Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Ένας μύθος του Αισώπου, υπό τον τίτλο «Μύρμηξ και Περιστερά», αναφέρεται στην ανταπόδοση και την ευχαριστία, στην ευγνωμοσύνη που πρέπει να εκφράζουμε στους ευεργέτες μας. Παραθέτω, κάτωθι, το περιεχόμενο του μύθου, καθώς μ᾿αυτόν τον τρόπο θεώρησα συνετό και φρόνιμο να ξεκινήσω τα γραφόμενά μου: «Ένα μυρμήγκι που δίψασε, κατέβηκε σε μια πηγή. Παρασύρθηκε από τη ροή του νερού και κόντευε να πνιγεί. Ένα περιστέρι που το είδε, έσπασε ένα κλαδί δέντρου και το έριξε στην πηγή. Πάνω σ᾿ αυτό κάθισε το μυρμήγκι και σώθηκε. Ένας κυνηγός με ιξόβεργες, αργότερα, ένωσε τα καλάμια του και πήγαινε να πιάσει το περιστέρι. Όταν το μυρμήγκι είδε αυτό, δάγκωσε το πόδι του κυνηγού. Αυτός πόνεσε, πέταξε τα καλάμια κι αμέσως έκανε να φύγει το περιστέρι».
Βέβαια, ως θα έλεγε ο Ροΐδης (1836-1904), «πάντες οι έχοντες ονύχια, αγωνίζονται να σπαράξωσι τους έχοντας πτερά» και, ασφαλώς, δεν αναφέρεται, θέλω να πιστεύω, στον περιβάλλοντα φιλικό κύκλο του Θεόδωρου Δηλιγιάννη ή του ποιητή και κριτικού Άγγελου Βλάχου, με τους οποίους, αν και διαφωνούσε σε πολλά, εντούτοις, εκτιμούσε και αναγνώριζε. Ίσως, σκέπτομαι, αναφέρεται στη συνείδηση του ανθρώπου, η οποία «βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά», κατά τον Πωλ Βαλερύ (1871-1945) και, επομένως, αδυνατεί να προσδώσει και ν᾿ αντικρίσει στα κατάβαθα της ψυχής μας την ευχαριστία και την ειλικρινή καρδιακή αντίδοση προς τους άλλους.
Κάποτε, σ᾿ένα κακόφημο καμπαρέ της Μονμάρτρης, ο ιδρυτής του Ορφισμού, Guillaume Apollinaire (Γκιγιώμ Απολλιναίρ, 1880-1918), δέχθηκε την «ευγνωμοσύνη» των πολεμίων του επειδή εκθείασε τον πίνακα «Και ο ήλιος βασιλεύει πάνω από την Αδριατική», ακριβώς διότι είχε καθιερωθεί, ήδη, σαν πρόδρομος του σουρεαλισμού, ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Γαλλίας, κατά τον 20ο αιώνα.
Πόσο, αλήθεια, δύσκολη είναι αυτή η έκφραση και εκδήλωση της ευγνωμοσύνης! Αυτή την αξία και αρετή της ευγνωμοσύνης είχε κατά νου ο Σόλων, ο Αθηναίος (639-559 π.Χ.), όταν αυτοεξορίσθηκε για δέκα έτη, από την Αθήνα. Άραγε, ομοίως να ενήργησαν οι Αθηναίοι όταν, μετά από είκοσι χρόνια εξορίας, μετέφεραν τα λείψανα του Θουκυδίδη (460-399 π.Χ.) στην πόλη τους και τα ενταφίασαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα;
Την ίδια έκφραση «ευχαριστίας» γεύθηκε καί ο καθηγητής Γαλιλαίος (1564-1642 μ.Χ.), από πολλούς συναδέλφους του, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο της Πίζας (1591-…, αν και δίδασκε άνευ πτυχίου) και, ακόμη περισσότερο, όταν απειλούμενος, αποκήρυξε τις ιδέες του (20/06/1633) και συρόμενος στα δικαστήρια, κατέληξε τυφλός και σε κατ᾿ οίκον ισόβιο περιορισμό (1634-1637).
