Καμερούν: Η προσπάθεια του Κύριλλου να δικαιολογήσει τη ίδρυση «Εξαρχίας» στερείται εκκλησιολογικής βάσης
«Η προσπάθεια του Πατριάρχη Μόσχας, να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, κατά τη λαϊκή έκφραση, δηλαδή την ίδρυση «Εξαρχίας» στην Αφρική εξ αιτίας της συμπορεύσεως, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, του Παλαιφάτου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας με την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως περί του θέματος της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, στερείται κανονικής και εκκλησιολογικής βάσεως», υπογραμμίζει στο τελευταίο άρθρο του, ο Μητροπολίτης Καμερούν Γρηγόριος.
Και συνεχίζει μεταξύ άλλων ο Σεβασμιώτατος Καμερούν διατυπώνοντας μια σειρά σκέψεων για την Επιστολή του Πατριάρχη Μόσχας, προκειμένου να αποκατασταθεί, όπως τονίζει η αλήθεια «το Πατριαρχείο της Μόσχας προσπαθεί να παρουσιάσει μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του πανσλαβισμού και της εθνοφυλετικής ερμηνείας οπτικής του εκκλησιαστικού «γίγνεσθαι».
Διαβάστε αναλυτικά το κείμενο του Μητροπολίτη Καμερούν Γρηγορίου:
«Ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται…»
Στὸ πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς Του εὐθύνης γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ Σεπτὸς Προκαθήμενός Του, Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ. κ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β΄, ἀπέστειλε στὶς 14 Φεβρουαρίου ἐ. ἔ. ἐπιστολή στὸν Πατριάρχη Μόσχας ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα τῆς Εἰσπηδήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας στὸ κανονικὸ ἔδαφος τοῦ Θρόνου τοῦ ἁγίου Μάρκου καὶ τὸν διορισμὸ «Ἐξάρχου». Στὴν επιστολὴ αὐτὴ ἀπήντησε ὁ Πατριάρχης Μόσχας μὲ δική του Ἐπιστολὴ[1] στὶς 5 Μαρτίου ἐ. ἔ. Ἐπὶ τῆς τελευταίας αὐτῆς Ἐπιστολῆς κατατίθενται μερικὲς προσωπικὲς σκέψεις καὶ σχόλια.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου εἶναι μακροσκελὴς δὲν κομίζει τίποτε καινούργιο, καθὼς ἐπαναλαμβάνει τὶς γνωστὲς θέσεις τῆς Ρωσσικῆς Ἱεραρχίας, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀπέχουν κατὰ πολὺ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καὶ τὴν μακρὰ καὶ καθηγιασμένη Πράξη καὶ Παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία αὐθεντικῶς διατυπώθηκε καὶ ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς παραδόθηκε εἰς τὸ διηνεκὲς ὑπὸ τῶν Ἁγίων καὶ Σεπτῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τοὺς θεοφόρους καὶ πνευματέμφορους Πατέρες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀψευδὴς καὶ «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. 4, 12) λόγος τοῦ Κυρίου «ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε» (Λκ. 19, 22), ἀτυχῶς, εὑρίσκει πολλαπλῶς ἐφαρμογὴ στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, ἡ ὁποία ἐπὶ λέξει ἀναφέρει: «Οἱ ἱεροί κανόνες ἀπαγορεύουν αὐστηρῶς στόν ἐπίσκοπο νά ἐμπλέκεται στίς ὑποθέσεις ἄλλης ἐπαρχίας». Ἡ ἀνάγνωση, ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου, τῆς δικῆς του κατηγορηατικῆς ἀποφάνσεως καὶ κρίσεως ἐπὶ τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἐπισκόπων, θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνη της νὰ κλονίσει τὰ ἕωλα καὶ στερούμενα πάσης κανονικῆς θεμελιώσεως «ἐπιχειρήματα» τῆς ἐν Ρωσσίᾳ Ἐκκλησίας περὶ ἱδρύσεως «Ἐξαρχίας» μέσα στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Δὲν διαλανθάνει, ἀσφαλῶς, τὴν προσοχὴν τοῦ Πατριάρχου Μόσχας ὅτι τὰ κανονικὰ ὅρια τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου τοῦ ἁγίου Μάρκου περιγράφονται σαφῶς ἤδη στὸν 6ον Κανόνα τῆς ἐν Νικαίᾳ ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σὲ μιὰ ἐποχὴ μάλιστα κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ τὸ Βασίλειο τῆς Μοσχοβίας δὲν ὑφίσταντο οὔτε ὡς ὑποψία στὸ ἱστορικὸ προσκήνιο. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ σχετικὸς κανόνας: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν»[3]. Ἐπεκτάθηκε δὲ ἡ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας σὲ ὅλη τὴν Ἀφρικὴ διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὴν 23η Ὁκτωβρίου τοῦ ἔτους 2001, ἐπὶ τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Πέτρου. Ἀναφέρει, λοιπόν, ἡ σχετικὴ Πράξη: «κατείδομεν βάσιμόν τε καί εὔλογον ἀποδεχθῆναι τό αἴτημα τοῦτο καί ἐκχωρῆσαι αὐτοπροαιρέτως καί οἰκειοθελῶς καί πάντῃ ἐλευθέρως καί ἀβιάστως τῇ αἰτησαμένῃ τοῦτο ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἀλεξανδρείας πᾶσαν τήν ἡμετέραν εὐθύνην τε καί δικαιοδοσίαν ἐπί πάσης τῆς Ἀφρικανικῆς ἠπείρου καί τῶν παρ’ αὐτῇ νήσων»[4].
Διαπνεόμενη ὅμως ἡ ἐν Ρωσσίᾳ Ἱεραρχία ἀπὸ κοσμικὸ πνεύμα ἐξέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ τῆς ἀποστολοπαραδότου πίστεως καὶ προέβη σὲ Πράξη ἀντικανονικὴ καὶ ἀνάδελφο, αὐτὴν δηλαδὴ τῆς εἰσπηδήσεως, στὸ κανονικὸ ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου μας, ἡ ὁποία κολάζεται βαρύτατα ἀπὸ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνες[5], ἐπικαλούμενη δικαιολογίες καὶ αἰτιάσεις ὄχι μόνον ἀνυπάρκτες στὴν κανονική μας Παράδοση ἀλλὰ καὶ ἀνατρέπουσες σύνολη τὴν ἱεροκανονικὴ διασπονδύλωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Πράξη αὐτὴ συνιστᾶ φοβερὰ καὶ ἀπροκάλυπτη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ φρονήματος καὶ τίποτα ἄλλο δὲν ὑποδηλώνει παρὰ μόνον κοσμικὲς καὶ παράλογες ἀξιώσεις, ὅπως ἀναφέρει τὸ σχετικὸ σχόλιο τοῦ κανονολόγου Ἀριστηνοῦ στὸν προμνημονευθέντα Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἕκαστος τῶν Πατριαρχῶν τοῖς ἰδίοις προνομίοις ἀρκεῖσθαι ὀφείλει, καὶ μή τινα τούτων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ χεῖρα, ὑφαρπάζειν∙ τοῦτο γὰρ τῦφος ἐστὶ κοσμικῆς ἐξουσίας»[6].
Δυστυχέστατα, αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀκενωτόμητη καὶ ἀποστολικὴ Παραδόση καθίσταται προφανέστερη αὐτὲς τὶς ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες διεξάγεται ὁ φρικτὸς πόλεμος στὴν Οὐκρανία. Ἡ στάση καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, σὲ ἀπόλυτη εὐθυγράμμιση μὲ τὴν Ρωσσικὴ ἡγεσία, ἡ ὁποία προκάλεσε δεινὰ ἀνείπωτα καὶ ἔφερε τὸν ὄλεθρο, στὴν ἀρχέγονη κοιτίδα τῶν Ρῶς, εἶναι κυριολεκτικῶς ἀδιανότητα γιὰ ἕνα Χριστιανό, πολὺ δὲ περισσότερο γιὰ ἕναν Πρωθιεράρχη. Ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου ἀπὸ δεκάδες Ἀρχιερέων, τελευταίως δὲ καὶ ἀπὸ Μοναστικὰ Καθιδρυμάτα, τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιβεβαίωση τῶν ὅσων ἀναφέρθηκαν.
