Επλησίασε κάποιος τον αρχοντικό και σοφό Εμπεδοκλή και τον ρώτησε: «Τι κρίμα για εμένα! Δεν μπορώ να βρω κανέναν σοφό γύρω μου, ώστε να διδαχθώ και να μαθητεύσω σε αυτόν». Ο φιλόσοφος, χαμογέλασε με νόημα και ύστερα από αρκετή ώρα εκουσίας σιωπής, είπε: «Μάθε ότι αυτός που ψάχνει για να συναντήσει σοφό άνθρωπο πρέπει, πρωτίστως, ο ίδιος να είναι κατά κάποιο τρόπο σοφός, ώστε να κατορθώσει να τον διακρίνει».
Βέβαια, είναι αλήθεια, δεν έπαυσε η αναζήτηση αυτής της σοφίας και δη, της θείας και πνευματικής και στις ημέρες μας. Ἀλλοτε ως καθάρια και υγιής πνευματική προσπάθεια για ορθοπραξία, άλλοτε ως εκπεφρασμένη δήθεν «ευσέβεια» μιας υπολανθάνουσας υποκρισίας και γεροντομανίας-γεροντισμού, και άλλοτε, έχω την αίσθηση ότι είναι και η επικρατέστερη σήμερα, μιας χλιαρής και νωχελικής ψευδοπίστεως, που ακολουθεί ανορθόδοξες πηγές, πιότερο κίβδηλες και ρηχές ψυχολογικές κουβεντούλες, οι οποίες και πόρρω απέχουν από της υψοποιού και ουρανομιμήτου αρετής. Και αυτή η τελευταία κατηγορία, φοβούμαι, ενισχύεται τελευταία όλο και περισσότερο, όχι μόνο επειδή ελαχιστοποιήθηκε επικίνδυνα η ευλογημένη χορεία των ορθοτομούντων τον λόγο της αληθείας, αλλά και διότι αναπαυόμαστε, πολλοί από εμάς, αντί του ευαγγελικού και ορθοδόξου μηνύματος σε γλυκανάλατες ψυχοκουβεντούλες (που δεν έχουν σχέση με την επιστήμη της Ψυχολογίας), τέτοιας ποιότητος και ισχύς, που είναι ικανές να δικαιολογούν αδιαμαρτύρητα την αμαρτία και τα πάθη μας και, κυρίως, ν᾿ αποφεύγουν να μας ταράζουν την πώρωση και απραξία του νοός και της καρδίας μας.
Ο Κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, Ιωάννης Καποδίστριας, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έκαμνε περιοδεία μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στην περιοχή της Κορινθίας, ώστε να γνωρίσει τον ελληνικό λαό. Ο κόσμος ξέσπασε σε «ζητωκραυγές» και ξέφρενους πανηγυρισμούς στη θέα ενός φανταχτερά ενδεδυμένου άνδρα, ο οποίος έφερε μια ιδιαίτερη βελούδινη στολή. Τι και αν επίστευαν αρχικά ότι έφθασε ο Κυβερνήτης! Ο άνδρας εκείνος ήταν ο ταχυδρομικός διανομέας, η ενδυμασία του οποίου συνηθιζόταν την εποχή εκείνη να είναι κάπως ξεχωριστή, Συνηθιζόταν τότε, ο ταχυδρομικός διανομέας να προπορεύεται επισήμων προσώπων και να αναγγέλλει-προετοιμάζει την άφιξή τους. Βλέπετε, δεν είναι μόνο προνόμιο των ημερών μας να μπερδεύουμε πρόσωπα, στόχους, ιδανικά, κατευθύνσεις γενικότερα!
