Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (579-649), αναφερόμενος στην εγρήγορση και νήψη του πιστού, μάς προτρέπει: «Η δίψα και η αγρυπνία πιέζουν την καρδιά. Και όταν πιεστεί η καρδιά, τότε εκπηδούν δάκρυα». Αυτά τα δάκρυα προσθέτουν ταπείνωση στον αγωνιστή πιστό, συγκρατούν την ειρήνη της ψυχής, ασφαλίζουν την ακατακρισία προς τους άλλους, ελκύουν αδιάκοπα την ευλογία και χάρη του Ουρανού.
Και για να θυμηθώ τον, πολύ αγαπητό σ᾿ εμένα, μακαριστό παπά Εφραίμ, τον πρώην Φιλοθεΐτη, «όταν ο νους καθαρίζεται με δάκρυα, επειδή απομακρύνονται οι βλαπτικοί λογισμοί, το μάτι βλέπει καλύτερα και ο πιστός δεν κατακρίνει κανέναν, ουδεπόποτε».
Διαβάζω στον Ευεργετινό: «Κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς μετέβη διά να συναντήση τον Αββάν Αντώνιον εις την έρημον. Έχασε όμως τον δρόμον και περιεπλανάτο εις την έρημον. Εις την κρίσιμον αυτήν κατάστασιν ευρισκόμενος, ο Αββάς Αμμωνάς, προσηυχήθη θερμώς προς τον Θεόν και είπε: «Κύριε και Θεέ μου, μη επιτρέψεις να χαθή το πλάσμα σου εδώ εις την έρημον». Αμέσως τότε ενεφανίσθη ενώπιόν του ένα ανθρώπινον χέρι, ως να εκρέματο εκ του ουρανού, και τού υπεδείκνυε τον δρόμον, μέχρις ότου ήλθεν έξω από το σπήλαιον του Μεγάλου Αντωνίου» (τόμος Δ’, Υπόθεσις Ι’, 33, 260).
Κάποτε, ο Διογένης ο Κυνικός (412-323 π.Χ.) επέστρεφε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τον συνάντησε μια παρέα νέων και τον εσταμάτησαν για να τον λοιδορήσουν. Προς στιγμήν, ο αρχαίος φιλόσοφος μπερδεύτηκε, «έχασε τον δρόμο του». Λίγο αργότερα, πήρε και συνήλθε, έλαβε θάρρος και στην ερώτηση των νέων αν είχε πολύ κόσμο στους Αγώνες, αποκρίθηκε: «Κόσμο είχε, ανθρώπους, όμως, όχι!».
Και άλλοτε, πάλι, ο ίδιος φιλόσοφος εστάθηκε στο κέντρο της Αγοράς, στην αρχαία Αθήνα. «Άνθρωποι, ω, άνθρωποι», εφώναζε δυνατά, «σπεύσατε σιμά μου, σπεύσατε…». Και όταν πολλοί, πράγματι, τον περικύκλωσαν για να περάσουν την ώρα τους και να γελάσουν μαζί του, βρήκε την ευκαιρία εκείνος, σαν να τους εκοίταγε στα μάτια, με απέχθεια και ειρωνία, και εφώναξε: «Άνθρωποι, είπα, όχι καθάρματα…! Φύγετε, φύγετε από μπροστά μου». Και, όμως! Αν και ήσαν εκεί, όλοι μαζί συγκεντρωμένοι, αλήθεια, ποιος δύναται να αρνηθεί ότι ήσαν όλοι οι επικριτές του Διογένη, όλοι εκείνοι που μονίμως και διαρκώς τον λοιδορούσαν και εγελούσαν μαζί του, αυτοί που είχαν, προ πολλού, χάσει τον δρόμο…!