Ἡ προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Μόσχος, νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα, κατὰ τὴ λαϊκὴ ἔκφραση, δηλαδὴ τὴν ἵδρυση «Ἐξαρχίας» στὴν Ἀφρικὴ ἐξ αἰτίας τῆς συμπορεύσεως, ὅπως ἦταν φυσικὸ καὶ ἑπόμενο, τοῦ Παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας μὲ τὴν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως περὶ τοῦ θέματος τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, στερεῖται κανονικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς βάσεως. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καθὼς εἶχε τὸ ἀπαράγραπτο κανονικὸ δικαίωμα καὶ προνόμιο, παρεχώρησε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας τὴν Αὐτοκέφαλη ἀξία καὶ περιωπή, ὅπως ἄλλωστε ἐπισυνέβη στὴν περίπτωση ὅλων τῶν νεοπαγῶν, «ψιλῷ τίτλῳ», Πατριαρχείων –ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας- καὶ ὅλων τῶν νεωτέρων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ δέχτηκε ἐκ παραλλήλου τὶς ἔκκλητες προσφυγὲς καὶ ἀποκατέστησε στὴν ἱερωσύνη τοὺς ἐκπεσόντες Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς.
Σχετικὼς μὲ τὸ προνόμιο τῆς Ἐκκλήτου ἀναφέρει ὁ Ρωσσικῆς καταγωγῆς καθηγητὴς Kartaschoff, ὁ ὁποῖος κάνει λόγο -πέραν τῶν συνήθων περιπτώσεων γιὰ ὅσους κληρικοὺς βρίσκονταν μέσα στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου- γιὰ περιπτώσεις: «αἵτινες χαρακτηρίζουσι τὸ “Οἰκουμενικὸν” κῦρος τῆς ἕδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁσάκις ἡ κρίσις αὐτῆς ἐπεξετείνετο ἐπὶ τῶν μὴ ὑποκειμένων αὐτῇ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως ἀπευθυνομένων πρὸς τὸ κῦρος αὐτῆς. Καὶ τῶν περιπτώσεων τούτων ἐν τῇ μνήμῃ τῆς ἱστορίας, ἵνα γενικῶς εἴπομεν, διεσώθη μέγας ἀριθμός, πολλὰ δὲ εἰσέτι δὲν ἐξήχθησαν ἐκ τῶν ἀρχείων»[7].
Περὶ δὲ τῶν δῆθεν «ἐπιχειρημάτων», τὰ ὁποῖα προσάγονται γιὰ νὰ ἀναιρεθεῖ ἡ ἀπόλυτη συστατικὴ καὶ καταστατικὴ ἀξία τοῦ Τόμου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Β΄ τὸ 1590, ἀτυχῶς, οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἐν ἁγίοις Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου τοῦ Πηγᾶ ἀκυρώνουν τὴ σχετικὴ «ἐπιχειρηματολογία». Ὄχι μόνον ἡ ἐπακολουθήσασα Σύνοδος στὰ 1593 ἀνέτρεψε τὰ ὅσα ἀποφασίστηκαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία, ἀντιθέτως τὰ ἀποδέχτηκε καὶ τὰ ἐπαναβέβαιωσε καὶ τὰ ἐπεσφράγισε. Γράφει ἐν προκειμένῳ ὁ Μακάριος Πατριάρχης Μελέτιος πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἰώβ: «…ἀπονείμαντες αὐτῷ [στὸν πατριάρχη Ἰὼβ δηλαδὴ] καὶ τὴν προσήκουσαν Πατριαρχικῷ Θρόνῳ ἀξίαν, καὶ τὴν ἀκόλουθον τάξιν, ὁμοταγῆ δηλονότι τῶν ἐπιλοίπων Πατριαρχικῶν Θρόνων τῶν Ὀρθοδόξων, καθάπερ εὑρίσκεται ἐν τῶ Τόμῳ τῆς Συνοδικῆς πράξεως [τοῦ ἔτους 1590 προφανῶς], ἐσφραγισμένης ταῖς ἡμετέραις αὐτοχείροις ὑπογραφαῖς καὶ σφραγίσι καί τινων τῶν Μητροπολιτῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων καὶ Ἐπισκόπων»[8]. Ὄχι μόνο δὲν ἀπορρίπτει καὶ δὲν ἀναθεωρεῖ ὁ Μακάριος Μελέτιος τὸν Τόμο τοῦ 1590 ἀλλ΄ ἀντιθέτως τὸν ἀποδέχεται ἀσμένως καὶ ἐξ ὁλοκλήρου, ὅπως δηλώνει ἡ χρήση τοῦ ἐπιρρήματος «καθάπερ», δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρει ὁ Τόμος (τοῦ 1590 προφανῶς), καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε ὁ Τόμος ἀναφέρει: «κεφαλὴν καὶ ἀρχὴν ἔχ[ει] αὐτὸς τὸν Ἀποστολικὸν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Πόλεως ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι»[9].
