Dogma

Καιρός τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ

Καθώς εἰσερχόμεθα στό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μᾶς δίδεται ἡ θαυμασία καί λαμπρά εὐκαιρία ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά ἐπιστρέψωμε στόν Πατέρα καί νά ἀναθεωρήσωμε τήν ἔκβαση τῆς ἀναστροφῆς μας, ἐργαζόμενοι γιά τήν πνευματική μας πρόοδο καί σωτηρία.  

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Μητροπολίτης Πατρών

Καθώς εἰσερχόμεθα στό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μᾶς δίδεται ἡ θαυμασία καί λαμπρά εὐκαιρία ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά ἐπιστρέψωμε στόν Πατέρα καί νά ἀναθεωρήσωμε τήν ἔκβαση τῆς ἀναστροφῆς μας, ἐργαζόμενοι γιά τήν πνευματική μας πρόοδο καί σωτηρία.

Εἶναι πλέον «καιρός τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ». Ἀρκετά δουλέψαμε καί δουλεύομε στήν ἐξωστρέφεια. Ἀρκετά πλανηθήκαμε σέ ἀτραπούς, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐπικίνδυνες καί ἄκρως ἐπιζήμιες γιά τήν καταξίωση τῆς προσωπικότητός μας.

Ἡ πραγματικότητα βοᾶ. Τά ἀποτελέσματα τῆς πορείας μας μαρτυροῦν περί τῶν λανθασμένων ἐν πολλοῖς ἐπιλογῶν μας.

Ἡ ψυχή μας, ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, ἡ ὕπαρξή μας ὁλόκληρη κραυγάζει δυναμικά: «Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ὅ,τι τρώῃ, οὔτε ζῆ γιά νά τρώῃ». Δέν ἀντιλαμβάνεσαι, ἀδελφέ, ὅτι τό δόγμα «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν» (Κορ. Α’, ιε’, 32) ὡδήγησε σέ τραγικό ναυάγιο τήν ἀνθρώπινη κοινωνία, πού θρηνεῖ ἐπί τῶν πνευματικῶν ἐρειπίων, τά ὁποῖα ἡ τοιαύτη στάση ἔναντι τῆς ζωῆς ἐπεσώρευσε;

Χάθηκε πλέον ἡ πίστη στόν Θεό, καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐμπιστοσύνη στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, πόσο μᾶλλον στούς ἄλλους. Ἐξέλιπε ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ διάθεση γιά οἱασδήποτε μορφῆς ἀγῶνα. Χάθηκε ἡ διάθεση γιά ζωή. Καί πῶς νά μή συμβῇ αὐτό, ἀφοῦ μέ τήν υἱοθέτηση τῆς ἀπόψεως ὅτι τά πάντα τελειώνουν στόν τάφο, ἰσοπεδώνεται ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ἡ δημιουργημένη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ; Ποιά ἐν προκειμένῳ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου; Πρός τί ἡ παρουσία του ἐπί τῆς γῆς;

Ἀλλ’ ὄχι. Ἤδη ἐπαναστάτησε ἡ ψυχή καί ἤδη συνέτριψε τά δεσμά καί ὁδεύει πρός ἀναζήτηση τοῦ Ἠγαπημένου. Ἐξερχομένη τῆς φυλακῆς, ἀναζητεῖ, εὑρίσκει καί λαμβάνει τά ἀπαραίτητα ἐφόδια, ὥστε ἡ ὁδός νά εἶναι ἀσφαλής καί ἡ γλυκεία προσμονή τῆς συναντήσεως μέ Ἐκεῖνον νά πραγματοποιηθῇ ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει. Αὐτήν τήν διάθεση τῆς ψυχῆς περιγράφει μέ τόν πιό χαρακτηριστικό τρόπο ὁ Προφητάναξ Δαβίδ: «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησε ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζῶντα· πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ » (Ψαλμ. μα’, 2-3). Αὐτό εἶχε ὑπ’ ὄψιν του καί ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος, ὅταν σπαρακτικά ἔλεγε: «Διά σέ, ὦ Θεέ, πού μᾶς ἔπλασες εἶναι ἀνήσυχη ἡ καρδία μας, ἕως ὅτου σέ εὕρῃ καί ἀναπαυθῇ σέ σένα».

Τά σιδηρά δεσμά τῆς σαρκολατρείας, τῆς καταναλωτικῆς μανίας, τῆς χαμερποῦς ζωῆς καί τοῦ γαιώδους φρονήματος λύονται. Ἡ θύρα ἀνοίγει καί τά φτερά ἁπλώνονται εἰς πνευματικούς ἀναβαθμούς.

Ἡ ψυχή, «ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχουσα τήν πίστιν, ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην», σπεύδει ἐν χαρᾷ πρός τόν Νυμφίο της. «Ἀντί μαχαίρας λαβοῦσα τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν», προχωρεῖ γιά τόν νικηφόρο ἐναγκαλισμό μέ τόν Σωτῆρα της.

Ἀπό τούς ὀφθαλμούς, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, τῶν Χαιρετισμῶν πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου, τῆς κατ’ ἰδίαν προσευχῆς, καί τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ρέουν ἤδη δάκρυα χαρμολύπης. Λύπης διά τήν ἁμαρτία καί τόν καιρό πού ἤδη ἐχάθη. Χαρᾶς διότι «εὗρεν ἡ ψυχή τήν ὁδόν διά τῆς μετανοίας». Ὁ νοῦς ὁρᾷ τόν ἐπί Σταυροῦ Ὑψωθέντα ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων καί σκιρτᾶ. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».

Σπεύσατε λοιπόν, ἀδελφοί. Τά πνευματικά φάρμακα καί ἐπιθήματα εἶναι στήν διάθεσή μας. Ὁ Ἰατρός ἀναμένει. Τό πνευματικό ἰατρεῖο, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία δηλαδή, παρέχει τό σωτηριωδέστατο φάρμακο, τήν Μυστηριακή βρώση τοῦ Σώματος καί πόση τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε στήν ἀθανασία.

Ἡ καρδία βιώνει ἤδη τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως καί ἀναμένει νά ἔλθῃ ἡ ὥρα, κατά τήν ὁποία «ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει εἰσελεύσεται εἰς παστάδα οὐράνιον καί ἀναστάσιμον, ἔνθα ἦχος καθαρός ἑορταζόντων καί βοώντων ἀπαύστως τό, Κύριε δόξα σοι».

Καλή Τεσσαρακοστή καί Καλή Ἀνάσταση.