Κάλαντα και Καλαντιστές στην Ελληνορθόδοξη Δωδεκαημερίτικη Παράδοση
Στην αρχαία Ελλάδα, συναντάμε κείμενα καλάντων παρόμοια με τα σημερινά με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία του νοικοκυριού. Την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Από το 2ο μισό του 2ου αι π.Χ. γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου.
Του Μ. Βαρβούνη, ΚαθηγητήςΛαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Με τη λέξη «κάλαντα» είναι γνωστά λαϊκά θρησκευτικά τραγούδια, που κατά κύριο λόγο ψάλλονται από αγερμούς παιδιών στα σπίτια, κατά την παραμονή κάποιας μεγάλης θρησκευτικής εορτής, προπάντων δε κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου. Με τη γιορτή των Χριστουγέννων ξεκινά μια περίοδος εορτασμού δώδεκα ημερών, το γνωστό Δωδεκαήμερο, που τελειώνει με τον εορτασμό των Θεοφανίων. Στις παραμονές των εορτών που σηματοδοτούν το Δωδεκαήμερο (Χριστούγεννα, Περιτομή ή αγίου Βασιλείου, Φώτα) ψάλλονται τα κάλαντα από μικρές ομάδες, κυρίως παιδιών.
Η σκηνή της εκτέλεσής τους είναι γνωστή και ιδιαιτέρως οικεία στο λαό μας: παραμονή Χριστουγέννων πρωί, το κουδούνι χτυπάει, οι νοικοκύρηδες ανοίγουν και η ατμόσφαιρα γεμίζει με την μελωδία των καλάντων των Χριστουγέννων. Ο ήχος της μελόντικας, μια φλογέρα ή πολλές φορές μόνο ένα απλό τριγωνάκι συνοδεύουν το τραγούδι των παιδιών. Όταν τελειώσουν εύχονται «και εις έτη πολλά» ή «Χρόνια Πολλά» και η νοικοκυρά τους δίνει ένα συμβολικό χρηματικό ποσό για τον κουμπαρά τους. Ενίοτε, κυρίως στα χωριά, οι νοικοκυρές φιλεύουν τα παιδιά με παραδοσιακά γλυκίσματα, αμύγδαλα ή φρούτα. Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά αλλά και από ώριμους άνδρες, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες που περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λπ. με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου κ.λπ.).
Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές είναι το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα, είτε παλαιότερα σε προϊόντα, τρόφιμα και καρπούς. Πολλές φορές μάλιστα, όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από την οικία δίστιχα σκωπτικά, επαναλαμβανόμενα: «Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!». Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή στη Βέροια κουλούρας που ονομαζόταν «κολλίκι», ή «κουλιαντίνα» στη Σιάτιστα, γι’ αυτό και οι καλαντιστές ονομάζονταν «Κουλουράδες» ή «Φωτάδες».
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών οδήγησε να διακρίνονται αυτά σε αστικά και τοπικά ή παραδοσιακά. Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά των οποίων έχουν και μεταγλωττιστεί στην ελληνική, και χρησιμοποιούνται αναλόγως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν το έθιμο των καλάντων, ως καταγόμενο από τις ρωμαϊκές εορτές των Καλενδών που είχε καταδικάσει η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ., αποκαλούντες τους συμμετέχοντες σε αυτό «Μηναγύρτες», σύμφωνα με πληροφορία που διασώζει ο βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Τζέτζης (Χιλιάδων ΙΓ’ 246 κε). Ετυμολογικά η λέξη κάλαντα προέρχεται από την λατινική calendae που σημαίνει νεομηνία.
Στην αρχαία Ελλάδα, συναντάμε κείμενα καλάντων παρόμοια με τα σημερινά με παινέματα για τον «αφέντη» του σπιτιού και για την ευημερία του νοικοκυριού. Την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ομοίωμα καραβιού για τον θεό Διόνυσο. Κάποιες φορές κρατούσαν και ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν τις προσφορές των νοικοκύρηδων. Από το 2ο μισό του 2ου αι π.Χ. γιορταζόταν η αρχή του νέου χρόνου τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η Ρώμη σώθηκε από τρεις αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόννο και τον Ειδό, που ανέλαβαν να θρέψουν τους κατοίκους της.
Ο πρώτος για το χρονικό διάστημα δώδεκα ημερών που ονομάστηκε «Καλάνδας», ο δεύτερος για τις επόμενες δέκα μέρες που τις είπαν «Νόννας» και ο τρίτος για τις τελευταίες οκτώ, τις «Ειδούς». Με το πέρασμα του χρόνου οι δυο γιορτές επισκιάστηκαν από την πρώτη και έτσι έμεινε η γιορτή των καλενδών ως μεγάλη εορτή και οι άλλες δυο ξεχάστηκαν πολύ πριν την εμφάνιση των χριστιανικών εορτών. Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, τα κάλαντα – άσματα δημιουργήθηκαν μέσα από την ανάγκη υπενθύμισης του περιεχομένου των εορτών και των συνηθειών που σχετίζονται με αυτές.
Τα μορφολογικά στοιχεία των καλάντων παραπέμπουν σε εκείνα των δημοτικών τραγουδιών τόσο στην μουσική όσο και στα λόγια. Οι στίχοι τους εξιστορούν τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) με λεξιλόγιο λόγιο αλλά και λαϊκό. Η μουσική που τα συνοδεύει είναι απλή και ευχάριστη, ποικίλλει όμως ανά περιοχή υιοθετώντας στοιχεία από την παράδοση της εκάστοτε περιοχής. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα διηγούνται τη γέννηση του Χριστού και την επίσκεψη των μάγων στη φάτνη του.