Ἀσφαλῶς, ἡ ἀπόδοση πατριαρχικῆς τιμῆς στὸν Μόσχας δὲν σήμαινε (καὶ δὲν σημαίνει) τὴν ἐξίσωσή του μὲ τοὺς πρεσβυγενεῖς Πατριάρχες καὶ τὴ διασάλευση τοῦ ἀρχαίου θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας. Ἀρκεῖ καὶ μόνο νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1590 δὲν ἀποδέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ Τσάρου γιὰ νὰ δοθεῖ στὴν Μόσχα ἡ τρίτη θέση στὰ δίπτυχα ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μ. Πέτρος κατήργησε τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας τὸ 1720 πράγμα ποὺ δὲν συνέβη γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀλλόδοξους δυνάστες. Ἐπ’ αὐτοῦ ἄλλωστε ἑδράζονταν οἱ κανονικὲς ἀντιρρήσεις τοῦ Μελετίου καὶ ὄχι γιὰ τὸ ποιός εἶχε τὸ κανονικὸ δικαίωμα. Ἦταν ἄλλωστε γνωστὸ ὅτι καὶ οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ἐκλέγονταν καὶ χειροτονοῦνταν ἀπὸ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ αἰῶνες ἄνευ τῆς παραμικρᾶς κανονικῆς ἀντιρρήσεως ἐκ μέρους ὁποιουδήποτε. Ἐὰν γιὰ τὰ ἀρχαῖα Πατριαρχεῖα δὲν ἐτίθετο ζήτημα, πολλῷ δὲ μᾶλλον περὶ τοῦ νεότευκτου Πατριαρχείου Μόσχας.
Ἡ ἐπίκληση, μεμονωμένων νεωτέρων παραδειγμάτων, ὅπως τοῦ Πατριάρχου Νικολάου Ε΄, μὲ σκοπὸ τὴν ἀμφιβήτηση τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ διαρρύθμιση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆς ὑπεροχικῆς θέσεώς Του ἀκυρώνεται ἀπὸ ἐπίσημα κειμένα ποὺ ἐκφράζουν τὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν Πάπα Πίο Θ΄ (1848): «Οὕτω συμβαίνει καὶ μέχρι τῆς σήμερον· οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς τὰ παραδόξως συμπεσόντα καὶ δυσδιευθέτητα γράφουσιν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ εἶναι ἕδραν αὐτοκρατορικήν, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ συνοδικὸν πρεσβεῖον»[10]. Στὴ μνημειώδη αὐτὴ ἐπιστολὴ οὔτε στὸ ἐλάχιστο δὲν ὑπάρχει ὑπόνοια γιὰ παπικὲς ἀξιώσεις τοῦ Κωνσταντινουπόλεως. Ἀντιθέτως, ἀναγνωρίζεται ἄνευ περιστροφῶν τὸ πρωτεῖο (πρεσβεῖον) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου· πρωτεῖο θυσιαστικὸ καὶ διακονία αἱματηρὰ καὶ ὄχι ἐξουσιαστικὴ καταδυνάστευση, ὅπως τὸ ἐννοεῖ ἡ ἐν Μόσχᾳ Ἱεραρχία, κρίνοντας ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια, καθὼς μάλιστα πρεσβεύει, ἐν τοῖς πράγμασι, τὰ περὶ τῆς μιᾶς παγκοσμίου Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, πηγνύοντας θυσιαστήρια ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ ἱδρύοντας, ἐσχάτως, «Ἐξαρχίες» στὴν Ἀφρική, ἀνατρέποντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅρια αἰώνια καὶ ἀμετάθετα.