Οι Νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας μας αναφέρονται στην ανεκτίμητη αξία της διακρίσεως, η οποία δύναται να ξεχωρίζει τα ουράνια από τα επίγεια, τα υψοποιά από τα χαμερπή, τα άκτιστα από τα κτιστά, τα θεομίμητα από τα ανθρώπινα. Την ονοματίζουν ως δεύτερο φύλακα άγγελο του ανθρώπου, που τον καθοδηγεί απλανώς, ασφαλώς, σταθερώς . Πρόκειται, βέβαια, για την ανθρώπινη διάκριση, η οποία εδράζεται στη λογικότητα και κτιστότητα του ανθρώπου. Αυτή διαφέρει από τη θεία διάκριση, καθώς η δεύτερη είναι «δάνειο» του Χριστού και προσφέρεται όποτε, όπου, αν, και με τον τρόπο που επιλέγει ο Πανάγιος Θεός. Η ανθρώπινη, όμως, διάκριση είναι προνόμιο του «κατ᾿ εικόνα Θεού» δημιουργήματος ανθρώπου, του λογικού ανθρώπου, και μέσω αυτής ο πιστός δύναται ν᾿ αντιλαμβάνεται κάθε φορά ποιο είναι το ορθό, το δόκιμο, το συνετό, το φρόνιμο, που καλείται να πράξει και να επιλέξει ή, σε άλλη περίπτωση, να επιλέξει εκείνη τη λύση που φέρει συγκριτικά τις λιγότερες δυνατές συνέπειες.
Μέσω της ανθρώπινης διάκρισης ο πιστός δεν εγκαταλείπει την, ούτως ή άλλως, αναπόδραστη πραγματικότητα της καθημερινότητας, αλλά χριστοποιεί τη λογικοκεντρικότητά του. Έρχεται ο Χριστός και μεταμορφώνει σκέψεις, λογισμούς, εικόνες, συναισθήματα, αποφάσεις, προσωπικότητες. Όλα ευωδιάζουν, αλλοιώνονται αγαθοποιά, μεταμορφώνονται αγιαστικά, χαριτώνονται, εξαγιάζονται, θαυματουργούν μυστηριακά. Είναι αυτή η κατάσταση που λειτουργεί το «κατ᾿ Οικονομίαν» της Αγίας μας Εκκλησίας, τόσο όσο ακριβώς να μην αλλοιώνεται η φρονιμάδα της Πίστεως και να μη στερεύει το «αείρυτον δάκρυον» του χαροποιού πένθους. Είναι αυτή η κατάσταση που οι Κανόνες της Εκκλησίας μας, κατά τον άγιο Παΐσιο τον Εζνεπίδη, γίνονται οδηγός και οδοδείκτης στην ζωή του πιστού και ουχί «κανόνια», που τον κατακεραυνώνουν και τον καταβυθίζουν στα βάθη της απελπισίας και του αφανισμού.
Στον Αισχύνη έκαναν την παρατήρηση ότι, αν και φοίτησε και διδάχθηκε κοντά στον ξακουστό δάσκαλο Σωκράτη, είχε τη συνήθεια να μη μιλά. Και ο Αισχύνης απάντησε: «Κοντά στον Σωκράτη έμαθα όχι μόνο να μη μιλώ, αλλά και να σωπαίνω». Και ο Ευρυπίδης, όταν ρωτήθηκε για την αξία της λελογισμένης σιωπής και της αληθείας, είπε: «Απλός είναι ο λόγος της αληθείας. Το σωστό δε χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, στο εξαίσιο έργο του «Κλίμαξ», τοποθετεί την αναφορά του περί διακρίσεως ουχί στην αρχή, αλλά προς το τέλος, στον ΚΣΤ’ λόγο του. Θέλεις να μάθεις, λοιπόν, όσα λέγει ο ιερός πατήρ περί της διακρίσεως; Αυτό είναι εύκολο, και θα σε βοηθήσω σε αυτό ευθύς αμέσως. Τώρα, αν σκοπεύεις αυτά να τα κάμνεις πράξη στην καθημερινότητά σου, άλλη συζήτηση, έτερον θέμα, για το οποίο και το μόνο που δύναμαι είναι να ευχηθώ από καρδίας και βάθους ψυχής, όπως αγαπήσουμε αμφότεροι την υψοποιό διάκριση και χριστοποιηθεί η εν γένει πολιτεία μας, διά της επενεργείας του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος.
Ιδού ο λόγος του ουρανοφάντορος πατρός Ιωάννου: «Μετά τον Θεόν ας έχωμε σε κάθε ενέργειά μας ως ἀγρυπνο φρουρό και ως γνώμονα ασφαλή την συνείδησί μας. Έτσι αντιλαμβανόμενοι από πού φυσά ο άνεμος θα ανοίγωμε προς τα εκεί τα ιστία του πλοίου μας».