Dogma

Κοινωνία με τον Χριστό και την Παναγία

Το θέμα είναι να φανερωθεί ο Χριστός, το θέμα είναι να φανερωθεί η Παναγία· αυτό είναι όλο. Ο Χριστός υπάρχει, η Παναγία υπάρχει. Οι άγιοι δοκίμασαν την κοινή ζωή με τον Χριστό, χάρηκαν τη χαρά που δίνει ο Χριστός, χάρηκαν τη χαρά που δίνει η Παναγία, πανηγύρισαν αυτό το πανηγύρι εν Χριστώ και με την Παναγία, ενόσω ήταν σ’ αυτόν τον κόσμο.

Αυτό είναι δεδομένο, είναι μια πραγματικότητα. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να αμφιβάλλουμε, άραγε υπάρχει, άραγε δεν υπάρχει, άραγε θα γίνει, άραγε δεν θα γίνει, άραγε μπορεί να έρθει, άραγε μπορεί να μην έρθει κλπ. Είναι μία πραγματικότητα. Και όλο το θέμα είναι, ο πιστός, ο όποιος πιστός, να βρει τον τρόπο, αν μπορώ να πω έτσι, να του αποκαλυφθεί ο Χριστός, να του αποκαλυφθεί η Παναγία, να βρει τον τρόπο να έχει κοινωνία με τον Χριστό και με την Παναγία, να βρει τον τρόπο να νιώσει αυτόν τον γλυκασμό του Χριστού και τον γλυκασμό της Παναγίας.

Ο Χριστός είναι ό,τι είναι, και η Παναγία έγινε ό,τι έγινε κοντά στον Χριστό, όχι για να το κρύβουν· όχι. Ο Χριστός έγινε Χριστός, για να μας δοθεί, «έδωκεν εαυτόν» (Τιτ. 2:14), και δίδεται μέσα στην Εκκλησία. Το ξέρουμε καλά, μας δίνει το σώμα του και το αίμα του, μας δίνει τον ίδιο τον εαυτό του. Ο Υιός του Θεού έγινε Χριστός, έγινε Θεάνθρωπος, για να μας δοθεί, για να μας δίδεται. Ο Χριστός είναι η χαρά, η ευφροσύνη και η αγαλλίαση, όχι για τον εαυτό του, αλλά για μας, και κοντά σ’ αυτόν και η Παναγία.

Είναι μεγάλο κρίμα, όταν εμείς στερούμεθα αυτήν την φανέρωση του Χριστού και την φανέρωση της Παναγίας, διότι παίρνουμε επιπόλαια τα πράγματα, διότι ζούμε σε μια άγνοια, διότι είμαστε επηρεασμένοι από πλανεμένες καταστάσεις και νοοτροπίες. Είναι κρίμα μεγάλο, και κάνουμε στον εαυτό μας μεγάλη αδικία.

Κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να βρει επιχειρήματα, για να δικαιολογήσει τη στέρηση αυτή που έγινε στη ζωή του, αφού ο Χριστός δεν εξαιρεί κανένα, αφού η Παναγία δεν εξαιρεί κανένα, και ο Χριστός είναι για όλους μας, και η Παναγία είναι μητέρα όλων μας. Ποιος εξαιρείται, ποιος τολμάει, ας πούμε, να σταθεί και να φέρει το οποιοδήποτε επιχείρημα;

Είμαστε αμελείς, είμαστε ράθυμοι, είμαστε υπερήφανοι και κυρίως βρισκόμαστε σε πλάνη και χρειάζεται να ταπεινωθούμε, αλλά και να πούμε: «Ναι, Χριστέ μου, ψάλλουμε την Μεταμόρφωσή σου, ψάλλουμε όλο αυτό το οποίο είσαι και φανέρωσες στους μαθητάς σου, όλο αυτό το οποίο έδωσες στους μαθητάς σου. Ναι, Παναγία μου, αυτές τις ημέρες σε ψάλλουμε και υμνούμε αυτό που είσαι, αυτό που έγινες, αυτό που έγινε από σένα, που μας έδωσες τον Χριστό. Αλλά εμείς, Κύριε, είμαστε ξένοι προς αυτά. Δεν σε είδαμε ακόμη, Κύριε, δεν σε νιώσαμε ακόμη, δεν γέμισες ακόμη την ψυχή μας, δεν φανερώθηκες ακόμη, δεν μας γλύκανες ακόμη, δεν μας έκανες ευτυχείς ακόμη, είμαστε ακόμη δυστυχείς. Τι κάνουμε απλώς με το να ψάλλουμε, τι κάνουμε απλώς με το να συγκεντρωνόμαστε και να λέμε ύμνους και τροπάρια;»

Αν τα πούμε έτσι στον Χριστό, είναι αδύνατο να μη μας ακούσει, αν τα πούμε έτσι στην Παναγία, είναι αδύνατο να μη μας προσέξει. Είναι αδύνατο να μας αφήσουν να ερχόμαστε εδώ και να ξαναερχόμαστε και να φεύγουμε, χωρίς να ρθει αυτό το φως μέσ’ στην ψυχή μας, χωρίς να ρθει αυτή η χαρά και αυτή η ευφροσύνη μέσ’ στην ψυχή μας. Είναι αδύνατο.

