Ο Προφήτης Μαλαχίας προαναγγέλει την είσοδο του Κυρίου στον Ναό Του. Η είσοδος αυτή πραγματοποιήθηκε αφ’ ενός με την παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού στον ιστορικό ναό των Ιεροσολύμων κατά την Υπαπαντή, αφ’ ετέρου δε, με το μυστήριο της σαρκώσεως που εισήλθε στην ιστορία του κόσμου και την ζωή του γένους των ανθρώπων.
Μάλιστα, ο απόστολος Παύλος δημηγορών επί του Αρείου Πάγου προς τους Αθηναίους, υποστηρίζει ότι ο Θεός ενέβαλε στους ανθρώπους την επιθυμία να Τον αναζητήσουν (Πράξεων ιζ΄ 26-27).
Επισημαίνουμε τέσσερα σημεία από την πλούσια θεολογία – διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας περί του νοήματος και της σημασίας της εορτής της Υπαπαντής, ότι ο Κύριος ήλθε στον δικό Του Ναό.
α) Η έλευσις είναι ενέργεια της ελευθέρας αποφάσεως του Θεού
Ο Κύριος δεν εξηναγκάσθη υπό τινός, αλλά από υπερβάλλουσα αγάπη εφανερώθη στα δημιουργήματά Του.
«Βουληθείς ο Πλαστουργός, ίνα σώση τον Αδάμ, μήτραν ώκησε την σην, της Παρθένου και αγνής» .
«Θέλων ενηνθρωπήσας ο προάναρχος Θεός και ναώ προσφέρεται, τεσσαρακονθήμερος» (Μεγαλυνάρια θ΄ Ωδής της εορτής της Υπαπαντής ).
β) Βεβαίως αποτελεί φιλάνθρωπη ανταπόκριση σ’ όσους Τον αναζητούν και Τον καλούσαν να φανερώσει το πρόσωπό Του. Ο Προφήτης Μαλαχίας με την φράση «ον υμείς ζητείτε» επισημαίνει ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν τον Κύριον. Η ενέργεια αυτή του Θεού είναι σωτήρια για τους ανθρώπους. «Δείξε την παρουσία σου στο δούλο σου· σώσε με χάρη στην πιστή σου αγάπη» (Ψαλμού 30 (31) λ΄ 17) βλ και Ψαλμού 79 (80) οθ΄ 4,8, Ψαλμού 17 (18) ιζ΄ 10).
Κορυφαία περίπτωση αυτής της φιλανθρωπίας, ο δίκαιος Συμεών.
Εγνώρισε τον Θεό και Τον επόθησε (Λουκά β΄ 25-32). Όσο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό τόσο περισσότερο και φλογερότερα Τον ζητεί.
γ) Ήλθε στον Ναό Του. Η δημιουργία είναι ο Οίκος Του. Όσοι ενόμισαν ότι θα απέκλειαν τον Θεόν μακράν του κόσμου Του, των έργων Του απατήθηκαν.
Ο Θεός ήλθε ως Κύριος, ιδιοκτήτης του κόσμου (βλέπε τις παραβολές του αμπελώνος). Κόσμος, όμως χωρίς Θεό δεν υπάρχει.
δ) Ήλθε στον Ναό Του για να γκρεμίσει την ειδωλολατρεία και να καθίσει στον θρόνο Του δεχόμενος την προσκύνηση των ευσεβών. Αυτόν προσκυνούμεν.
ε) Ας τον υποδεχθούμε στην αγνή και καθαρή από τις αμαρτίες μας καρδιά μας.
Αναφέρουμε στο παρόν κείμενό μας το «απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον» (Θεοτοκίον του Αναστασίμου Απολυτικίου του ήχου δ΄), δηλαδή μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού, δι’ ου ο αόρατος Θεός και αμέθεκτος κατ’ ουσίαν Θεός φανερώθηκε στον κόσμο για να απαναφέρει τον κόσμο στην πρωτόκτιστο κατάστασή. Κατ’ αυτό:
Α΄. Ο Θεός εργάσθηκε την σωτηρία μας, την ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους, αφού προηγήθηκε η κάθαρση από την αμαρτία και την πονηρία. Βροντοφωνάζει ο Προφήτης Ησαΐας: «Εκ πάσης θλίψεως ου πρέσβυς ουδέ άγγελος αλλ’ αυτός κύριος έσωσεν αυτούς» (Ησαΐου ξγ΄, 9). Ο αρχέκακος διάβολος, κινούμενος από φθόνο κατά του ανθρώπου, παρέσυρε τους Πρωτοπλάστους στην παράβαση της εντολής του Δημιουργού και Κτίστου Θεού Πατρός και ούτως ου μόνον τους διέκοψε από την κοινωνία μαζί Του, και διετάραξε τις σχέσεις τους, αλλά και έστρεψε τους ανθρώπους εναντίον Του. Ο Θεός που δεν θέλησε και δεν επέτρεψε στον Διάβολο να ματαιώσει το σχέδιό Του και το θέλημά Του (Ψαλμού 118, 9-16) για την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Θεού και ανθρωπότητος, απέστειλε τον Υιό Του, τον Μονογενή στον κόσμο Σωτήρα, Λυτρωτή και Ευεργέτη για να ειρηνεύσουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους με τον Πλάστη και Δημιουργό Θεό, εγκαινιάζοντας την «επί γης ειρήνη» (εκ του Αγγελικού Ύμνου), όπως πανηγυρικά εξήγγειλε ο Άγγελος κατά την γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτός ως άνθρωπος θυσιάστηκε στον Σταυρό για να εξαλείψει, δηλαδή να εξαφανίσει, «το καθ’ ημών χειρόγραφον» (Προς Κολοσσαείς β΄, 14), δηλαδή τις βαρύτατες συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτός «ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης» (Ψαλμός ΟΓ΄ (73), 12) και προσκάλεσε τους ανθρώπους να ανταποκριθούν στην δική Του σωτήρια ενέργεια, λέγοντας: «Δεύτε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθαίου ια΄, 28).