Την ίδια περίοδο, σχεδόν, στο Κολλέγιο της Αγίας Τριάδος, στο Cambridge της Αγγλίας, ένας ταλαντούχος νέος χλευάζεται και λοιδορείται από φίλους και συναδέλφους του, απ᾿ όλους όσους ενίσχυσε και στήριξε ποικιλοτρόπως. Αυτός που είχε αφιερώσει ολόκληρη την ευαίσθητη ύπαρξή του στη μελέτη (μελετούσε όλο το βράδυ και κοιμόταν μόλις 2-3 ώρες), συγκλόνισε όταν, στα 1693, προσβλήθηκε από νευρικό κλονισμό! Και τότε, ξαφνικά, λες και τότε πρωτοεμφανίστηκε και τον γνώρισε ο κόσμος, η Ιστορία αναγνώρισε και αποδέχθηκε τον εμβριθή μελετητή της Καρτεσιανής Άλγεβρας, Ισαάκ Νεύτωνα (1642-1727) και τού εξασφάλισε μια «λαμπρή κηδεία» (1727), ενταφιάζοντάς τον στο βασιλικό κοιμητήριο! Και από τότε, τα λόγια που χαράχτηκαν επάνω στον τάφο του παραμένουν θυμιατήρι μνήμης παντοτεινό, ικανά να θυμίζουν σε όλους μας την αντίδοση που καταθέτουμε σε όλους τους «μεγάλους», πάντοτε, βέβαια, μετά θάνατον: «Η φύση και οι νόμοι της φύσης κρύφτηκαν στο σκοτάδι. Είπε ο Θεός: «Γεννηθήτω ο Νεύτων» και όλα έγιναν φως».
Ο «αγαπημένος υιός» του Sigmund Freud (1856-1939), παρά το γεγονός ότι έλαβε πολλά από τον «πνευματικό του πατέρα», πρόδωσε τον διδάσκαλό του και από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ (1914). Λέγεται ότι ακόμη και την ώρα που ξεψυχούσε ο εβραίος ιατρός και ερευνητής (23/09/1939), μονολογούσε τ᾿ όνομα του πάλαι ποτέ μαθητή και αγνώμονος – κατά τον Freud – υιού του, Carl Gustav Jung (Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, 1875-1961).
Ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), μετά τις δικαστικές προστριβές με τον ετεροθαλή αδελφό του, Ιωάννη Λεονταράκη (διήρκεσαν 1833-1838), κυρίως, όμως, μετά τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις που δεχόταν από φιλικά και επιστήθια σ᾿ αυτόν, πρόσωπα (ένας απ᾿ αυτούς ήταν ο Ιάκωβος Πολυλάς), «κλείστηκε» στον εαυτό του, απομονώθηκε στην προσωπική του ερημία, στην Κέρκυρα, έγινε ευερέθιστος και έπινε πολύ. Ακολούθησε καί δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο (1856) για να καταλήξει, στα 1857, μόνος και απόμερος, αυτοεξόριστος και λησμονημένος.