Ἐπιπροσθέτως, ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα τοῦ Πατριάρχου Νικολάου, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅταν ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Βενιαμίν, μὲ τὴν ὁποία ἀνακοινώνονταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἡ ἐκχώρηση τοῦ Αὐτοκεφάλου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, ἔσπευσε νὰ ἀπαντήσει στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη τὰ ἑξῆς: «Χαρᾶς εὐαγγέλια ἡμῖν τὰ ὑπ’ ἀρθμ. 636 ἀπὸ 19ης Ἀπριλίου ἐ. ἔ. γράμματα τῆς περισπουδάστου Ὑμετέρας Παναγιότητος, τὴν κανονικὴν διευθέτησιν τοῦ ἀπὸ πολλοῦ Αὐτὴν καὶ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἀπασχολοῦντος ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως τῆς ἐν Ἀλβανίᾳ Ἐκκλησίας, ἐφ’ ᾧ καὶ συγχαίρομεν Αὐτῇ ἐπὶ τῇ συνετῇ λύσῃ»[11]. Μὲ ἀνάλογες δὲ θερμὲς ἐπιστολὲς ἀπάντησαν στὸν Οἰκ. Πατριάρχη Βενιαμὶν καὶ οἱ λοιποὶ Προκαθήμενοι. Στὴν ἀπάντηση, λοιπόν, τοῦ Πατριάρχου Νικολάου δὲν ὑφίσταται ἡ παραμικρὴ ἀντίρρηση, ἔνσταση ἢ ψόγος. Ἀντιθέτως ἐκφράζεται ἡ χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας γιὰ τὴν «κανονικὴν διευθέτησιν» καὶ δίδονται τὰ εὔσημα στὴ Μεγὰλη Ἐκκλησία «ἐπὶ τῇ συνετῇ λύσῃ».
Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἄγνωστο γιὰ ποιά αἰτία καὶ λόγο, ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Νικόλαος ἀπηύθυνε νέα ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἡ ὁποία περιεῖχε τὰ περὶ μονομεροῦς ἐνέργειας σὲ σχέση πρὸς τὸ Ἀλβανικὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ἡ ὁποία προσήγαγε τὸ παράδειγμα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας ὡς δήθεν ἀνακηρυχθέντος ἀπὸ τὴ Σύνοδο στὴν Παναγία Παραμυθία-Βλὰχ Σεράϊ (1593) καὶ ὄχι ὑπὸ μόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Β΄ «ἐπιτοπίως», ὅπως ἀναφέρει ὁ σχετικὸς Τόμος (1590). Ἡ συγκεκριμένη ἐπιστολή, ἂν καὶ ὑπεγράφη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικόλαο, σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐκφράζει τὴ συνείδηση τοῦ Παλαιφάτου Πατριαρχικοῦ Θρόνου τοῦ ἁγίου Μάρκου, ὁ Ὁποῖος πολλαπλῶς καὶ πολυμερῶς ἔχει εὐεργετηθεῖ, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ στὴν Ὁποία ὀφείλει τὴν ἐπιβίωσή του σὲ σκληρὲς ἐποχές. Ἀξίζει, παραταύτα, νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἂν καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ περιέχει ξένες πρὸς τὴν Πράξη καὶ τὴν Παράδοση τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θέσεις καὶ ἀντιλήψεις, ἀποδέχεται ὅτι: «τούτου ἕνεκα ἡ τὰ πρεσβεῖα ἐν τοῖς Πατριαρχικοῖς Θρόνοις ἐμπεπιστευμένη Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ διὰ τοῦτο τὴν πρωτοβουλίαν ἐν τῇ μελέτῃ τῶν ζητημάτων τούτων ἔχουσα…»[12].