Β΄. Ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στο έργο του Θεού.
Ως εκ τούτου, ότι εφ’ όσον η σωτηρία εξησφαλίσθη διά της θυσίας του Μονογενούς Υιού του Θεού και καλείται ο άνθρωπος να δεχθεί την σωτηρία, ίδωμεν με ποιο τρόπο, κατά την αγία Γραφή, ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην ενέργεια του Θεού.
1) Τηρώντας τις εντολές Του:
Εφόσον οι Πρωτόπλαστοι παρενέβησαν την εντολή του Θεού και αθέτησαν τον Νόμο Του με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από τον Θεό, εξυπακούεται ότι η επικοινωνία με τον Νομοθέτη επιβάλλει την αταλάντευτη προσήλωση στον Νόμο του Κυρίου.
Ο 118 (ραη΄) Ψαλμός αποτελεί ύμνο της θρησκευούσης ψυχής για τις εντολές του Θεού (βλ. Ψαλμού 118, στιχ.1-8).
α΄. Στον Ψαλμό ο πιστός εξομολογείται στον Θεό την αγάπη του για τους Νόμους Του από την τήρηση των οποίων εξαρτάται η ζωή του και η ευημερία του (Ψαλμού 118, στίχος 18) και
β΄. Δηλώνει την βέβαιη απόφασή του για την τήρηση του νόμου.
Ειδικότερα, ο πιστός εξομολογείται δημοσίως και επισήμως την εκτίμησή του προς τον Νόμου Του.
2)Φυλάσσοντας τις εντολές του Θεού.
Ο πιστός υπόσχεται στον Θεό με προθυμία και ειλικρίνεια και σταθερή απόφαση: «Εσύ τις εντολές σου όρισες με ακρίβεια να τις τηρούμε» (Ψαλμού 118, 4).
Η πιστή αφαρμογή των εντολών του Θεού επιτυγχάνεται:
α΄. Με την μόνιμη υπακοή στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 89-96).
β΄. Με την νοηματοδότηση της ζωής από τον Νόμο (Ψαλμού 118 στιχ. 97-104).
γ΄. Με την ξεγνοιασιά στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 105-112).
δ΄. Με την ολοκληρωτική υποταγή στον Νόμο (Ψαλμού 118 στιχ. 113-120).
ε΄. Με την πίστη στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 121-128).
στ΄. Με τον ρηξικέλευθο Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 129-136).
ζ΄. Με την σταθερότητα στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 137-144).
η΄. Με την τελειότητα του Νόμου του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 145-152).
θ΄. Με την υποταγή στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 153-160).
ι΄. Με την φερεγγυότητα στον Νόμο του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 161-168).
ια΄. Με την χαρά στον Νόμου του Κυρίου (Ψαλμού 118 στιχ. 169-176).
3)Πράττοντας κατά το άγιο θέλημά Του
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τον πιστό να μην παρασύρεται από το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως με το οποίο συσχηματίζεται και διαμορφώνει το ήθος του κοσμικού ανθρώπου που έχει διαφορετικό χαρακτήρα από τον χαρακτήρα του Θεού, που διαμορφώνεται από την υπακοή στο άγιο θέλημα του Θεού (Προς Ρωμαίους ιβ΄, 2).
Ο ίδιος απόστολος εύχεται ο πιστός να πράττει το ευάρεστο θέλημα του Θεού (Προς Εβραίους ιγ΄, 21).
Με την υπακοή στο θέλημα του Θεού ο πιστός γίνεται ευάρεστος στον Θεό (Προς Κορινθίους Β΄, ε΄,9).
Όποιος υπακούει στον Χριστό γίνεται ευάρεστος στο Θεό και τέλειος άνθρωπος (Προς Ρωμαίους ιδ΄, 18).
Ευάρεστος στον Θεό τυγχάνει η υπακοή των τέκνων στους γονείς τους (Προς Κολοσσαείς γ΄, 30).
Διαρκής φροντίδα του πιστού είναι να επιλέγει ό,τι είναι αρεστό στο Θεό (Προς Εφεσίους ε΄, 10).
Ο απόστολος Παύλος θεωρεί τα δώρα των Φιλιππησίων. που του έστειλαν διά του Επαφροδίτου. ως θυσίαν ευάρεστη στον Θεό (Προς Φιλιππησίους δ΄, 18). Ο Κύριός μας προέτρεψε τους μαθητές Του «πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» (Ιωάννου ιδ΄, 1) και τους διαβεβαίωσε ότι «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκου ιστ΄, 16).
4)Καθαίροντας την ψυχή του από τα πάθη
Ο απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στους πιστούς τις υποσχέσεις του Θεού και τους προτρέπει να καθαρισθούν από τον μολυσμό της αμαρτίας (Προς Κορινθίους Β΄, ζ΄, ).
Υποδεχόμενοι την μερίδα των αγιασμάτων του Αγίου Σώματος και Τιμίου Αίματός Του λαμβάνουμε την αγιαστική χάρη Του και βιώνουμε την Υπαπαντή μαζί Του (Ιωάννου στ΄, 56-58).