Δεν είναι δυνατόν, οι χριστιανοί που μπορούν να είναι οι άγγελοι επί της γης, που μπορούν να είναι οι πιο ευτυχισμένοι πάνω στη γη, δεν είναι δυνατόν να είναι, όπως πολλές φορές εμφανίζονται, τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα.

Για, λοιπόν, να τα πάρουμε λίγο σοβαρότερα τα πράγματα, λίγο περισσότερο να προσέξουμε, λίγο περισσότερο να ζορίσουμε τον εαυτό μας, λίγο περισσότερο να τον σπρώξουμε. Όπως είπαμε και άλλη φορά, κακοσυνηθίσαμε. Λέει και η παροιμία: έμαθε κάποιος γυμνός και ντρεπόταν ύστερα να ντυθεί.

Βαθύτερα δεν βρήκε η ψυχή μας ακόμη τον Χριστό, και συνηθίσαμε σ’ αυτήν την κακομοιριά, σ’ αυτήν τη φτώχεια, σ’ αυτήν την δυστυχία… Λέτε και το θέλουμε αυτό, λέτε και αυτό ποθούμε και ντρεπόμαστε να γίνουμε του Χριστού. Σαν να ντρεπόμαστε να ξεγυμνωθούμε από την γύμνια της αμαρτίας και να ντυθούμε την Χάρι του Χριστού, να ντυθούμε αυτό το λαμπρό φως του Χριστού, αυτήν την δόξα του Χριστού, που την έχει για μας.

Εάν τα πάρουμε έτσι τα πράγματα, αν πιστέψουμε έτσι, αν ζορίσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση τον εαυτό μας, ο Θεός δεν είναι δυνατόν να μη μας προσέξει. Έχω πει κι άλλη φορά, λίγο αν παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας, θα δούμε ότι ζούμε χωρίς Χριστό, έστω και αν είμαστε καλοί άνθρωποι.

Δεν χρειάζεται να κάνεις εγκλήματα για να μην είσαι του Χριστού. Και καλά πράγματα να κάνεις, αν βολεύεσαι, αν ζεις τη ζωούλα σου, αν ζεις ερήμην του Χριστού και δεν τον λογαριάζεις, ο Χριστός σε προσέχει και σε παραπροσέχει, αλλά εσύ δεν ευκαιρείς να δεχθείς αυτό που σου δίνει, και γι’ αυτό κρύβεται. Ζούμε μια ολόκληρη ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο, και ο Χριστός είναι κρυμμένος από μας.

Όμως ο Χριστός φανερώθηκε σε εκατομμύρια ψυχές. Το υποσχέθηκε αυτό και θα φανερωθεί και σε μας, εάν συμμορφωθούμε προς αυτά που είπε, αν δείξουμε πόθο και δίψα, αν δείξουμε ότι αυτό μας ενδιαφέρει, ότι γι’ αυτό ζούμε. Για τι άλλο; Να φανεί στα πράγματα ότι δεν θέλουμε τίποτε άλλο, ότι τον Χριστό μας ζητούμε, την Παναγία μας ζητούμε, το Άγιο Πνεύμα ζητούμε, το φως αυτό και τη δόξα αυτή ζητούμε, που μας τα υποσχέθηκε ο Χριστός.

Άμα δείξουμε στην πράξη ότι γι’ αυτά ζούμε, είναι αδύνατο να μας τα στερήσει ο Χριστός, διότι είναι σαν να αρνείται τον εαυτό του, είναι σαν να αρνείται τις υποσχέσεις του. Είναι εντελώς αδύνατο να το κάνει αυτό ο Χριστός. Διότι εμείς οι άνθρωποι μπορεί ν’ αρνούμαστε, αλλά ο Χριστός μένει πιστός σ’ αυτά που λέει (Β’ Τιμ. 2:13).

Δεν θα πω άλλα, αδελφοί μου, ας τα λάβουμε υπόψιν και ας κάνουμε ο καθένας ό,τι μπορούμε.

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου Α’, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 48.