Στο Γεροντικό διαβάζουμε για τον Όσιο Ησύχιο, στο Όρος Χωρήβ. Υπέφερε από σοβαρή ασθένεια και πέθανε. Με θαυματουργικό τρόπο, όμως, επανήλθε στη ζωή. Έκτοτε, έζησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια αυτοκλεισμένος στο κελί του. Τα μόνα λόγια που ακούγονταν από τα χείλη του ήταν τα κάτωθι: «Ουδείς μνήμην θανάτου εγνωκώς, δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ».
Είναι φορές που η φιλαυτία, ο εγωϊσμός και η υπερηφάνεια δεν μας επιτρέπουν να δούμε καθαρά τα πνευματικά θέματα. Λέμε πολλά και πράττουμε ελάχιστα, αν όχι και τίποτε. Απουσιάζει η ταπείνωση και μάλιστα η «αποστολική» ως λέγεται, η υποστατική και μόνιμη ταπείνωση. Οι Νηπτικοί Πατέρες μάς λέγουν ότι ο τρόπος σκέψης μας, αυτός καθορίζει την ποιότητα του προσώπου μας. Και ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, αυτός ο πρύτανης της μυστικής θεολογίας, ο συγγραφεύς του βιβλίου «Τα Ασκητικά», έργο που ολοκλήρωσε σε ηλικία 75 χρόνων ως έμπειρος πια μύστης και γνώστης της νήψεως, διδάσκει ότι ο άνθρωπος άρχεται το αμαρτητικό έργο ευθύς αμέσως, μόλις σταματήσει την προσευχή. Είναι ο ίδιος Όσιος που κάμνει αναφορά περί της «ανέτου» προσευχής, της προσευχής δηλαδή που δεν κουράζει, διότι δεν έχει λογισμούς, είναι καθάρια, κρυστάλλινη, αρέμβαστος.
Στην ίδια πνευματική συχνότητα και ο Άγιος Νεκτάριος πρώην Πενταπόλεως, ο θαυματουργός. Αναφέρεται στην «εν Κυρίω χαρά» που συνοδεύει όσες και όσους προσεγγίζουν τον Κύριο Ιησού Χριστό με καθαρή συνείδηση, δηλαδή με ωκεάνια ταπείνωση και αυτοκριτική διάθεση. Αυτή η καλλιέργεια της καθαρής συνείδησης, το «κατά Θεόν πολιτεύεσθε» ως λέγει ο άγιος, σταδιακά αλλά σταθερά, οδηγεί στην «πνευματική ή καλή μέθη», στην πληρότητα δηλαδή του πιστού με τα χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τότε κυριαρχεί η ειρήνη, η μακροθυμία, η πίστη, η χαρά, η αγαθοσύνη, η αγάπη, η εγκράτεια. Τότε βασιλεύει η λησμοσύνη κάθε λύπης που προέρχεται από τους άλλους, εγκαθιδρύεται η μακροθυμία, η ανεξικακία, η απλότητα προς πάντας. Τότε ο πιστός ορέγεται διακαώς, διαπύρως και ακορέστως την υψοποιό εγκράτεια, που στην προκείμενη πνευματική φάση ο Μέγας Βασίλειος ονοματίζει ως «απάρνηση της αμαρτίας».
Σχετικά με όσα προηγήθηκαν, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τονίζει: «Ήλιος γαρ άνευ φωτός, πώς αν λεχθείη ήλιος; Και άνθρωπος δίχα της του Παναγίου Πνεύματος μετουσίας, πώς αν κληθείη άγιος;» (Κατήχησις, 10). Και ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ο εραστής της κατά Θεόν μονώσεως και ησυχίας, συμπληρώνει: «Όστις μανθάνει διά της δοκιμής την γλυκύτητα της ησυχίας εντός του κελίου του, αυτός ουχί ως καταφρονών τον πλησίον του αποφεύγει την μετ᾿ αυτού συναναστροφήν, αλλά χάριν του καρπού τον οποίον τρυγά εκ της ησυχίας» (Επιστολή Α’ ).
