Για την εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Η εορτή της Πεντηκοστής (ημέρας) οφείλει το όνομά της στο ότι αυτή εορτάζονταν πεντήκοντα (50) ημέρες μετά την εορτήν των Αζύμων. Το όνομα τούτο δεν απαντά στην Παλαιά Διαθήκη παρά μόνον στα Δευτεροκανονικά αυτής βιβλία[1], στον Φίλωνα[2] και στον Ιώσηπο[3]. Στην Παλαιά Διαθήκη η εορτή αυτή καλείται «εορτή των εβδομάδων»[4] ή «εορτή της συγκομιδής των πρωτογεννημάτων»[5]. Ρητώς ο νόμος επιτάσσει, όπως μετά την εορτή των αζύμων αριθμήσουν επτά εβδομάδες και την 50ην ημέραν τελέσουν την εορτή της Πεντηκοστής[6]. Στους βραδυτέρους χρόνους του Ιουδαϊσμού, συνεζητείτο η αφετηρία της αριθμήσεως των επτά εβδομάδων. Και οι μεν Φαρισαίοι, ερμηνεύοντες το Λευιτ. 23,15. «και αριθμήσετε από της επαύριον του Σαββάτου», εξελάμβαναν ως αφετηρία την επαύριον της εορτής του Πάσχα, δηλαδή την 16ην Nisssan, ενώ οι Σαδδουκαίοι αριθμούσαν τις εβδομάδες από το εσπέρας του Σαββάτου μετά το Πάσχα, ώστε πάντοτε η εορτή της Πεντηκοστής να πέφτει την επαύριο του Σαββάτου, Κυριακήν για εμάς. Εκ του Φίλωνος[7] και του Ιωσήπου[8] φαίνεται ότι επικρατέστερη στην πράξη ήταν η αρίθμηση των Φαρισαίων.
Η εορτή ξεκινούσε ευθύς όταν άρχιζε ο θερισμός των σιτηρών ή, όπως κατά το Δευτ. 16,9 λέγει, «ευθύς ως ήρχιζε το δρέπανον να θερίζη τους στάχεις». Κατά την εορτή αυτή προσέφεραν στο ναό, στον Θεό, μέρος των πρωτογεννημάτων ως έκφραση ευχαριστίας προς Αυτόν για την συντελεσθείσα παραγωγή του αγρού. Τον σκοπό της εορτής ορίζει επακριβώς το Δευτ. 16,3 ως εξής: Δεν ήταν μόνο ευχαριστία για τους καρπούς, αλλά και ανάμνηση, ότι ο Θεός έδωσε στους Ισραηλίτες την γην αυτή την «ρέουσαν μέλι και γάλα»[9]. Η εορτή επομένως είχε γεωργικό χαρακτήρα και θα αναπτύχθηκε κυρίως, μετά την είσοδο των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη. Η εορτή αυτή, η οποία δεν είχε βεβαίως την σημασία και την αίγλη των άλλων μεγάλων εορτών του Πάσχα και της Σκηνοπηγίας, απετελούσε όμως ημέρα αργίας[10] και διοργανώνονταν κατ’ αυτήν Ιεραποδημίες, κατά τις οποίες οι Ιεραπόδημοι έφεραν τις απαρχές των πρωτογεννημάτων. Όταν οι ιεραπόδημοι πλησίαζαν στον ναό, εξέρχονταν οι ιερείς, ψάλλοντες καταλλήλους εορταστικούς ψαλμούς, και παρελάμβαναν τις απαρχές των πρωτογεννημάτων, τις οποίες απέθεταν προ του θυσιαστηρίου, ενώ οι ιεραπόδημοι προσκυνούσαν και προσέφεραν ύστερα τες νενομισμένες θυσίες[11]. Κατά την εορτήν αυτή, προσφέρονταν δύο άρτοι από σιμιγδάλι ζυμωμένοι, επτά αμνοί τέλειοι και ενιαύσιοι, ένας μόσχος, δύο κριοί, ένας τράγος και δύο αμνοί ενιαύσιοι σε θυσίαν.[12]
Όταν ο ναός των Ιεροσολύμων κατεστράφηκε το 70 μ.Χ., τότε δεν ήταν δυνατόν να γίνει η προσφορά των πρωτογεννημάτων. Γι’ αυτό και η εορτή της Πεντηκοστής προσέλαβε άλλο περιεχόμενο, δηλαδή την ανάμνηση της δοθείσης στο Σινά νομοθεσίας. Πρώτες ενδείξεις τούτου έχουμε κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Η ίδια παράδοση επικρατεί έκτοτε και στην ραββινική γραμματεία. Και σήμερα, η εορτή αυτή τελείται στους Ισραηλίτες σε ανάμνηση της δοθείσης νομοθεσίας στον Μωυσήν. Η εορτή αυτή εορτή δεν έχει κανένα κοινόν μετά της Χριστιανικής Πεντηκοστής.