Υπάρχουν διάφορες κατά τόπους παραλλαγές των χριστουγεννιάτικων καλάντων, στα οποία συχνά βρίσκουμε συμβολισμούς γεωργικής και κτηνοτροφικής ευγονίας. Τα κάλαντα αυτά, πέρα από το βασικό θέμα τους, τα κάλαντα επαινούν το σπίτι και την οικογένεια, με ευχές και επαίνους για το νοικοκυριό και την ευημερία του. Οι ευχές αυτές έχουν μάλιστα ιδιαίτερη σημασία για τη λαογραφία, καθώς αντανακλούν και αποτυπώνουν τις κοινωνικά αποδεκτές και επιθυμητές αρετές, οι οποίες πρέπει να χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινότητας, άρα προσδιορίζουν κοινωνικούς ρόλους και πολιτισμικές ταυτότητες.
Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς πάλι υμνείται το πέρασμα από τον βαρύ χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη, αλλά και η προσωπικότητα του αγίου Βασιλείου, τόσο αγίου των γραμμάτων και της εκπαίδευσης, όσο και ως ζευγολάτη και καλλιεργητή, σε ορισμένες περιπτώσεις, Στο πρώτο μέρος των καλάντων αυτών, στις δύο πρώτες στροφές γίνεται αναφορά στην έλευση του καινούριου χρόνου και στην γέννηση του Χριστού. Στο δεύτερο μέρος, υμνείται ο άγιος Βασίλειος.
Όπως είναι γνωστό, η εορτή του Αγίου Βασιλείου καθιερώθηκε από τους πρώτους χριστιανούς την 1η Ιανουαρίου ως αντικατάσταση της παλαιότερης γιορτής των καλενδών, δεδομένου ότι η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με το θάνατο του αγίου Βασιλείου την 1η Ιανουαρίου 379. Ο άγιος Βασίλειος ενσαρκώνει το πνεύμα του νέου έτους. Είναι ο ζευγολάτης αλλά και ο μορφωμένος οδοιπόρος που έρχεται από τη μακρινή Καισαρεία, βαστάει χαρτί και καλαμάρι, αλλά παρόλα αυτά οι χωρικοί του ζητούν να κάτσει να φάει και να τραγουδήσει. Εκείνος αρνείται το δεύτερο λέγοντας ότι δε γνωρίζει παρά μόνο γράμματα. Ακουμπά τότε το ραβδί του και εκείνο ανθίζει.
Το σύμβολο του ραβδιού που ανθίζει υπάρχει από την αρχαιότητα συμβολίζοντας την αναγέννηση και την αναβλαστική δύναμη της φύσης, η οποία εδώ συνδυάζεται με τη γνώση, τη σοφία και την αλήθεια που προέρχεται από την χριστιανική πίστη. Όπως και στην περίπτωση των Χριστουγέννων έτσι και εδώ έχουμε μια πληθώρα από διαφορετικές τοπικές παραλλαγές του βασικού κειμένου των καλάντων. Τέλος, την παραμονή των Φώτων ψάλλονται τα κάλαντα που αναφέρονται στη βάπτιση του Χριστού.
Κυρίαρχο λαϊκό θέμα της εορτής αυτής είναι η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού, με τον οποίο ο ιερέας ραντίζει τα σπίτια για να φύγουν οι καλικάντζαροι, και να μεταδοθεί η θεϊκή ευλογία σε ανθρώπους και νοικοκυριά, ενώ στις αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές ραντίζουν ακόμα τα χωράφια και τις στάνες τους για να είναι εύφορα την καινούρια χρονιά. Μεγάλη τοπική ποικιλία, τόσο σε περιγραφές όσο και σε παινέματα των μελών της οικογένειας συναντούμε και στα κάλαντα των Θεοφανείων, που κλείνουν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Κυρίαρχο στοιχείο σ’ αυτήν την περίοδο είναι η εορταστική ατμόσφαιρα που μεταδίδεται και μέσω των καλάντων.
Στις μέρες μας βεβαίως μειώνονται οι «καλαντιστές» που κυκλοφορούν στα σπίτια, ενώ στα αστικά κέντρα, στα πλαίσια ενός νεωτερικού τρόπου ζωής, τα κάλαντα τείνουν να εξελιχθούν σε εποχική κερδοφόρα επιχείρηση. Κάποτε τα ψάλλουν αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι, ευκαίρως ακαίρως και χωρίς την παραδοσιακή εθιμοταξία που παραπάνω αναφέρθηκε, με μόνο σκοπό την αργυρολογία. Επίσης ψάλλονται από συλλόγους, πολιτικές, δημοτικές και στρατιωτικές φιλαρμονικές, αλλά και εθνοτοπικούς και πολιτιστικούς συλλόγους κάθε λογής, στα πλαίσια μιας προσπάθειας προβολής και διατήρησης, μέσα από αυτά, τοπικών ταυτοτήτων και νοσταλγικών αναμνήσεων.
Παρόλα αυτά, στην ελληνική παράδοση τα κάλαντα και οι καλαντισμοί θεωρούνται από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έθιμα του Δωδεκαημέρου, καθώς κρατούν τον ευχετικό, οριακό και διαβατήριο χαρακτήρα τους, αποτελώντας όχι μόνο πηγή θρησκευτικής πληροφόρησης, αλλά κυρίως μορφές ευπρόσδεκτων ευετηρικών τελετουργιών, που επέζησαν από τον αγροτικό χώρο στο αστικό περιβάλλον των πόλεων.