων στην Αθήνα. Ταυτόχρονα, η αντιπολίτευση στη Βουλή και ο Τύπος κατηγόρησαν τον Βενιζέλο για διπλωματικές υποχωρήσεις και αδυναμία επιβολής του εθνικού κύρους στην Τουρκία. Επομένως, για τον Βενιζέλο αλλά και τους υπόλοιπους πολιτικούς ηγέτες της χώρας (Γ. Θεοτόκη, Δ. Ράλλη, Ν. Στράτο κ.ά.), η μόνη λύση που θα διασφάλιζε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία των Μικρασιατών Ελλήνων και την ασφαλή παραμονή τους στις εστίες τους ήταν η υπαγωγή τους υπό την αιγίδα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Η παλιννόστηση όμως και πολλώ δε μάλλον η διάσωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού δεν μπορούσε να γίνει χωρίς πόλεμο. Η εκστρατεία της Ελλάδας στη Σμύρνη ήταν μονόδρομος. Στις 24 Ιουνίου 1914 ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Ταλαάτ πασάς είχε καταστήσει σαφές προς τον Ελληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ότι δεν θα αποδεχόταν την επιστροφή των προσφύγων που είχαν ήδη εγκαταλείψει την Τουρκία και χαρακτήρισε τη μετανάστευσή τους «τετελεσμένο γεγονός». Ο πόλεμος όμως ήταν τότε (κατά το α΄ εξάμηνο του 1914) πέραν των αντικειμενικών δυνατοτήτων της Ελλάδας. Η Ελλάδα είχε μόλις εξέλθει από δύο πολέμους στα Βαλκάνια και δεν είχε τα μέσα και τους απαραίτητους συμμάχους να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία. Μάλιστα, εκείνο το διάστημα η Τουρκία είχε παραγγείλει και περίμενε να παραλάβει δύο υπερσύγχρονα θωρηκτά σκάφη από την Αγγλία, με τα οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποκτήσει την υπεροπλία στο Αιγαίο και να ανακτήσει τη Χίο και τη Μυτιλήνη.
Η συγκυρία άλλαξε άρδην, μόλις ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς. Η συμπερίληψη της Ελλάδας σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή συμμαχία θα δημιουργούσε ρεαλιστικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο Βενιζέλος επιδίωξε άμεσα να γίνει σύμμαχος της Τριπλής Συνεννόησης Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας (Αντάντ). Στις 25 Αυγούστου 1914 υπέβαλε το πρώτο υπόμνημά του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, με το οποίο ζήτησε την έξοδο από την ουδετερότητα. Βασική αιτιολογία της εισήγησής του ήταν «ο διωγμός κατά του ελληνικού στοιχείου εν Τουρκία». Μέσω της συμμαχίας με την Τριπλή Συνεννόηση η Ελλάδα θα μετέβαλλε «την τύχην του εν Τουρκία Ελληνισμού» και θα επιτύγχανε «ου μόνον την παλιννόστησιν των εκδιωχθέντων […], αλλά και την αποτελεσματικήν προστασίαν του ομογενούς στοιχείου», ισχυρίστηκε ο Βενιζέλος. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2/15 Μαΐου 1919) ήταν λοιπόν μια αδήριτη ανάγκη και είχε δρομολογηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
* Ο κ. Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ.
Στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης
Του Αναστάση Γκίκα
Παρότι η επέκταση του ελληνικού αστικού κράτους υπήρξε στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (υπό το ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο και της Μεγάλης Ιδέας), η Μικρά Ασία δεν ήταν στις προτεραιότητες της αστικής τάξης έως τον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Τουναντίον, κυριαρχούσε η πεποίθηση πως η διακηρυγμένη επιδίωξη των Νεότουρκων να μετασχηματίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ένα πολυεθνικό αστικό κράτος, θα λειτουργούσε ευνοϊκά για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, δημιουργώντας προοπτικές για την «εμπορικήν και οικονομικήν (…) κατάκτησιν της Ανατολής» έως και την «ειρηνική επικράτηση του Ελληνισμού» σε αυτή (Σπ. Πλουμίδης, «Τα μυστήρια της Αιγηίδος», Εστία, 2020, σελ. 87).
Ωστόσο, η απώλεια της πλειονότητας των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), οδήγησε σε αναπροσαρμογή της πολιτικής των Νεότουρκων στην κατεύθυνση εδραίωσης ενός τουρκικού αστικού έθνους-κράτους (στόχος που, μεταξύ άλλων, προϋπέθετε όξυνση της επιθετικότητας απέναντι στις αλλοεθνείς αστικές τάξεις της Αυτοκρατορίας με μεγάλη οικονομική ισχύ, όπως η ελληνική και η αρμενική).