Ἡ ἀπάντηση, βεβαίως, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βενιαμὶν ἀποκατέστησε τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Περὶ τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔγραφε ὁ ἀοίδιμος: «περὶ τοῦ ἐκχωρητέου ἢ οὐ τοῦ αὐτοκεφάλου τμήματί τινι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκρινεν ἤδη ἡ Αὐτοκέφαλος αὕτη Ἐκκλησία, ὡς Μήτηρ Ἐκκλησία, διά τε τὸ ἀνήκειν τὸ ἀποχωριζόμενον τμῆμα τῇ κανονικῇ αὐτῆς δικαιοδοσίᾳ, καὶ διὰ τὸν ἀποχρῶντα λόγον ὅτι αὕτη κάλλιον πάσης ἄλλης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἠδύνατο ἵνα γιγνώσκῃ τὰς ἀκολουθούσας τῷ ἀποχωρισμῷ περιστάσεις»[13]. Ἐξαιρετικά, ἐπίσης, ἀξιοσημείωτα καὶ διαφωτιστικά εἶναι τὰ ὅσα περιέχονται στὴν ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχου, περὶ τῆς δῆθεν χορηγήσεως τῆς Αὐτοκεφάλου ἀξίας στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ Σύνοδο στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας Παραμυθίας (1593): «Τοῦτο [τὸ Αὐτοκέφαλο δηλαδή], ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ἤδη ὑφιστάμενον ἐν τῇ πράξει, ἐπηυλόγησεν ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ὁ Β΄ κατὰ τὴν ἐν Μόσχᾳ διαμονὴν αὐτοῦ, ὀνομάσας καὶ Πατριάρχην τὸν τότε Μητροπολίτην Μόσχας Ἰώβ. Ἀκριβῶς διὰ τὸν προβιβασμὸν τοῦτον τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας εἰς Πατριαρχεῖον καὶ τὸν καθορισμὸν τῆς θέσεως τοῦ νέου Πατριάρχου ἐν τῇ χορείᾳ τῶν Ἀγιωτάτων Πατριαρχῶν, μετὰ πάροδον ἐτῶν τινῶν συνεκλήθη Σύνοδος ἐν ΚΠόλει, ἐν τῷ ἱερῷ ναῷ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς ἐπωνομαζομένης Παραμυθίας. Ἐν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ ἀπαντῶν ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας εἰς τὴν μακρὰν εἰσήγησιν τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μελετίου, καταλήξαντος εἰς τὸ συμπέρασμα: “δίκαιον οὖν κρίνω καὶ τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Σύνοδον ἀξιῶ τὸν θρόνον τῆς εὐσεβεστάτης καὶ ὀρθοδόξου πόλεως Μισκόβου εἶναι τε καὶ λέγεσθαι Πατριαρχεῖον”, ἐδήλωσε: “τοῦτο καὶ ἡμεῖς πρότερον ἐπράξαμεν καὶ ἐγγράφως ἐδηλώσαμεν τῷ εὐσεβεστάτῳ Βασιλεῖ”. Oὐδεὶς περὶ χορηγήσεως αὐτοκεφάλου ἐγένετο ἐν τῇ Συνόδῳ λόγος»[14].
Σχετικῶς μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχου Μόσχας περὶ τοῦ Πατριάρχου Νικάνορος καὶ τὴν ἐν τῷ κατὰ Ράμλιον (ἢ Ράμπλιον) Ναῷ τοῦ ἁγίου Στεφάνου «Σύνοδον» θὰ ἦταν προτιμητέα ἡ σιωπή, διότι ἡ ἀνάξειξη τῶν ἱστορικῶν συμβάντων καὶ ὁ ρόλος τοῦ ἐκ τοῦ Ρωσσικοῦ ἔθνους ἀλήστου μνήμης διαβοήτου Κόμητος Ν. Ἰγνάτιεφ καὶ καὶ τῶν μεθόδων, τὶς ὁποίες μετήρχετο καὶ τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους χειραγωγοῦσε τὸν ἀσθενοῦντα, σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, Πατριάρχη Νικάνορα, μόνον τιμὴ δὲν περιποιοῦν στὴ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία[15]. Οἱ ἀποφάσεις τῆς προμνημονευθείσης «Συνόδου» δὲν ἔχουν ἀπολύτως κανένα κῦρος, διότι ἡ «Σύνοδος» αὐτὴ κατὰ κανένα τρόπον δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς Σύνοδος, παρὰ μόνον ἁπλὴ συνάθροιση καὶ μάλιστα ἄθεσμη καὶ ἀντικανονική, ἀφοῦ δὲν μετεῖχαν Ἐπίσκοποι, πέραν τοῦ Τριπόλεως Θεοφάνους καὶ κάποιων κληρικῶν μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, μερικῶν μάλιστα ἀμφιβόλου συστάσεως καὶ καταστάσεως, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ «συνοδικὰ» πρακτικά[16].