Είναι, με άλλα λόγια, η «βαριά καρδιά», για να θυμηθώ ένα ποίημα που αφιέρωσε η Μαρία Πολυδούρη στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, όταν η πρώτη νοσηλευόταν στην τρίτη θέση του νοσοκομείου «Σωτηρία», από φυματίωση (1928), που κάμνει όλους μας βραδυκίνητους στην εκδήλωση της χαράς και της ευγνωμοσύνης προς τους άλλους, απεναντίας, δε, «δικαιωματικά» έκδηλους και απαιτητικούς στην αναμονή, προκειμένου να δεχθούμε βαρύγδουπες ευχαριστίες μπροστά στο τόσο λίγο και μικρό που πράξαμε. Ζητούμε ευγνωμοσύνη απ᾿ τους άλλους όταν «πνιγόμαστε» στον ωκεανό της προσωπικής μας αχαριστίας, ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Είναι αυτή η αγνωμοσύνη που όπλισε τα χέρια του Ιωάννη Τσιμισκή και της ερωμένης του, Θεοφανούς, ξημερώματα της 11ης Δεκεμβρίου 969 μ.Χ., και θανάτωσαν τον ευσεβή Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, την ώρα που αυτός κοιμόταν κατάχαμα (δολοφόνος ήταν ο Ταξίαρχος Λέων Βαλάντης). Και, ακολούθως, στην Ιστορία επαναλήφθηκε η εν λόγω δολοφονική πράξη – ως νέμεση, πλέον; – στο πρόσωπο του Τσιμισκή, ο οποίος πέθανε την 10η Ιανουαρίου 976, προφανώς όχι επειδή προσβλήθηκε από τύφο, αλλά από δηλητηρίαση, που φρόντισε και ετοίμασε ο παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα, Βασίλειος (ο μετέπειτα καλούμενος και «Βουλγαροκτόνος»).
Ο αγαθός ιερέας Φώτιος υπενθυμίζει στον άεργο και ράθυμο παπά Γρηγόρη, στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»: «Καλήν αντάμωση μιά μέρα, παπά Γρηγόρη […] καλήν αντάμωση στη Δευτέρα Παρουσία. Εκεί θα σταθούμε κι οι δυό μπροστά στο Θεό, κι αυτός θα βγάλει κρίση».
Είναι, εισέτι, η ίδια άχαρη αγνωμοσύνη και μικροπρέπεια που οδήγησαν τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον πάλαι ποτέ Σχολάρχη της Αθωνιάδος Ακαδημίας του Αγίου Όρους, να συγκρουστεί με συναδέλφους του καθηγητές και να παραιτηθεί από της θέσεώς του. Αυτός ο μεγάλος «θεολογών φιλόσοφος» ως αυτοχαρακτηριζόταν, θα κοιμηθεί στα 1806, στην Ιερά Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, όπου και εγκαταβίωνε τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1802-1806).
Είναι, τέλος, η ίδια μάστιγα της έλλειψης σεβασμού και ευχαριστίας που οδήγησε τον ευφυέστατο Θεμιστοκλή (524-459 π. Χ.), γύρω στα 471 π.Χ., οπότε και εξοστρακίστηκε από φθόνο και ζούσε εξόριστος στο Άργος, στην Κέρκυρα και, τελικά, στην αυλή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη, να ψελλίσει τα κάτωθι: «Οι Αθηναίοι συνηθίζουν να βαριούνται να τους ευεργετεί για πολύ καιρό, ο ίδιος άνθρωπος».
Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, όλοι μας, την ποιότητα της αγάπης και αρχοντιάς που, ενδεχομένως, εκφράζουμε προς τους απανταχού συνανθρώπους μας και ας διδαχθούμε να ευγνωμονούμε καθημερινά, Θεό και ανθρώπους, για όσα και, ταυτόχρονα, για μη όσα συμβαίνουν στην, εν συνόλω, συμπαντική κτίση.
Και, πράγματι! Όταν φθάνουμε στο σημείο – το οποίο και απεύχομαι – ν᾿ αγγίζουμε τα όρια ανάκλησης της όποιας ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης μας προς τους άλλους, ας θυμόμαστε τα λόγια του σοφού Αισχίνη, που, ως φαίνεται, πολλά έμαθε από τον δάσκαλό του: «Στον Αισχίνη έκαναν την παρατήρηση ότι, αν και φοίτησε κοντά στον Σωκράτη, είχε τη συνήθεια να μη μιλά. Και ο Αισχίνης απάντησε: «Κοντά στον Σωκράτη έμαθα όχι μόνο να μη μιλώ, αλλά και να σωπαίνω»».