* * * * *
Στην Εκκλησία η εορτή αποκτά νέο νόημα.
Στον Μέγα Αθανάσιο συναντάμε για πρώτη φορά το συμβολισμό, σύμφωνα με τον οποίο η Πεντηκοστή γίνεται ο τύπος της αιώνιας ζωής: «Επειδή αυτός ο Χρόνος είναι το σύμβολο του μέλλοντος χρόνου, γιορτάζοντας τη Μεγάλη Κυριακή παίρνομε από δω τον αρραβώνα για τη μέλλουσα. Όταν θα αποδημήσουμε από τούτη τη ζωή, τότε θα γιορτάσομε τη γιορτή μαζί με τον Κύριο στην πληρότητά της»[13]. Το θέμα αυτό της Πεντηκοστής, ως τύπου της αιώνιας ζωής, επαναλαμβάνεται συχνά στον Αθανάσιο: «Μετά από λίγες μέρες θα γιορτάσομε με επισημότητα την αγία Πεντηκοστή, ο κύκλος ημερών της οποίας συμβολίζει τον κόσμο του μέλλοντος, στον οποίο θα αινούμε ζώντας μαζί με το Χριστό, το Θεό της οικουμένης»[14]. Για τον Αθανάσιο η ημέρα της Πεντηκοστής είναι σαφής τύπος της αιώνιας ζωής. Δεν φαίνεται όμως πώς ακριβώς προκύπτει ο συμβολισμός αυτός.
Αυτό μας ξεκαθαρίζει ο Μέγας Βασίλειος εξηγώντας στο Περί Αγίου Πνεύματος ότι υπάρχουν πολλές συνήθειες στο χριστιανισμό, που προέρχονται από την αποστολική παράδοση, των οποίων όμως οι Χριστιανοί έχουν ξεχάσει πια τη σημασία. Έρχεται και στο θέμα της Πεντηκοστής: «Ολόκληρη η περίοδος των πενήντα ημερών (Πεντηκοστή) μας φέρνει στο νου την ανάσταση και προσδοκούμε την αιωνιότητα. Η μία αυτή και πρώτη ημέρα, αν πολλαπλασιαστεί επτά φορές επί επτά μας δίνει τις επτά εβδομάδες της Πεντηκοστής, γιατί αρχίζοντας στην πρώτη και τελειώνοντας στην πεντηκοστή ξετυλίγεται πενήντα φορές σε διαστήματα ομοίων ημερών. Έτσι, αποδεικνύει κάποια ομοιότητα με την αιωνιότητα, γιατί τελειώνει εκεί ακριβώς που αρχίζει με κυκλοτερη κίνηση. Την ημέρα εκείνη, οι κανόνες της Εκκλησίας μάς έμαθαν να κρατάμε την όρθια στάση στην προσευχή για να δείξουν ότι το ανώτερο τμήμα της ψυχής μας πρέπει να αποδημήσει μακριά από το παρόν προς το μέλλον»[15].