Ἀναφορικῶς πρὸς τὸν Συνοδικὸ Τόμο τῶν Τεσσάρων Πατριαρχῶν (1663) καὶ τὴν προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Μόσχας νὰ ἀπομειώσει τὸ κύρος του εἶναι, τοὐλάχιστον, ἀτυχὲς τὸ ἐγχείρημα. Σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας συνταράσσονταν ἀπὸ ἐρίδες καὶ διχοστασίες ὁ Τσάρος Ἀλέξιος, πράγματι, ἐπεκοινώνησε μὲ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ ζήτησε τὴ συνδρομή Του γιὰ νὰ διεθετήσει τὰ σχετικὰ ζητήματα καὶ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας καὶ ὁ Πατριάρχης Νίκων, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Τόμος, μᾶλλον διέκειτο δυσμενῶς, δὲν ἀπέκρουσαν τὸν σχετικὸ Τόμο. Μάλιστα δὲ στὴ Σύνοδο ποὺ ἐπακολούθησε μὲ σκοπὸ τὴν κρίση τοῦ Νίκωνος, στὴν ὁποία μετεῖχαν οἱ Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, ἐπέχοντες καὶ τὸν τόπο τῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας, ὁ Πατριάρχης Νίκων προσῆλθε καὶ μάλιστα μὲ ἐπισήμη πομπή[17]. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος γίνεται προφανὲς ὅτι ὁ Πατριάρχης Νίκων ἀναγνώριζε στοὺς πρεσβυγενεῖς Πατριάρχες δικαίωμα κρίσεως τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί, κατὰ μείζονα λόγο, δικαίωμα νὰ ἀπευθύνουν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας Τόμους γιὰ τὴν διευθέτηση ἐσωτερικῶν Της ζητημάτων.
Σχετικῶς μὲ τὴν περίπτωση τοῦ μηδέποτε «Ἐξάρχου» Ἀφρικῆς Μητροπολίτου Κλὶν Λεωνίδου εἶναι ὄχι ἁπλῶς δικαίωμα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας νὰ τὸν καθαιρέσει -ἀσχέτως ἂν εἶναι Ἐπίσκοπος ἀλλου κλίματος-ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωσή Του γιὰ νὰ διαφυλάξει τὸ Ποίμνιό Του. Κατὰ τὴν μακραίωνη καὶ ὁμοιόφορφη Πράξη τῆς Ἐκκλησίας «ὅπου ἡ παράβαση ἐκεῖ καὶ ἡ κρίση»[18]. Συνεπῶς τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἔχει ἀπόλυτη δικαιοδοσία στὴν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Κλίν, καθὼς τὰ ὑπ’ αὐτοῦ τελεσθέντα ἀνοσιουργήματα ἔλαβαν χώρα ἐντὸς τῆς κανονικῆς ἐπικρατείας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Πολὺ σημαντικὰ περὶ τοῦ προκειμένου εἶναι τὰ σχόλια τῶν πλέον ἐπιφανῶν ἐκ τῶν ἀρχαίων κανονολόγων στὸν 8ο Κανόνα τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ ἀφοροῦν σχετικὲς περιπτώσεις καὶ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀναλογικῶς: (ΖΩΝΑΡΑΣ) «τοὺς τοιούτους τοίνυν κληρικούς […] τῷ κατὰ χώραν ἐπισκόπῳ ὑποκεῖσθαι ἡ παροῦσα κελεύει σύνοδος»[19], (ΒΑΛΣΑΜΩΝ) «πάντας τούτους ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν εἶναι τοῦ κατὰ χώραν ἐπισκόπου, κατὰ τὴν περὶ τούτου τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν»[20], (ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ) «ὑποκεῖσθαι καὶ οὗτοι ὀφείλουσι τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἐπισκόπου τῆς πόλεως»[21].