Επιπλέον, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου και η συμμαχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις έκανε πιθανή τη διάλυση και νομή της Αυτοκρατορίας ως πολεμικής λείας σε περίπτωση νίκης της Αντάντ. Η τελευταία αξιοποίησε την προοπτική αυτή στην προσπάθειά της να τραβήξει την Ελλάδα και τη Βουλγαρία στον πόλεμο με το μέρος της. Ετσι, οι Σύμμαχοι πρότειναν να παραχωρηθεί στη Βουλγαρία τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας που προσφάτως είχε ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια, έναντι μελλοντικών ανταλλαγμάτων στην Ελλάδα επί της Μικράς Ασίας. Ο Ε. Βενιζέλος υιοθέτησε τις συμμαχικές προτάσεις, αν και μέχρι πρότινος θεωρούσε αδιανόητη την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε όχι μόνο «την παραχώρηση ελληνικότατων πληθυσμών», αλλά και «έκθεση της ασφάλειας των συνόρων της [χώρας] προς την Θεσσαλονίκην» (Φάκελος 173/265, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Μουσείο Μπενάκη).
Ωστόσο, το δέλεαρ μιας ενδεχόμενης επέκτασης προς την εξαιρετικά πλούσια Μικρά Ασία ήταν πολύ μεγάλο για την ελληνική αστική τάξη ώστε να το αγνοήσει. «Μόνον το Βιλαέτιον Αϊδινίου», επεσήμανε σχετικά ο Ε. Βενιζέλος, ήταν «υπό άποψιν πλούτου και παραγωγής (…) ασυγκρίτως ανώτερον (…) της Παλαιάς Ελλάδος», ενώ υπήρχε σε αυτό μεγάλη ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου. Με την προσάρτηση της Μικράς Ασίας, λοιπόν, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος θα αναβαθμιζόταν σημαντικά, εφόσον όχι μόνο θα καταλάμβανε «θέσιν Δυνάμεως ισοτίμου προς τας Μεγάλας Δυνάμεις εν τη ρυθμίσει της τύχης της Τουρκίας», αλλά θα είχε τις οικονομικές προϋποθέσεις να μετεξελιχθεί γρήγορα σε «εν μέγα και πλούσιον αληθώς νεωτερίστικον Κράτος» [Στ. Στεφάνου (επ.), «Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου», τόμ. Β΄, εκδ. Λέσχη Φιλελευθέρων – Μνήμη Ελ. Βενιζέλου, 1982, σσ. 200 και 342].
Η προοπτική αυτή ήταν τόσο θελκτική για την αστική τάξη, ώστε, όταν μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τέθηκε το ζήτημα πως «η Ελλάδα (…) εισήλθε στον πόλεμο πάρα πολύ αργά» για να προωθήσει τις διεκδικήσεις της (Γ. Λεονταρίτης, «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917-1918», ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 497), έσπευσε να προσφέρει ως «αντιστάθμισμα» τη συνδρομή του ελληνικού στρατού στη διεθνή ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά της επαναστατημένης Σοβιετικής Ρωσίας. Οπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Ε. Βενιζέλος στον Κ. Νίδερ: «Η οδός η οδηγήσασα εις την Σμύρνην διήρχετο διά Ρωσσίας» (Αρχείο ΔΙΣ, Φάκελος 264/Ε, Βενιζέλος προς Νίδερ, 18/31 Μάη 1919).
Η εκστρατεία στη Σμύρνη το 1919, λοιπόν, υπήρξε συνειδητή στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, που επιδιώχθηκε ποικιλοτρόπως (είτε με την εκχώρηση εδαφών σε τρίτες χώρες, είτε με το αίμα των στρατευμένων παιδιών της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις). Ως τέτοια, επιδιώχθηκε μεν αρχικά από τη μερίδα της αστικής τάξης που πολιτικά εκπροσωπούσε ο Ε. Βενιζέλος, στη συνέχεια όμως υιοθετήθηκε από το σύνολο της. Γι’ αυτό και όταν η φιλοβασιλική «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» κέρδισε τις εκλογές του 1920 ακολούθησε την ίδια πολιτική, με τον πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο να δηλώνει στη Βουλή πως «η Ελληνική Κυβέρνησις δεν δύναται να έχη άλλην αντίληψην» από εκείνη που «ηφαρμόσθη υπό της προκατόχου Κυβερνήσεως» (Πρακτικά της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, τόμ. Α΄, σελ. 55).
Με αυτή την έννοια, η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν είχε ποτέ ως κύριο γνώμονα την προστασία των δοκιμαζόμενων ελληνικών πληθυσμών, παρότι δικαιολογήθηκε ως τέτοια. Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο της 20.4.1920, όταν οι Σύμμαχοι –με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου– αποφάσιζαν να διαθέσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, όχι για την προστασία των μειονοτήτων (Ελληνες, Αρμένιους κ.λπ.), αλλά για τη διασφάλιση των «ζωτικών» τους συμφερόντων στην περιοχή (Φάκελος 27/6, Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Μουσείο Μπενάκη).
Εν κατακλείδι, επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα: Μονόδρομος για κάθε αστό πολιτικό είναι να προσανατολίζει την εξωτερική πολιτική του καπιταλιστικού κράτους και να διαμορφώνει τις διεθνείς συμμαχίες του στην κατεύθυνση της εκπλήρωσης των συμφερόντων της αστικής τάξης. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει πόλεμο και εκατόμβες νεκρών.
* Ο κ. Αναστάσης Γκίκας είναι δρ Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/