Έχεις διαβάσει, φίλε αναγνώστα, για τον άγιο Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ (1797-1879); Είναι Μέγας Ιεραπόστολος και φωτιστής της Αλάσκας. Παρά τις λαμπρές θεολογικές του σπουδές, προτίμησε να γίνει ιεραπόστολος. Μετέβη στην Αλάσκα στα 1823. Ίδρυσε εκεί σχολεία, ευαγή ιδρύματα, ναούς, μετέφρασε βιβλία στη γλώσσα των αυτόχθονου πληθυσμού. Στα 1840 χειροτονείται πρώτος επίσκοπος Καμτσάτκας και αργότερα Μητροπολίτης Μόσχας (1868-1879). Κοιμήθηκε Μεγάλο Σάββατο στα 1879, λίγο πριν την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία (η αγιοκατάταξή του έγινε στις 6/10/1977). Αυτός, λοιπόν, ο ταπεινός ιεραπόστολος συνήθιζε να λέγει: «Αναπαύουμε τον Χριστό ή μόνο τους ανθρώπους; αυτό το ερώτημα πρέπει να μάς συνέχει καθημερινά, νύχτα και ημέρα».
Θυμούνται συχνά οι αγιορείτες Πατέρες, μεταξύ άλλων, και έναν ταπεινό μοναχό στα Καυσοκαλύβια. Αυτός είχε ιδιαίτερη αγάπη και ευλάβεια στην Κυρία Θεοτόκο. Όταν έψελνε το «Άξιον Εστίν» έμπροσθεν της παναγίας Εικόνος Της, έκλαιγε με λυγμούς, δεν επρόφτανε να το ολοκληρώσει. Άνοιγε διάπλατα και ικετευτικά τα ευλογημένα χέρια του και τα κονδύλια κουνιόντουσαν, συμμετέχοντας και αυτά στην πνευματική και αναστάσιμη χαρά του!
Ο Ιερός Χρυσόστομος μάς προτρέπει να αγαπήσουμε την προσευχή, να αφεθούμε ολοκληρωτικά στο προσευχητικό έργο. Μάλιστα δε, μάς παρακινεί να μεταποιήσουμε τα βράδια μας σε μικρές αγρυπνίες, μικρές παννυχίδες στ᾿ όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού: «Κάμνε κάθε νύχτα και μια αγρυπνία προσευχής. Κάθε νύχτα, και ας φροντίζουμε όλοι, ώστε τελειώνοντας την ημέρα να μη γινόμαστε γελοίοι». Και αν τόσα έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, αλήθεια είναι, και μόνο αυτό που θα παραθέσω εδώ, έχω την αίσθηση, είναι ικανό για να αντιληφθεί καθένας ευκολόπιστα και αβίαστα, το υψηλό μέτρο της αγιότητος του ανδρός: «Κάθε νύχτα που δεν είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην προσευχή, στερεί ακόμη έναν άγιο στον Ουρανό!».
Ο άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993), όσο ζούσε στα Καρούλια στο Άγιον Όρος, συνήθιζε να προσεύχεται με υψωμένα τα χέρια στον Ουρανό, λέγοντας αργά το «Πάτερ ημών». Ξεκινούσε το εσπέρας της ημέρας, μετά την ακολουθία του Εσπερινού και ολοκλήρωνε την αγρυπνία του με την ανατολή του ηλίου της επομένης ημέρας! Ως έκαμνε και ο Μέγας Αρσένιος (εορτάζει 8 Μαΐου) και η Οσία Ειρήνη (828-932), η ηγουμένη της Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία τα βράδια προσευχόταν με υψωμένα τα χέρια κάτω από τον έναστρο Ουρανό και αιωρείτο περίπου ένα μέτρο από το έδαφος, Μάλιστα δε, μία εκ των μοναζουσών της Μονής είχε αναλάβει το διακόνημα να βοηθάει την Αγία Ειρήνη να κατεβάσει αργά-αργά τα υψωμένα χεράκια της, που παρέμεναν υψωμένα σε προσευχή από το απόγευμα της ημέρας έως το μεσημέρι, σχεδόν, της επόμενης!
Μακριά, λοιπόν, από φίλαυτες και εγωπαθείς συμπεριφορές, ας αγαπήσουμε άπαντες το προσευχητικό έργο και ας αγκαλιάσουμε την «αποστολική» και υποστατική ταπείνωση. Και, το επόμενο βράδυ που θα σημάνει και θα πλησιάσει, παράλληλα με το χρυσοστομικό ρηθέν «γλυκύς ο ύπνος, αλλ᾿ ουδέν γλυκύτερον προσευχής», θυμήσου εκείνα τα λόγια του ιερού ψαλμωδού και προφητάνακτος και φρόντισε ώστε, ακόμη και την ύστατη ώρα και στιγμή, ν᾿ αποκτήσουν τα επόμενα βράδια της εδώ επί της γης παραμονής σου, ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο: «Μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθε σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου (Ψαλμ. 118, 62).