Τέλος, ἐπαναλαμβάνουμε γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ ὅτι τὸν Πατριάρχη Μόσχας τὸν κρίνουν οἱ δικοί Του λόγοι. Ἡ δῆθεν «Σύνοδος» ἐπὶ Πατριάρχου Νικάνορος, τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἐπικαλεῖτε, προέβη στὴν καθαίρεση τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας Εὐγενίου Ξηροποταμηνοῦ, κληρικοῦ ὄντως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δηλαδὴ ἄλλης δικαιοδοσίας[22]. Ὁ δὲ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ στὸ σχετικὸ ἀπαντητικὸ Γράμμα Του ἀποκρούει τὴν γενομένη «καθαίρεση», ἐπικαλούμενος σωρεία ἐπιχειρημάτων, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ἀνυπόστατο τῆς «Συνόδου» ὄχι ὅμως τὰ περὶ ἀναρμοδιότητος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας περὶ τοῦ Εὐγενίου, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν κληρικὸς ξένης δικαιοδοσίας[23].
Οἱ παραπάνω σκέψεις διατυπώνονται γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια, τὴν ὁποία τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει μέσα ἀπὸ τὸ παραμορφωτικὸ πρίσμα τοῦ πανσλαβισμοῦ καὶ τῆς ἐθνοφυλετικῆς ἑρμηνείας ὀπτικῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ «γίγνεσθαι». Ἡ ἱστορία, τὰ κείμενα καί, προπάντων, ἡ ἵδια ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἴκοσι αἰῶνες τώρα, (δέκα γιὰ τὴν Ρωσσία καθὼς οἱ πρῶτοι δέκα αἰῶνες χριστιανικοῦ βίου ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἱστορία της) εἶναι ὁ ἀδέκαστος κριτῆς τῶν γεγονότων καὶ ἡ ὅποια προσπάθεια τῆς Ρωσσικῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀνατρέψει τὰ ὅσα ἔχουν θεσπίσει οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συνιστοῦν βαρύτατη βλασφημία ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἰθύνοντες θὰ λάβουν τὴν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. 2, 2). Ἡ ἀλήθεια βοᾶ καὶ «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω», (Λκ. 8, 8).
[1]https://mospat.ru/gr/news/89045/
[3] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ιερῶν Κανόνων, Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Χαρτοφύλακος, Ἀθήνησιν, 1852, τ. 2, σ. 128
[4] Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πρᾶξις, 23ης/10/2001, Πατριαρχικὸς Κῶδιξ ἔτους 2001, Ἀρ. Πρωτ. 908, σ. 79-80
[5] Γιὰ παράδειγμα: 8/Α΄ Οἰκ. Συνόδου, 12/Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, 39&56/Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, 57/Συν. τῆς Καρθαγένης.
[6] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ. ἀν, τ. 2, σ. 131.
[7] Α. Kartaschoff, «Τὸ τῆς Ἐκκλήτου Δικαίωμα τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν ἐν τῇ Πράξει», Ὀρθοδοξία, κγ΄ (1948), σ. 281
[8] Ἀρχιμ. Κ. Δελικάνη, Τὰ ἐν τοῖς κώδιξι τοῦ Πατρ. Ἀρχειοφυλακείου ἐπίσημα Ἐκκλησιαστικὰ Ἔγγραφα, τ. 3, Ἐν Κων/πόλει, σ. 22.
[9] Ἀρχιμ. Κ. Δελικάνη, ἔνθ. ἀν., τ. 3, σ. 25
[10] Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, τ. 2, σ. 916, Austria, 1968
[11] Ἀ. Γλαβίνα, Ἡ Ὁρθόδοξη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, Θεσ/νίκη, 1985, σ. 54
[12] Ἀ. Γλαβίνα, ἔνθ. ἀν., σ. 59
[13] Ἀ. Γλαβίνα, ἔνθ. ἀν., σ. 63-64.
[14] Ἀ. Γλαβίνα, ἔνθ. ἀν., σ. 64.
[15] Βλ. σχετικῶς Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. 3. Ἀθῆναι 2014, σ. 154 κ. ἑξ.
[16] J. Mansi, Sacrorum Consiliorum Nova et Amplissima Collectio, Parisiis, 1910, σ. 252-264
[17] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Ἀθήνα 62011, σ. 329.
[18] Βλ. ἀναλυτικῶς Ἀ. Βαβούσκου: ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
[19] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ. ἀν., σ. 235.
[20] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ. ἀν., σ. 236.
[21] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ. ἀν., σ. 236-237.
[22] J. Mansi, ἔνθ. ἀν., σ. 259-262.
[23] J. Mansi, ἔνθ. ἀν., σ. 273-274.