Για τον Μέγα Βασίλειο, όπως και για τον Μέγα Αθανάσιο, η Πεντηκοστή συμβολίζει την Ανάσταση. Και συμβολίζει την Ανάσταση, επειδή είναι η όγδοη ημέρα. Σύμφωνα με τη λογική του Μεγάλου Βασιλείου, συνίσταται στην επανάληψη σε διάστημα επτά επί επτά ημερών της πρώτης ημέρας που εγκαινιάζει τη γιορτή ημέρα που είναι Κυριακή, αλλά επίσης και όγδοη. Η Πεντηκοστή εμφανίζεται σαν να αποτελείται από πενήντα Κυριακές[16]. Είναι ακριβώς η Μεγάλη Κυριακή για την οποία μιλάει ο Μέγας Αθανάσιος. Η Κυριακή, λοιπόν, είναι ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού, αλλά και τύπος της μελλοντικής ανάστασης. Στο μέτρο που η Πεντηκοστή αρχίζει και τελειώνει με μια Κυριακή, προβάλλεται ολόκληρη σαν τύπος της Ανάστασης.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει και αυτός ένα ανάλογο με θέμα: «Οι εβδομάδες γεννούν την Πεντηκοστή, ημέρα που θεωρείται ιερή από τους Ιουδαίους· οι εβδομάδες των ετών γεννούν τον Ιωβηλαίο, όπως ονομάζεται, που σχετίζεται με την ανάπαυση της γης και την απελευθέρωση των δούλων. Το έθνος αυτό, μάλιστα, αφιερώνει στο Θεό όχι μόνο τις απαρχές των καρπών και των ζώων, αλλά και τις ημέρες και τα έτη. Έτσι, ο ιερός αριθμός επτά μετέδωσε την ιερότητά του και στην Πεντηκοστή. Πραγματικά, αν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του μας δίνει πενήντα ημέρες μείον μία, την οποία τη μετράμε με τον μέλλοντα αιώνα. Είναι η όγδοη ημέρα που παραμένει πάντα ίδια και πάντα πρώτη ή μάλλον μοναδική και ακατάλυτη. Εδώ ακριβώς πρέπει να καταλήξει και ο παρών σαββατισμός της ζωής μας, σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσαν οι παλαιότεροι στο χωρίο αυτό του Σολομώντα»[17].
Η προοπτική εδώ είναι λίγο διαφορετική από αυτή του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Βασίλειος εννοεί την εβδομάδα των εβδομάδων ως σύνολο Κυριακών. Ο Γρηγόριος, αντίθετα, βλέπει στην εβδομάδα των εβδομάδων τον τύπο του χρόνου, την κοσμική εβδομάδα που αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ιστορία. Και στην πεντηκοστή ημέρα, που προστίθεται για να συμπληρωθεί ο αριθμός, βλέπει τον τύπο της αιωνιότητας που δεν συμβολίζει μόνο την όγδοη ημέρα, το σύμβολο της Ανάστασης, αλλά και τη μονάδα, την αδιαίρετη αιωνιότητα. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια απλή ανάπτυξη του συμβολισμού της Κυριακής με ιδιαίτερη έμφαση στην εσχατολογία, την τόσο αγαπητή στους Καππαδόκες.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Τωβ. 2, 1. Β΄ Μακκαβαίων 12,32. Φίλωνος, Περί των δέκα λόγων, 160.
- Ιωσ., Ιουδ. Αρχ., ΙΙΙ, 10,6. ΧΙΙΙ, 8,4. ΧΙV, 13,4.
- Εξόδου 34,22. Δευτ. 16,9.
- Εξόδου 23,16.
- Δευτερονομίου 16,9.
- Φίλωνος, Περί των εν μέρει διαταγμάτων ΙΙ, 162.
- Ιωσ., Ιουδ. Αρχ., ΙΙΙ, 10,5. Ιουδ. Πολ., ΙΙ, 3.1.
- Δευτερονομίου 26,9.
- Λευιτικόν 23,24. Αριθ. 28,26.
- Δευιτικόν 26,10.
- Λευιτικόν 23,17 εξ.
- Μεγάλου Αθανασίου, Επιστολαί Εορταστικαί, (Ι), PG, 26, 1366ΑΒ.
- Μεγάλου Αθανασίου, Επιστολαί Εορταστικαί, (ΙV), PG, 26, 1379ΑΒ.
- Μεγάλου Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, (ΚΖ΄), PG 32, 192B.
- Αμβροσίου, Exp. Luc. «Στις πενήντα αυτές ημέρες η εκκλησία αγνοεί τη νηστεία, όπως την Κυριακή· όλες αυτές οι μέρες είναι Κυριακές» (VIII, 25).
- Bλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄, Εις την Πεντηκοστήν, PG 36, 432 Α-Β.